Χρονόμετρο

    Δεύτερη ημέρα CosmoWorld – Μουσικοί ήχοι  και φως στους κεντρικούς δρόμους της πόλης

    Δημοσιεύτηκε στις

     

     

     

    Το πρωί της Παρασκευής 27 Αυγούστου 2021 συνεχίστηκαν για δεύτερη μέρα οι εκδηλώσεις της ενότητας CosmoWorld του Cosmopolis 2021 με την έναρξη να γίνεται στις 11:00, στην Πλατεία Ελευθερίας με τη μουσική «υπογραφή» και ζωντανή εκτέλεση από τον μουσικό –  συνθέτη Δημήτρη “James” Μπασδάνη που παρουσίασε την “Echographia”. Το απόγευμα της ίδιας ημέρας στη «μουσική», πλέον Πλατεία Ελευθερίας, το ροκ σχήμα « PUROS» με  έντονη διάθεση για πειραματισμό, καλλιτεχνική δημιουργία και μετάδοση των δικών τους ιδιαίτερων ηχοχρωμάτων, έδειξαν στο κοινό την αγάπη και το πάθος τους για τη ροκ μουσική.

     

    Λίγο μετά τις 22:00 τη «σκυτάλη» πήραν στη σκηνή που στήθηκε στον Δημοτικό Κήπο οι ΄΄δικοί μας΄΄ «Pasta Tomato» – για πρώτη φορά στο Φεστιβάλ Cosmopolis. Επί της ουσίας, δημιούργησαν ένα μουσικό πάρτι, συνδυάζοντας στοιχεία από διαφορετικά μουσικά στυλ, με βάση  τις ρεμπέτικες, λαϊκές και ρετρό επιτυχίες, διασκευασμένες πάνω σε Gypsy Swing, και ταυτόχρονη «ήχηση» Balkan και Ethnic ρυθμών και ηχοχρωμάτων από μουσικές της κάτω Ιταλίας και ταραντέλες.

     

    Την ίδια ώρα στη «μουσική», πλέον  πλατεία Νικοτσάρα, στις Καμάρες, το κοινό «συνάντησε» τον Janusz Prusinowski, κάτοχο του μεταλλίου Gloria και του ετήσιου βραβείου του υπουργείου, το οποίο αναγνωρίζει το έργο μιας ζωής και τη δέσμευση για πάνω από 20 έτη σχετικά με την αναβίωση, την προβολή και την εκτίμηση της κληρονομιάς της παραδοσιακής πολωνικής μουσικής. Η «Πολωνική Κompania», έχει πραγματοποιήσει συναυλίες και σεμινάρια σε όλη την Ευρώπη, τον Καναδά, τις ΗΠΑ και την Ασία, ενώ έχει επιλεγεί για να συμμετάσχει στην πιο σημαντική παγκόσμια μουσική εμπορική έκθεση την Womex στην Θεσσαλονίκη το 2012 και στο Cardiff της Ουαλίας το 2013.

     

    Oι παράλληλες δράσεις σε κάθε έκφανση της  σύγχρονης Τέχνης ( φωτογραφία, εικαστικά κτλ) που φιλοξενούνται σε πολλά σημεία της πόλης, προσέλκυσαν πλήθος επισκεπτών και τη χθεσινή ημέρα, ενώ μια ακόμη εντυπωσιακή επίδειξη Projection Mapping στην όψη του κτιρίου της Δημοτικής Καπναποθήκης, στο πλαίσιο του διεθνούς διαγωνισμού CosmoLights, χρωμάτισε και φώτισε, γι’ ακόμα μια μέρα, το κέντρο της πόλης.

     

     

    Κατηγορία: Slider, Η πόλη που αγάπησα

    ΛΙΓΑ ΜΕΤΡΑ  ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΠΙΦΑΝΕΙΑ: Τι κρύβεται κάτω από την πλατεία του Αμυγδαλεώνα

    Δημοσιεύτηκε στις

     

     

     

    Ευκαιρία να αναδειχθεί με τα δημοτικά έργα που εκτελούνται, σε ένα σταθμό της τοπικής ιστορίας

     

     

    Γράφει ο Θεόδωρος Αν. Σπανέλης

     

    Οι εργασίες ανάπλασης της κεντρικής πλατείας του Αμυγδαλεώνα, συνεχίζονται με αμείωτη ένταση. Μετά τις πρώτες παρεμβάσεις στο βόρειο τμήμα, απομακρύνθηκε το ξύλινο περίπτερο που βρισκόταν πλησίον της εθνικής οδού Καβάλας – Δράμας. Το προαναφερόμενο έργο, αρχικού προϋπολογισμού 247.000 ευρώ, αναμένεται να αποπερατωθεί μέσα στους επόμενους 15 μήνες.

    Αυτή είναι μια σύντομη περιγραφή του δημοτικού έργου για την ανάπλαση της κεντρικής πλατείας, εκεί που είναι και το ηρώο του οικισμού. Λίγα μέτρα νοτιότερα από το σημείο που βρίσκεται το ηρώο, συγκεκριμένα το 1979 και σε απόσταση 15 μέτρα προς το νότο, βρέθηκε ένα μιλιάριο που σηματοδοτούσε την ύπαρξη της αρχαίας Εγνατίας. Συνολικά σε όλο το μήκος της αρχαίας Εγνατίας υπήρχαν 535 μιλιάρια που οριοθετούσαν τον αρχαίο δρόμο και ένα από αυτά βρέθηκε στον Αμυγδαλεώνα. Οι αρχές πηγές αναφέρουν ότι «βεβηματισμένη κατά μίλιον και κατεστηλωμένη μέχρι Κυψέλων (σ.σ. τα σημερινή Ύψαλα στην σημερινή ανατολική Θράκη) και Έβρου ποταμού) – όπως αναφέρει ο Στράβωνας στα Γεωγραφικά αναπαράγοντας παλαιότερη αλλά χαμένη σημείωση του Πολύβιου-,  αυτά τον 2ο αιώνα π.Χ. όταν κατασκευάστηκε ο δρόμος αλλά ακόμη δεν υπήρχε η Κωνσταντινούπολη, οπότε δεν είχε και λόγο  να συνεχίσει ανατολικότερα.

     

    Το μιλιάριο είναι κατασκευασμένο από χονδρόκοκκο γκριζοάσπρο μάρμαρο, είναι σχεδόν κυλινδρικό, έχει ύψος 1,38 εκ. και φέρει επιγραφή δίγλωσση στα λατινικά και στα ελληνικά. Η επιγραφή είναι η παρακάτω:

    ΓΝΑΙΟΣ ΕΓΝΑΤΙΟΣ ΓΑΙΟΥ

    ΑΝΘΥΠΑΤΟΣ ΡΩΜΑΙΩΝ.

     

    Επίσης με λατινικούς αριθμούς αναγράφεται ο αριθμός των μιλίων VI.

     

    Η επιγραφή διασώζει το όνομα του κατασκευαστή της οδού που εκείνη την εποχή (δηλαδή το δεύτερο μισό του Β’ αιώνα π.Χ.) ήταν και διοικητής της Μακεδονίας. Ένα πρώτο συμπέρασμα είναι ότι το έργο ξεκίνησε κοντά,  στο 146 π.Χ., περίπου 22 χρόνια μετά την μάχη της Πύδνας που σηματοδοτεί το τέλος του Μακεδονικού βασιλείου και μόλις δύο χρόνια μετά και την συντριπτική ήττα και κύκνειο άσμα των Μακεδόνων, πάλι στην Πύδνα υπό την ηγεσία του Ανδρίσκου ή Ψευτοφίλιππου, που βασίλεψε μόνο δυο χρόνια, από το 148 – 149.

     

    Μάλιστα με την ευκαιρία να σημειώσουμε ότι ο Ανδρίσκος αυτοανακηρύχθηκε επίσημα ως ο Φίλιππος ΣΤ΄ βασιλιάς της Μακεδονίας, αν και δεν προέρχονταν από βασιλική οικογένεια, μετά τις πρώτες νίκες του εναντίον των Ρωμαίων. Αποτέλεσε τον τελευταίο μακεδόνα ηγέτη και σύμφωνα με το επικρατέστερο σενάριο – μέχρι σήμερα – μετά την ήττα του και την πλήρη επικράτηση των Ρωμαίων, σφραγίστηκε από τους νικητές το μνημείο στον Τύμβο Καστά στην Αμφίπολη, για να αποτρέψουν τυχόν νέες ανταρσίες στο μέλλον.

     

    Το πρώτο έργο που κατασκευαζόμουν οι Ρωμαίοι στην Μακεδονία είναι η Εγνατία οδός, ο σημαντικότερος  λόγος είναι η ανάγκη ύπαρξης ενός σύγχρονου για την εποχή δρόμου που θα έδινε την δυνατότητα για την ταχεία μεταφορά στρατιωτικών δυνάμεων. Ουσιαστικά η Εγνατία Οδός είναι ένα στρατιωτικό έργο που θα εξελιχθεί σε ένα δρόμο του εμπορίου, των ιδεών και φυσικά εξάπλωσης του Χριστιανισμού λίγους αιώνες αργότερα.

     

    Το μιλιάριο του Αμυγδαλεώνα, στην αυλή του Αρχαιολογικού Μουσείου Καβάλας

    Η παρουσία του μιλιάριου στον Αμυγδαλεώνα οριοθετεί και την χάραξη της Εγνατίας Οδού από τους Φιλίππους, απ΄  όπου έχει ξεκινήσει και η αρίθμηση  της επιγραφής, προς το λιμάνι της Νεαπόλεως. Στην εκσκαφή που έγινε το 1979 στον Αμυγδαλεώνα, δίπλα στο μιλιάριο βρέθηκε και το οδόστρωμα μέρος του οποίου καταστράφηκε από το σκαπτικό μηχάνημα.  Ο δρόμος εντοπίστηκε σε βάθος 1,5 μέτρου κάτω από την επιφάνεια του σημερινού δρόμου. Η κατεύθυνση είναι προς την πλατεία, την βόρεια πλευρά κοντά στην εθνική οδό και συνεχίζει προς του Φιλίππους, μάλιστα στο τέλος της αλάνας που υπάρχει μπροστά από το γήπεδο και προς την δυτική πλευρά υπάρχουν τα ερείπια μαρμάρινης γέφυρας, ως εκ τούτου μπορούμε με ασφάλεια να εκτιμήσουμε την πορεία του.

     

    Τα δημοτικά έργα στην πλατεία Αμυγδαλεώνα, είναι πολύ πιθανό να ανακαλύψουν  το υπόλοιπο τμήμα της Εγνατίας Οδού, σε βάθος περίπου 1,5 μέτρου, εφόσον βέβαια οι εργασίες φτάσουν σε αυτό το βάθος. Αυτό δίνει μια ιδέα για τον συνδυασμό της ανάπλασης της πλατείας με την ανάδειξη του αρχαίου δρόμου. Μάλιστα, σε ένα μελλοντικό σχεδιασμό θα μπορούσε η πλατεία Αμυγδαλεώνα, να είναι και ένας από τους σταθμούς των πεζοπόρων που θα έκαναν την διαδρομή στα βήματα του Αποστόλου Παύλου. Αν αναδειχθεί αυτό το τμήμα του δρόμου, θα είναι το τρίτο κομμάτι που θα είναι ορατό στον σημερινό επισκέπτη, μετά από τα δυο προηγούμενα, στην συνοικία του Βυρωνα στην Καβάλα και τον Σταυρό Αμυγδαλεώνα.

     

    Όσο για το μιλιάριο φυλάσσεται σήμερα στην αυλή του Αρχαιολογικού Μουσείου Καβάλας και ίσως θα μπορούσε να μεταφερθεί το ίδιο ή ένα αντίγραφο του στην αρχική του θέση, στην πλατεία Αμυγδαλεώνα.

     

    Με ένα τέτοιο σχεδιασμό, πέρα από μια ανάπλαση που θα προσφέρει άνεση, ασφάλεια και ομορφιά στους θαμώνες της πλατείας του Οικισμού, θα αποτελεί και ένα σημείο ιδιαίτερου αρχαιολογικού χώρου.

     

    ΣΗΜΕ. Τα αρχαιολογικά στοιχεία προέρχονται  από την εργασία της Σταυρούλας Σαμαρτζίδου: ΕΓΝΑΤΙΑ ΟΔΟΣ ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΦΙΛΙΠΠΟΥΣ ΣΤΗ ΝΕΑΠΟΛΗ

     

    Ακολουθήστε μας στο google news πατώντας το βελάκι

    για να μαθαίνετε με ακρίβεια ό,τι συμβαίνει στην Καβάλα:

     

    Κατηγορία: Slider, Αφιερώματα, Η πόλη που αγάπησα

    ΤΟ ΒΟΥΝΟΧΩΡΙ ΑΠΟ ΤΟ 1922 ΜΕΧΡΙ ΚΑΙ ΣΗΜΕΡΑ.

    Δημοσιεύτηκε στις

    Γράφει ο Χρήστος Δ. Κελέσης

     

    Βουνοχώρι, το πιο ορεινό χωριό της περιφερειακής ενότητας Καβάλας, με υψόμετρο 830 μέτρων στην πλατεία του χωριού. Σε άλλα σημεία του χωριού το υψόμετρο φτάνει στα 870 μέτρα.

    Πριν ονομαστεί Βουνοχώρι ονομαζόταν Μουχάλ.

    Το χωριό αυτό έχει ιστορία αιώνων.

    Από μια ιστορική πηγή σε κείμενα που υπάρχουν στο Άγιο Όρος και στο Εθνολογικό Μουσείο των Ελλήνων της Καππαδοκίας στη Νέα Καρβάλη (όχι όμως έγκυρη 100%), μαθαίνουμε ότι στο Βουνοχώρι έζησε ο Άγιος Ευστάθιος, Αρχιεπίσκοπος Αντιοχείας όταν τον εξόρισαν οι Αρειανιστές με την Οικουμενική Σύνοδο του 330 μ.Χ. Ήρθε εξόριστος στους Φιλίππους και από εκεί, επειδή δεν τον δέχθηκαν, ανέβηκε και έμεινε πάνω από τους Φιλίππους, στο σημερινό Βουνοχώρι. Μαζί του ήρθαν και μόνασαν και άλλα άτομα από τις γύρω περιοχές. Αργότερα δημιουργήθηκε μοναστήρι στο όνομα του Αρχαγγέλου Μιχαήλ και όταν ήρθαν οι πρώτοι μουσουλμάνοι ονόμασαν το χωριό τους Μουχάλ δηλαδή Μιχάλης.

    Έτσι μπορούμε να πούμε ότι ο πρώτος κάτοικος του χωριού ήταν ο Άγιος Ευστάθιος, τη μνήμη του οποίου του τιμούμε στις 21 Φεβρουαρίου. Όλα αυτά όμως, όπως προαναφέραμε, δεν είναι τόσο αξιόπιστα στοιχεία.

     

    Η έλευση των προσφύγων

     

    Πριν 98 χρόνια όμως (το 1922) ήρθαν κάποιες οικογένειες Ρωμιών προσφύγων από το Πασάκιοϊ (οι πρόσφυγες έλεγαν ότι το Πασάκιοϊ ανήκε στο Καρτάλι ή Καρτακλί) Κωνσταντινούπολης, πού ανήκε στην επαρχία της Βιθυνίας. Χριστιανοί στο θρήσκευμα. Οι πρόσφυγες που ήρθαν ήταν οι οικογένειες των: Δαγλή, Κεχαγιά, Κόλλια ή Κολλιός, Μίλκογλου, Μουτάφη, Τότογλου και Χηντήρη. Άλλοι περπατώντας , άλλοι ανεβασμένοι σε άλογα και σε κάρα, διανύοντας μια απόσταση 450 χιλιομέτρων, εξαντλημένοι έφτασαν στο Μουχάλ. Μερικοί πέθαναν από τις κακουχίες όπως ο προπάππους μου Θεοδόσης (παππούς της μάνας μου). Αυτός με τα παιδιά του, Παναγιώτη και Σοφία, μαζί με τα αδέρφια του Αναστάσιο και Αντώνη, πήγαν στην Φλώρινα: εκεί πέθανε, όπως ανέφερα παραπάνω. Ενώ ονομάζονταν Θεοδοσίου, κατά την εγγραφή τους αργότερα στο Βουνοχώρι ονομάστηκαν Δομουτζόγλου , όπως πολλοί άλλοι πρόσφυγες κατά την εγγραφή τους. Οι κατά τόπου γραμματείς, εν αγνοία των προσφύγων, άλλαξαν τα επώνυμα τους με βάση με το τι επάγγελμα έκαναν.

    Ονομάστηκαν Δομουτζόγλου επειδή την ώρα της εγγραφής μπαίνει μέσα στο καφενείο ο γιος του Αναστάσιου και της Βασιλικής, ο μικρός Δημήτριος Θεοδοσίου, που ο πατέρας του ο Αναστάσης (κατά την απογραφή έλειπε) ήταν έμπορος ζώων, εμπορευόταν γουρούνια και άλογα. Ρωτάει ο γραμματέας τους χωριανούς ποιος είναι αυτός; Και αυτοί του απαντούν στα τουρκικά είναι ο Ντομούζ ογλού δηλαδή το παιδί του γουρουνά (στα τουρκικά το γουρούνι λέγεται ντομούζ και το παιδί ογλού). Έτσι ο γραμματέας αντί για Θεοδοσίου έγραψε Ντομουζόγλου Δημήτρης, το οποίο αργότερα το άλλαξαν όλοι σε Δομουτζόγλου. Έτσι όλα τα αδέρφια Θεοδοσίου σε μια στιγμή απέκτησαν άλλο επώνυμο. Όπως οι Τοκτόρογλου αντί να εγγραφούν σαν Σαρικλόγλου κατά την εγγραφή τους γράφτηκαν Ντοκτόρογλου, παιδιά του Ντοκτόρ δηλαδή του γιατρού.

    Με το που ήρθαν οι πρώτοι πρόσφυγες σε αυτό το ορεινό χωριό βρήκαν να κατοικείται από περίπου 600 άτομα διαφορετικής όμως θρησκείας. Ήταν μουσουλμάνοι, αλλά αυτό δεν στάθηκε εμπόδιο για να συνυπάρξουν αρμονικά.

    Μουσουλμάνοι και χριστιανοί δεν είχαν τίποτα να χωρίσουν, τι να τους χωρίζει δηλαδή; Όπως λέει και το τραγούδι:

    Τούρκος εγώ κι εσύ Ρωμιός

    κι εγώ λαός κι εσύ λαός

    εσύ Χριστό κι εγώ Αλλάχ

    όμως κι οι δυο μας αχ και βαχ.

    Οι Μουσουλμάνοι άνδρες, όπως εξιστορούσαν αργότερα οι πρόσφυγες από το Πασάκιοϊ, πολλές φορές την μέρα την έβγαζαν στα τρία καφενεία που είχε το χωριό. Τα βράδια κατέβαιναν στα χωριά κοντά στην Ελευθερούπολη και στα χωριά του κάμπου και έκλεβαν. Οι γυναίκες πήγαιναν στα χωράφια όπου καλλιεργούσαν καπνά, φασόλια, καλαμπόκια, ρεβύθια και σιτάρια.

    Ο Αγάς του χωριού έμενε στον κάτω μαχαλά του χωριού, στο σπίτι του Εμή, στου Παντέλνταη Φιτνεόγλου δηλαδή, και είχε τρεις γυναίκες. Όπως έλεγαν οι πρόσφυγες την μια την είχε για τις δουλειές του σπιτιού, μάλιστα αυτή είχε κινητικά προβλήματα (κούτσαινε), την άλλη για τις εργασίες στα χωράφια, ενώ η τρίτη βοσκούσε τα ζώα.

    Τα νεκροταφεία τους ήταν δυτικά του χωριού στην τοποθεσία Γκιόλα καθώς και ανατολικά, κάτω από τα σπίτια των Σαχούδων. Το τζαμί τους ήταν εκεί που είναι σήμερα η εκκλησία του χωριού. Η  εκκλησία, μέχρι να πάρει την σημερινή της μορφή, γκρεμίστηκε και αναπαλαιώθηκε τέσσερις φορές.

    Πρώτος παπάς που ιερούργησε στην εκκλησία του χωριού μας  χωριού  όπως άκουσε αργότερα ο Θεόδωρος (Θοδώρακης) Δομουτζόγλου  του Αντώνη (Αντώνταη) από ιστορίες στα καφενεία του χωριού, και όπως είπε η Παρασκευή Τοκτόρογλου (Ταμούς) αργότερα στην κόρη της Αλεξάνδρα Τανατζή.

    Ο παπά Αυγερινός (ο οποίος ανήκε όμως στην εκκλησία της Λιμνιάς)  όταν πήγε για πρώτη φορά να κάνει λειτουργία στην εκκλησία ( που ήταν σαν τζαμί, φαίνεται ακόμα δεν είχε φτιαχτεί η εκκλησία τους) πήγαν μόνο οι γυναίκες. Οι άνδρες ήταν στο καφενείο του Εμή. Ο ιερέας πήγε και τους κατσάδιασε, αλλά αυτοί χαμογελώντας του λένε : πάτερ Αυγερινέ κάθισε πιες δύο κονιάκ , και εμείς την άλλη φορά θα έρθουμε όλοι. Ο παπά Αυγερινός τι να κάνει; Κάθισε και ήπιε τα κονιάκ του.

    Ο πάτερ Αυγερινός όμως στην τρίτη Βουλγάρικη κατοχή οι Βούλγαροι με την βία τον πήραν από την Λιμνιά και δεν τον ξανάδαν οι Βουνοχωρίτες, μα ούτε και οι Λιμνιώτες, ούτε αυτός τους επισκέφθηκε ποτέ. Το πιο πιθανό είναι να πιάστηκε αιχμάλωτος και να στάλθηκε στην Βουλγαρία στα τάγματα εργασίας, στα καταναγκαστικά έργα ,”Ντουρντουβάκια” τους αποκαλούσαν οι Βούλγαροι και οι οποίοι εργάζονταν, σε  απάνθρωπες συνθήκες και πολλοί πέθαναν από τις κακουχίες.

    ΟΙ σημερινοί πια γέροντες θυμούνται καλά τον Πάτερ Ανέστη (Αναστάσιο) Παπαδόπουλο από το Λυκόστομο (ευχαριστώ τον πάτερ Γεώργιο Γεωργιάδη για τις πληροφορίες του περί των ιερέων του χωριού και για τον Άγιο Ευστάθιο ) πρόσφυγα από τον Πόντο, όπου ιερουργούσε και ανήκε στην εκεί εκκλησία, και ερχόταν μαζί με την γυναίκα του Σοφία και πραγματοποιούσε την Κυριακάτικη Θεία Λειτουργία μερικές φορές στην Εκκλησία του Βουνοχωρίου. Ή οποία γυναίκα του ήταν πρακτικός γιατρός.

    Ενώ στο τέλος της δεκαετίας του 1950, ήρθε ιερέας  στο χωριό μας  ο τσέτε παππάς ο Πάτερ Παύλος Μιχαηλίδης από το Κρυονέρι, μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του 1970, ο οποίος πάντρεψε τους γονείς μου, όπως και σχεδόν όλα τα παιδιά των προσφύγων. Ενώ βάπτισε εμένα και όλα τα αδέρφια μου. Είχε κάποιες εμμονές, με πολλές δυσκολίες βάπτιζε παιδιά στα οποία τάχα, θα δίνονταν τούρκικα ονόματα όπως π.χ. Ζαχαρούλα, Σουλτάνα. Στις αρχές του 1924 ήρθαν και τα παιδιά του Θεοδόση Θεοδοσίου από την Φλώρινα. Παναγιώτης, Αναστάσιος, Αντώνης, Σοφία μαζί με την μητέρα τους Αναστασία που πέθανε όμως μετά από λίγα χρόνια.

    Ο Παναγιώτης Πάντσος (παππούς μου , πατέρας της μητέρας μου ) όπως τον φώναζαν όλοι γεννημένος το 1890 στο Πασάκιοϊ, έκανε φαντάρος 13 χρόνια ( 1909 – 1922 ) , υπηρετώντας στον  Οθωμανικό στρατό συμμετείχε σε τρεις πολέμους, στον  Α’ Βαλκανικό, όπου κρατήθηκε αιχμάλωτος πολέμου για 3 χρόνια  στην Βουλγαρία, στον Β’ Βαλκανικό, ενώ πολέμησε και στον Α’  Παγκόσμιο Πόλεμο. Όπως εξιστορούσε αργότερα, σε κάποια εκστρατεία, επειδή δεν είχαν να φάνε έτρωγαν τους καρπούς του καλαμποκιού, όταν αφόδευαν τα άλογα και τα μουλάρια πού είχαν μαζί τους.

    Για δύο χρόνια πρόσφυγες και γηγενείς έπιναν και τραγουδούσαν μαζί στα γλέντια και πολλές φορές, βοηθούσε ο ένας τον άλλον στα χωράφια.

     

    Η ώρα που φεύγουν οι μουσουλμάνοι του χωριού

     

    Ώσπου μια μέρα ήρθε διαταγή οι μουσουλμάνοι να φύγουν και να πάνε ως πρόσφυγες στην Σαμψούντα και στην θέση τους να έρθουν οι Καραμανλήδες, από το ένα χωριό που το έλεγαν Γκιολτζούκ από τη Νίγδη της Καππαδοκίας.

    Τι να κάνουν οι μουσουλμάνοι, με κρύα καρδιά μαζεύουν ότι υπάρχοντα μπορούν να πάρουν μαζί τους και τα φορτώνουν, είτε στην πλάτη τους, είτε στα ζώα τους και παίρνουν τον δρόμο για το λιμάνι της Καβάλας, τον πικρό δρόμο της προσφυγιάς δηλαδή.

    Ελάχιστοι, μετρημένοι στα δάκτυλα του ενός χεριού, κρύβουν τις λίρες τους σε διάφορες τοποθεσίες ή ακόμα και μέσα στις πρώην πια πατρικές οικίες τους.

    Έτσι πριν πέντε καλοκαίρια, μετά από 91 χρόνια, κάποιος απόγονος ενός μουσουλμάνου πρόσφυγα ήρθε μαζί με δύο ακόμα άτομα και βρήκαν ένα μικρό κιούπι με λίρες στην περιοχή της γκιόλας ανάμεσα σε δύο μεγάλα βράχια. Τον λάκκο που είχε  μέσα το κιούπι αργότερα το σκέπασε ένας κτηνοτρόφος γιατί υπήρχε κίνδυνος να πέσουν μέσα τα κατσίκια του.

    Κρύβοντας τις λίρες είχαν την ελπίδα ότι η προσφυγιά τους θα είναι προσωρινή , όπως και έκαναν και μερικοί από τους Χριστιανούς πρόσφυγες του χωριού, στα δικά τους πατρικά σπίτια στο Πασάκιοϊ.

    Χρόνια αργότερα ένας από αυτούς έλεγε στα παιδιά του “τώρα να πάω στο χωριό που γεννήθηκα θα βρω τις λίρες που έκρυψα” ή όπως έκαναν και οι πρόσφυγες στο Γκιολτζούκ αργότερα.

    Οι μουσουλμάνοι, λοιπόν, του Μουχάλ πήραν τον δρόμο της προσφυγιάς, από τον οποίο όμως δεν θα επέστρεφαν ποτέ, αντίθετα με ότι πίστευαν. Στο λιμάνι της Καβάλας φόρτωσαν τα υπάρχοντα τους και μερικοί τα ζώα τους, όσα δεν πούλησαν στους μέχρι τότε συγχωριανούς τους, που με δάκρυα στα μάτια τους αποχαιρέτησαν για τελευταία φορά. Πώς τα φέρνει η άτιμη ή ζωή, πριν δύο χρόνια οι χριστιανοί έφυγαν από την πατρογονική τους γη, τώρα οι μουσουλμάνοι.

    Τουλάχιστον οι Μουσουλμάνοι δεν έφυγαν κυνηγημένοι με τον φόβο μην τους σκοτώσουν.

    Μετά από λίγο καιρό ήρθαν στην θέση τους νέοι πρόσφυγες, ξεριζωμένοι και διωγμένοι όπως οι Πασακιολήδες. Αυτοί ήταν Καππαδόκες οι λεγόμενοι Καραμανλήδες (Καραμανίδες ήταν το σωστό γιατί κατοικούσαν στην Καραμανία στην περιοχή της αρχαίας Κιλικίας). Όλοι τους ήταν από το χωριό Γκιολτζούκ της Νίγδης, εκτός από έναν πού ήταν γαμπρός στο Γκιολτζούκ και ήταν Λαζός.

    Συγκεκριμένα, ήρθαν οι οικογένειες των :  Ιγδίσογλου( Σαχούδες), Δαμιανίδη, Ελευθεριάδη, (του πάνω μαχαλά), Καραμανλή, Καραπρώιμου, Καρασαββόγλου, Τανατζή, Τοκτόρογλου (κανονικά λέγονταν Σαρικλόγου), Φιτνέογλου και η οικογένεια του Ιωάννη  Ελευθεριάδη. Ο Ιωάννης Ελευθεριάδης,  Γιουβάναγας όπως τον φώναζαν είχε έρθει μόνος του ή το 1918 ή το 1919 στην Καβάλα και άνοιξε ένα χάνι στην περιοχή της Καμάρας. Αργότερα το 1923 ήρθε η γυναίκα του Κυριακούλα και ο πατέρας του όπως και όλα τα αδέρφια του, Συμεών, Τριανταφυλιά και Αναστασία..  Κατόπιν το 1924 έμαθε από τον Μιχάλη Δαμιανίδη (Τακαβίτης) και τον Παντέλνταη ( Φιτνέογλου) πρώην συγχωριανοί του από το Γκιολτζούκ το 1924, ότι έχει πολύ καλό κλίμα στο Μουχάλ και έτσι μαζί με τα αδέρφια του και τους γονείς του, πού  πρίν έρθουν στην Καβάλα, πρώτα έφθασαν με πλοίο στον Πειραιά κατόπιν πήγαν στον Βόλο (όπως και έκαναν και άλλοι πρόσφυγες από το Μουχάλ) και μετά ήρθαν στην Καβάλα. Έτσι ανέβηκαν στο πιο ορεινό  χωριό  της Καβάλας πουλώντας το χάνι και το σπίτι του.

    Πλούσιοι και φτωχοί ήταν το ίδιο, πια όλοι ήταν πρόσφυγες. Με πορεία 1.220 χιλιομέτρων, άλλοι πάνω σε κάρα άλλοι περπατώντας δεκάδες χιλιόμετρα, ενώ πολλοί «τυχεροί» μετακινήθηκαν με τρένο. Πολλοί ήρθαν ορφανοί από την Τουρκία, όπως η γιαγιά μου Αναστασία Τοκτόρογλου ( μητέρα της μάνας μου) και τα αδέρφια της Χαραλάμπης (Χαρλέμπνταης), Ιωάννης (Γιουβαντάης) κανονικά λέγονταν Σαρικλόγου, αλλά επειδή ο πατέρας τους Αναστάσιος ήταν γιατρός στο Γκιολτζούκ στην απογραφή γράφτηκαν Ντοκτόρογλου όπως είχαμε αναφέρει πιο πάνω. Ο πατέρας τους πέθανε από μια αρρώστια, η κόρη του Αναστασία μόλις πριν λίγους μήνες είχε γεννηθεί. Ενώ όταν ήταν περίπου οκτώ χρονών η γιαγιά μου Αναστασία, οι Τούρκοι μπροστά στα μάτια της καθώς και μπροστά σε όλα στα  αδέρφια της σκότωσαν την μάνα τους, καθώς και πολλούς συγγενείς τους.

    Την ίδια τύχη είχε και ο πρώην σύζυγος της γιαγιάς μου Παρασκευής το γένος Τανατζή (μητέρα του πατέρα μου) ο Δημήτρης Τσότογλου, τον οποίο σκότωσαν οι Τούρκοι το 1921. Και έτσι η γιαγιά μου χήρα πια, αγκαλιά με τον μικρό Κυριάκο ξεκίνησε μόνη της τον δρόμο της προσφυγιάς.

    Όλοι αυτοί κατέληξαν στο λιμάνι της Μερσίνας, στα νότια παράλια της Μικράς Ασίας. Από εκεί με πλοίο έφτασαν στο λιμάνι του Βόλου και μετά από παραμονή δύο εβδομάδων, πάλι ξεκίνησαν για μια άλλη περιοχή και κατέληξαν στην Καβάλα. Κουρασμένοι πεινασμένοι, εξαθλιωμένοι, πολλοί άρρωστοι από τις κακουχίες κάνοντας τόσα χιλιόμετρα. Μεγάλοι μικροί, πολλά παιδιά ορφανά, όπως η γιαγιά μου και τα αδέρφια της (μητέρα της μάνας μου). Πήραν τον δρόμο για το Μουχάλ, ανέβαιναν, ανέβαιναν και τελειωμό δεν είχε αυτή ή ανηφόρα με τον κακοτράχαλο δρόμο (δρόμο να το πει κανείς ), που χωρούσε ίσα ίσα ένα άλογο. Μετά από πορεία σχεδόν μισής ημέρας έφτασαν στο πιο ορεινό χωριό της Καβάλας, χωρίς να γνωρίζουν όμως ακόμα ότι εδώ θα ήταν πια η νέα τους πατρίδα. Μέσα τους είχαν τον καημό και την ελπίδα ότι θα ξαναγύριζαν στην πατρογονική τους γη, στο αγαπημένο τους Γκιολτζούκ.

    Καημός μα τι καημός; η προσφυγιά εύκολα ξεχνιέται; Μπορείς να ξεχάσεις την πατρίδα στην οποία γεννήθηκες;

    Εκεί είδες το πρώτο φως, εκεί έκανες τα πρώτα σου βήματα, εκεί είπες τις πρώτες σου λέξεις. Πώς να λησμονήσεις το πρώτο σου παιχνίδι, το πρώτο δώρο που έλαβες, το πρώτο σου φιλί, τον πρώτο σου έρωτα; Ξεχνιούνται όλα αυτά; Κάθε στιγμή έρχονται στο νου σου. Αν είσαι και μεγάλος, μπορείς να ξεχάσεις τον αρραβώνα και τον γάμο σου; Το γλέντι που επακολούθησε. Τις συγκλονιστικές στιγμές στα γεννητούρια του πρώτου σου παιδιού. Το σπίτι που έχτισες με τα χέρια σου. Τις γιορτές και τα γλέντια με συγγενείς και φίλους.

    Γρήγορα όμως, ήθελαν δεν ήθελαν, οι προτεραιότητες άλλαξαν. Έπρεπε να ξεκινήσουν μια νέα ζωή, να συνηθίσουν στην ιδέα ότι εδώ ήρθαν για να μείνουν και όχι να έχουν στο νου τους την γρήγορη επιστροφή στα πάτρια εδάφη.

    Έτσι, εγκαταστάθηκαν στα σπίτια που άφησαν φεύγοντας οι πρώην κάτοικοι του χωριού . Σιγά σιγά, μαζί με τους άλλους πρόσφυγες, άρχισαν να καλλιεργούν την γη που μέχρι τώρα την είχαν στην κατοχή τους οι μουσουλμάνοι.

    Όλοι μαζί Πασακιολήδες και Καραμανλήδες προσπαθούν την σκληρή και πολλές φορές πετρώδης γη να την κάνουν καλλιεργήσιμη.

     

    Η μάχη της επιβίωσης

     

    Το κράτος αργότερα κατά τα έτη 1932 – 1935 θα κάνει διανομή της γης στο χωριό. Όλοι πια έχουν κι ένα κομμάτι γης δικό τους. Το χωριό όμως, με απόφαση της κυβέρνησης με το υπ’ αριθμ. ΦΕΚ  81Α – 14-05-1928 και με την υπογραφή του κυβερνήτη της Ελλάδας Παύλου Κουντουριώτη, παύει να ονομάζεται Μουχάλ , αλλά έχει νέο όνομα .

    Τι πιο φυσιολογικό να το λένε Βουνοχώρι, με υψόμετρο 830 μέτρων; Είναι το πιο ορεινό χωριό του νομού και το 1924  κατοικείται από 41 οικογένειες με πληθυσμό 165 άτομα.

    Ενώ νωρίτερα το με το υπ’ αριθμ. ΦΕΚ  193Α – 14/08/1924

    Ο οικισμός αποσπάστηκε στο νομό Καβάλας από το νομό Δράμας.

    Το 1930 ήρθε στο χωριό και ένας Θρακιώτης με καταγωγή από  το Ακαλάν επαρχίας Ορτάκιοϊ της Δυτικής Θράκης σημερινό  Ιβαΐλοβγκραντ (Βουλγαρία) ο παππούς μου Κελέσης (Κελεσίδης) Χρήστος , ο οποίος ήρθε από την Μπέριστα Δράμας σημερινή Πτελέα με ένα κοπάδι κατσίκια, ενώ η μια αδερφή του Βασιλική έμεινε στο Πρωτοκλησι Έβρου (σε απόσταση 45 χιλιομετρων από το Ακαλάν),  η άλλη η Αυγή πήγε στο Αγιοχώρι Σερρών.

    ΤΟ 1935 ήρθε και ο πρώτος Βλάχος, ο Φλώρος Δημήτρης με 700 πρόβατα και 40 άλογα από τα Βουλγαρικά σύνορα. Τέλος το 1949 ήρθε ακόμα ένας Βλάχος από το Παλαιοχώρι ο Γούλας Μιλτιάδης με καταγωγή από την Αλατόπετρα  Γρεβενών, όπως την ίδια καταγωγή είχε και ο πρώτος Βλάχος του Βουνοχωρίου.

    Η ζωή στο χωριό δύσκολη όπως η γη, σκληρός αγώνας για επιβίωση. Όμως οι νέοι κάτοικοι ποτέ δεν είχαν προστριβές και δεν μάλωναν αναμεταξύ τους. Έτσι και αλλιώς τι είχαν να χωρίσουν άλλωστε; Όποιος είχε χαρά είχε και όλο το χωριό, όπως και όταν μια οικογένεια είχε λύπη όλο το χωριό ήταν θλιμμένο. Η αλληλεγγύη ήταν το όπλο τους στην φτώχεια και στις αμέτρητες δυσκολίες που είχαν καθημερινά.

    Όμως οι δυσκολίες όπως αναφέραμε αμέτρητες. Δεν υπήρχε ύδρευση. Στα λιγοστά πηγάδια και πηγές οι μητέρες και τα παιδιά περιμένουν με τις ώρες για να πάρουν με τις στάμνες λίγο νερό. Όπως θυμούνται οι ηλικιωμένοι του χωριού, συνολικά ήταν πέντε. Το ένα, με το πιο πολύ νερό, ήταν κάτω από τον πλάτανο. Ακόμα τρία σημεία που υπήρχε νερό ήταν γύρω από την πλατεία. Ένα πηγάδι ήταν κοντά στο σπίτι των Μίλκογλου, από το οποίο με έναν υποτυπώδη σωλήνα έπαιρναν νερό οι οικογένειες των Ιγδίσογλου (Σαχούδων) που ζούσαν ανατολικά του χωριού. Το χωριό έχει και την Μαμή του, χρέη Μαίας κάνει η Κατίνα (Κατέρνα) Κεχαγιά μητέρα  του Χαράλαμπου ή Λάμπος ο αγροφύλακας όπως τον φώναζαν όλοι, ενώ χρέη πρακτικού γιατρού κάνει η Παρασκευή (Παρίς) ή Ταμούς όπως την φώναζαν όλοι σύζυγος του Χαράλαμπου (Χαρλέμνταη) Τοκτόρογλου.

    Το 1935 κτίζεται και το σχολείο του χωριού με προσωπική εργασία των Βουνοχωριτών. Ο πρώτος δάσκαλος ονομάζεται Κυριακόπουλος. Αρχίζει ο πόλεμος στην Αλβανία, όπου σκοτώνεται ένας Βουνοχωρίτης, ο Κώστας (Κώτσος) Μουτάφης. Γυρίζει τραυματίας ως ανάπηρος πολέμου ο κυρ Κώστας Ιγδίσογλου (αργότερα το άλλαξε σε Γιτίσογλου). Το ελληνικό κράτος αργότερα θα του χορηγήσει άδεια περιπτέρου, όπως έκανε σε όλους τους ανάπηρους πολέμου.

    Η κατοχή αρχίζει. Είναι Μάιος του 1941. Εδώ στις περιοχές της Καβάλας και της Δράμας δεν έχουμε γερμανική, αλλά βουλγαρική κατοχή. Οι Βούλγαροι όρισαν κάποιον Χασάν για πρόεδρο της κοινότητας. Τρίτη κατοχή στην περιοχή της Καβάλας από τους Βουλγάρους. Είχαν προηγηθεί οι κατοχές του 1912- 1913 και του 1916- 1918, που ήταν η πιο φρικτή. Χιλιάδες Καβαλιώτες πέθαναν από την πείνα και την ασιτία. Τώρα με την τρίτη βουλγάρικη κατοχή έχουμε δολοφονίες χωρικών, όπως του Ιωάννη Τσουλίκου στις αρχές του 1942 σύζυγό της Αναστασίας , κόρη του Ιωάννη Ελευθεριάδη (του Γιουβάναγα), οι αντάρτες του ΕΑΜ και του ΕΛΑΣ ανεβαίνουν στα ορεινά να πολεμήσουν τους κατακτητές. Οι Βούλγαροι κλέβουν και ρημάζουν ότι βρουν μπροστά τους. Περιουσίες χάνονται, όχι χρήματα, έτσι και αλλιώς ποιος μπορεί να έχει χρήματα; Κλέβουν τις σοδειές, τα ζωντανά. Υπάρχει ένας θρύλος (και όμως είναι πραγματικότητα) που λέει ότι οι Βούλγαροι πήραν το κοπάδι με τα 300 κατσίκια του Μπάρμπα Χρήστου Κελέση, ο οποίος πέθανε σε ηλικία 110 ετών το 1982, του Θρακιώτη ή Θράκιλη όπως τον φώναζαν. Αφού του άρπαξαν τα ζωντανά απειλώντας τον, κατεύθυναν τα ζώα προς τα Κύργια Δράμας. Ο Μπάρμπα Χρήστος όμως, με ένα σφύριγμα του έκανε το κοπάδι να ξαναγυρίσει, ενώ ήταν περίπου ένα χιλιόμετρο μακριά. Οι Βούλγαροι προσπάθησαν να τα ξαναμαζέψουν, αλλά μάταιος κόπος. Τα ζωντανά ξαναγύρισαν στον άνθρωπο που τα είχε σαν παιδιά του.

    Φθινόπωρο του 1944 τελειώνει η κατοχή από τους Βουλγάρους. Τελειώνει και ο δεύτερος παγκόσμιος πόλεμος σε λίγους μήνες. Για τους πρόσφυγες του Βουνοχωρίου, όπως και για όλους τους λληνες, δεν έχουν τελειώσει τα βάσανα. Λες και αυτός ο λαός είναι καταδικασμένος να τρώει τις σάρκες του.

    Αρχίζει ο εμφύλιος πόλεμος. Κάποιος αξιωματικός του Ελληνικού στρατού δίνει εντολή όλοι οι κάτοικοι των ορεινών χωριών να αφήσουν τα σπίτια τους και να κατέβουν στην πεδιάδα. Αυτό διαρκεί λίγες ημέρες. Οι πιο πολλές οικογένειες ανεβαίνουν στο χωριό. Λίγες δεν ανεβαίνουν και μένουν για χρόνια κάτω.

    Πάλι όμως, μετά από δύο χρόνια, όλοι πια ξανακατεβαίνουν στα χωριά του κάμπου. Άλλες οικογένειες φιλοξενούνται στο Κρυονέρι, άλλες στο Ζυγό, άλλες στους Φιλίππους και στις Κρηνίδες. Οι συνθήκες τραγικές, όσο φτωχοί είναι οι Βουνοχωρίτες άλλο τόσο είναι και οι άνθρωποι που τους φιλοξενούν. Σε ένα δωμάτιο κοιμούνται ως και 20 άτομα, άλλοι κοιμούνται στους στάβλους. Μα ή ανθρωπιά περισσεύει. Ένα καρβέλι ψωμί μοιράζεται σε όλους, αλλά ή πείνα είναι οδυνηρή. Σε όλες αυτές τις καταστάσεις δημιουργούνται δυνατές φιλίες, ή αλληλεγγύη είναι το φάρμακο για όλα αυτά τα δεινά. Ακούγεται ότι κάποιος Ανα…ος Ανα..ης ή Πορτούλης από τις Κρηνίδες όπως τον φώναζαν όλοι που πολεμούσε μαζί με τον Εθνικιστή Αντώνη Φωστερίδη, γνωστός και με το πολεμικό του όνομα Αντών Τσαούς , το 1948 μέσα στο χωριό, σκοτώνει έξι άνδρες και μια γυναίκα του ΕΛΑΣ, τον έναν κάτω από το σχολείο.

    Τελειώνει ο εμφύλιος, ο αδελφοκτόνος πόλεμος όπως τον αποκαλούν. Αδερφός σκοτώνει αδερφό, πατέρας ήταν αντίπαλος του γιου. Τι το χειρότερο, τι το πιο τραγικό; Δολοφονείται ο Συμεών Ελευθεριάδης, κάπου κοντά στους Φιλίππους. Ευτυχώς κάποτε όλα αυτά τελειώνουν, στις 30 Αυγούστου του 1949.

     

    Η ζωή ξαναγυρίζει στο χωριό

     

    Τέλη του 1949 οι Βουνοχωρίτες παίρνουν πάλι την ανηφόρα και ανεβαίνουν στο χωριό. Βλέπουν τα σπίτια τους να έχουν ρημάξει, τα χωράφια να έχουν να καλλιεργηθούν χρόνια. Άντε πάλι από την αρχή. Βοηθάει ο ένας τον άλλον , είπαμε ή αλληλεγγύη είναι το γιατρικό για όλα.

    Το σχολείο, ξανανοίγει και δέχεται τους μαθητές, που δεν έχουν την ηλικία όπως έχουν οι τωρινοί μαθητές ενός δημοτικού σχολείου. Ο πρώτος δάσκαλος που καταφθάνει μαζί με την γυναίκα του είναι από την Κέρκυρα ο λεγόμενος Κερκυραίος όπως τον αποκαλούν όλοι και όπως τον έχουμε όλοι ακουστά μέχρι και σήμερα. Μένουν σε μια καμαρούλα στην οικία του Σταύρου Ελευθεριάδη (δεν ήταν όπως είναι τώρα το σπίτι του κυρίου Σταύρου). Όλοι λένε ότι η συμπεριφορά του ήταν απαράδεκτη. Χτυπούσε αλύπητα τα παιδιά του σχολείου. Αυτό όμως δεν τον εμποδίζει να γίνει κουμπάρος και με τον Δημητράκη Δομουτζόγλου, ό όποιος του βαπτίζει το πρώτο του παιδί. Το ξύλο πάει σύννεφο, με τις ευλογίες πολλές φορές των γονιών. Το ξύλο σε κάνει άνθρωπο έλεγαν, και δώστου ξύλο. Και τι ξύλο ; Ή βέργα ήταν από κρανιά. Οι γονείς συναγωνίζονταν ποιος θα δώσει στον δάσκαλο την καλύτερη βέργα. Η τιμωρία στο υπόγειο και με ένα πόδι στο πίνακα ή στην σημαία, είναι καθημερινό φαινόμενο. Μια μέρα ρωτά ο δάσκαλος τους μαθητές του ποια είναι η πρωτεύουσα της Ελλάδας, λέγοντας στα παιδιά να του την δείξουν στον χάρτη. Οι μαθητές συναγωνίζονται ο ένας στον άλλον στο λάθος. Άσχετα που είναι στην έκτη τάξη, άλλος δείχνει το Βουνοχώρι, άλλη την Λιμνιά, άλλος την Καβάλα και πάει λέγοντας, η βέργα πήρε φωτιά, ώσπου το δάχτυλο μιας μαθήτριας (ήταν ή μητέρα μου) δείχνει τυχαία την Αθήνα. Ο δάσκαλος χαριτολογώντας της λέει, Δημητρούλα μολονότι δεν ήξερες την απάντηση και κατά τύχη την βρήκες, γλυτώνεις το ξύλο.

    Ο δρόμος που θα συνδέσει το Βουνοχώρι όπως και τα διπλανά χωριά με το Κρυονέρι αρχίζει να κατασκευάζεται το 1950 και τελειώνει το 1955.

    Ένας δρόμος υποτυπώδης που όμως ήταν το εφαλτήριο για την μετέπειτα ανάπτυξη του χωριού, εκεί που μόνο ζώα ανέβαιναν μέχρι τώρα στο Βουνοχώρι, τώρα πια φορτηγά και κούρσες κάνουν την εμφάνιση τους. Λίγα χρόνια αργότερα ο Σταύρος με το επταθέσιο ταξί του, όπως και ο γνωστός σε όλη την γενιά μου ταξιτζής, ο Πέτρος ο “Φαφούτης”, γίνονται πια δικοί μας άνθρωποι.

     

    Παλιές ιστορίες

     

    Ο κυρ Κώστας ανοίγει το περίπτερο του, που σε λίγο καιρό θα γίνει καφενείο, και μαζί με το καφενείο του κυρ Παντελή, του Εμή όπως τον φωνάζουν, δέχονται καθημερινά τους συγχωριανούς τους στα καφενεία. Οι χωρικοί κουρασμένοι και εξαντλημένοι που ολημερίς ασχολούνται είτε με τα χωράφια είτε με την βοσκή των ζώων κάθονται και πίνοντας τον καφέ τους έξιστορούν το πώς πέρασαν την ημέρα τους. Άλλοι όπως ο Σαβαντάης (Σάββας Καραπρώιμος), ο Νικοκαίας (Νίκος Μουτάφης) έξιστορούν στην Τουρκική γλώσσα (μην ξεχνάμε ότι οι πρόσφυγες μιλούσαν μόνο την Τουρκική γλώσσα) στους νεότερους, ιστορίες με έναν μοναδικό τρόπο: οι παρευρισκόμενοι τους ακούν λες και τα γεγονότα γίνονται εκείνη την στιγμή.

    Όπως διηγήθηκαν (σε μένα την μετέφερε ο εγγονός του Γιουβάναγα ο Σταύρος Ελευθεριάδης και με την βοήθεια της Βάσως Δομουστζόγλου το γένος Χηντήρη την ολοκλήρωσα γράφοντας τη στα Τούρκικα ) την παρακάτω ιστορία.  Καθότανε κάτω από ένα μεγάλο δέντρο (στο σημείο που αργότερα δίπλα του έγινε το καφενείο του Κυρ Κώστα, δίπλα στα σπίτια των Ελευθεριάδη Ανέστη και Απόστολου Ελευθεριάδη) ο υπερήλικας και άρρωστος Ιωάννης Ελευθεριάδης (Γιουβάναγας όπως τον αποκαλούσαν όλοι οι χωριανοί τότε) και έπαιζε με τις χάνδρες του κομπολογιού του. Εκείνη την ώρα ήρθε δίπλα του ο πολύ πιο νέος Μιχάλης Δαμιανίδης (Τακαβίτης ή Μουχάλνταης) σε ηλικία ανάμεσα στα 30 και στα  40. Βλέποντας τον να παίζει με τις χάνδρες του κομπολογιού του, του λέει: «Α, Γιουβάναγα, εσύ πια γέρασες, σε λίγο καιρό θα πεθάνεις, δώσε το κομπολόι σου σε μένα για να σε θυμάμαι». Ο Γιουβάναγας του απαντά: «Α, παιδί μου Μιχάλη, ένα μεγάλο κιούπι μέχρι να σπάσει, δέκα μικρά κιούπια σπάζουν». Λέγοντας του, δηλαδή, μέχρι να πεθάνει ένας μεγάλος δέκα μικροί πεθαίνουν πρώτα, μη δίνοντας το κομπολόι τελικά.

    Μιχάλης: Γιουβάναγα σεν ιχτιαρλαντίν ολετζέξην, βερ μπανά ο τεσπί . Σενί ουνούτμαιμ.

    Γιουβάναγας: Ογλού (τζοτζούκ) Μιχάλ, μπίρ μπιούκ κιούπ κιριλανακαντάρ,ον κιούπ κηρηλήρ.

    Έτσι περνούσαν την ώρα τους στο καφενείο πριν να αρχίσουν να παίξουν την ξερή, το μπιλότ, την εξήντα έξι, μερικοί όμως έπαιζαν και τάβλι. Εκεί να δεις μονομαχίες, τύφλα να έχει η κινηματογραφική ταινία «Μονομαχία στο Ελ Πάσο», που θα παιζόταν λίγα χρόνια αργότερα στους κινηματογράφους. Και στο τέλος παράγγελναν  τα ποτά τους όπως το ούζο ή την ρετσίνα με τους αντίστοιχους μεζέδες. Πολλές φορές οι χωριανοί τύχαινε να καθίσουν και μέχρι αργά. Όσο όμως και να έπιναν και να τα έσπαγαν μερικές φορές πάνω στο κέφι δεν μάλωναν ποτέ μεταξύ τους και αν έλεγαν και καμία κουβέντα παραπάνω, πάνω στο πιοτό, την άλλη μέρα όλα ήταν περασμένα ξεχασμένα. Αυτοί ήταν πραγματικοί άνδρες, και οι γυναίκες όμως δεν πήγαιναν πίσω. Και αυτές παρά τα καβγαδάκια με άλλες συγχωριανές μετά από λίγο όλα ήταν μέλι γάλα. Όπως ο κυρ Κώστας και ο κυρ Παντελής  παρότι ανταγωνιστές δεν είχαν καθόλου εχθρότητα αναμεταξύ τους.

    Τα Χριστούγεννα, την Πρωτοχρονιά, την Ανάσταση και τον Δεκαπενταύγουστο οι άνδρες και οι νέοι του χωριού βαρώντας τενεκέδες και πίνοντας κρασί γλεντούν μαζί με ένα παλιό γραμμόφωνο. Τα γλέντια στους γάμους ξεκινούν από το Σάββατο και τελείωναν ξημερώματα Δευτέρας.

    Οι χωριανοί δεν έχουν τσοπάνους για την φύλαξη των αγελάδων  και των μοσχαριών τους. Τα παιδιά, ιδιαίτερα τα κορίτσια, προσέχουν τις αγελάδες  και τα μοσχάρια κάθε μέρα στον κάμπο και στο βουνό, με την σειρά η κάθε οικογένεια. Οι πατεράδες τους φτωχοί όπως και οι παππούδες, όλα αυτά τα χρόνια στο χωριό, για να ζήσουν κόβουν ξύλα και τα πηγαίνουν με τα μουλάρια στα χωριά του κάμπου, κουβαλώντας και οι ίδιοι στους ταλαιπωρημένους ώμους τους όσα ξύλα μπορούν να αντέξουν να σηκώσουν. Συνήθως τα ανταλλάσουν με αλεύρι και λάδι. Στο χωριό ή καλλιέργεια του καπνού είναι η μοναδική καλλιέργεια που έχει κάποιο κέρδος. Επίσης φυτεύουν σιτάρι, κριθάρι, τριφύλλι, φασόλια, ρεβίθια, πατάτες. Με αυτά όμως κέρδος δεν υπάρχει. Έτσι όλοι έχουν ζώα είτε αγελάδες, είτε λίγα κατσίκια, ενώ όλες οι οικογένειες έχουν και από ένα γουρούνι που πάντα το σφάζουν τα Χριστούγεννα. Άλλοι έχουν μόνο κατσίκια όπως ο Θρακιώτης Μπάρμπας Χρήστος.

    Είμαστε πια στο έτος 1961, φτιάχνονται νέα νεκροταφεία στου Αλαμάνη (Σταύρου Φιτνέογλου) το χωράφι, όπου ο πρώτος αποβιώσας που θα ταφεί τον Απρίλη είναι ο Γούλας Γιώργος. Τα πρώτα χριστιανικά νεκροταφεία ήταν ανατολικά του χωριού ακριβώς απέναντι από τα νέα. Πολλοί μεταφέρουν αργότερα τους σωρούς των εκεί θανόντων, σε τάφους όπου πρόσφατα θάφτηκαν συγγενείς τους.

    Την ίδια χρονιά αρχίζει επιτέλους και το πολυπόθητο έργο της ύδρευσης και η μεταφορά του νερού από την περιοχή της Τσίμπλας στο χωριό. Όλοι εργάζονται, μεγάλοι, μικροί, ιδιαίτερα όμως οι τελευταίοι προσπαθούν να δείξουν στους γονείς τους ότι μεγάλωσαν και για αυτό δουλεύουν πιο πάνω από τις δυνατότητες τους. Αρχικά το νερό θα φτάσει μέχρι την Γκιόλα. Οι κάτοικοι του χωριού πήγαιναν στην Γκιόλα και γέμιζαν τις στάμνες, τα παγούρια και τους τενεκέδες τους.

    Μετά από δύο χρόνια όμως το χωριό έχει πια νερό. Έπρεπε να έρθει το 1963 για να έχουν πια νερό στα σπίτια τους, και αυτό έγινε με προσωπικά τους έξοδα.

    Ακούγονται ιστορίες ότι κάποιοι βρήκαν λίρες, που όμως αποδείχθηκαν αληθινές. Ξεχωρίζει η ιστορία για ένα μικρό κοριτσάκι (ακούστηκε ότι η καταγωγή της ήταν από τους Φιλίππους) που τριγυρνάει μόνο του χαμένο στα βουνά μέσα στη νύχτα, κάποιος το «θυσίασε» για να βρει λίρες, λένε κάποιοι.  Το άκουσε να κλαίει ο Βαγγέλης Κόλλιας ή Κολλιός του Νίκου, αδερφός του Κωστή. Ο οποίος Βαγγέλης έχασε την ζωή του σε εργατικό δυστύχημα σε ηλικία 19 ετών τον Σεπτέμβριο του 1969, ενώ ήταν μέσα σε ένα χαντάκι, έπεσε μεγάλος όγκος χωμάτων πάνω του. Εργαζόταν στο έργο ύδρευσης της Λιμνιάς.

    Ο συγχωρεμένος όμως Βαγγέλης φοβήθηκε και πήγε ειδοποίησε τους συγχωριανούς του καφενεία του χωριού.

    Ακούγεται και μια άλλη ιστορία, κάποιος βρήκε λίρες κάτω από μια πλάκα ενός βράχου και μόλις τις αντίκρισε είδε σαν όραμα το παιδί του. Φοβήθηκε άφησε τις λίρες και κατόπιν ειδοποίησε άλλους συγχωριανούς του. Ο πρώτος που πήγε είδε και αυτός όραμα την κορούλα του, αλλά δεν πτοήθηκε και πήρε τις λίρες όπως και πήραν και κάποιοι άλλοι Βουνοχωρίτες.

    Σε λίγες ημέρες όμως πέθανε η μικρή του κόρη Χρυσούλα , “θυσίασε” την κορούλα του δηλαδή, για τις λίρες.

    Και όμως πάνω σε αυτή την πλάκα αμέτρητες φορές ο πατέρας μου Δημήτρης (Δημητρός όπως τον φώναζαν όλοι) μαζί με τον αδερφό του Απόστολο κάθονταν βοσκώντας τα κατσίκια τους.

    Η ζωή όμως συνεχίζεται. Τα παιδιά των προσφύγων μεγάλωσαν πια. Πολλοί νεαροί και νεαρές κλέβονται. Και έτσι φέρνουν τους γονείς τους προ τετελεσμένων γεγονότων, ευτυχώς δεν έχουμε δράματα σαν τον Ρωμαίο και την Ιουλιέτα. Σιγά – σιγά γίνονται και οι πρώτοι γάμοι. Αρχίζουν πια τα γλέντια και οι χαρές.

    Τα παιδιά των προσφύγων γίνονται πια γονείς, αγοράκια και κοριτσάκια γεννιούνται στα σπίτια, με την  μαμή Κατέρνα να εκτελεί χρέη Μαίας. Οι πρόσφυγες έγιναν παππούδες και γιαγιάδες, επιτέλους είναι χαρούμενοι, τρισευτυχισμένοι, βλέπουν με άλλο μάτι πια την ζωή. Η σκέψη για άμεσο επαναπατρισμό πλέον αρχίζει και σβήνει από το μυαλό τους. Ο νους τους τώρα είναι στα εγγόνια τους, θέλουν να τα χαρούν, να παίξουν μαζί τους, επειδή ο χρόνος είναι αμείλικτος.

    Στο μεταξύ χάθηκε μια μεγάλη ευκαιρία για το χωριό.

    Το ελληνικό κράτος δίνει χωράφια, κλήρο δηλαδή στους κατοίκους της Λιμνιάς και του Βουνοχωρίου στον κάμπο του Κρυονερίου. Ακούστηκε πως ένας Βουνοχωρίτης, που ήταν πρόεδρος της κοινότητας, φέρθηκε με μεγάλη αφέλεια και δεν δέχθηκε την δωρεά αυτή. Αν οι Βουνοχωρίτες είχαν αποκτήσει εκείνα τα χωράφια σίγουρα θα είχε αλλάξει η ζωή τους, θα ήταν πολύ διαφορετική. Όχι μόνο αυτό, αλλά οι Λιμνιώτες έχουν τα χωράφια τους μέχρι την διασταύρωση των χωριών. Πήραν πολλά και πλούσια χωράφια. Ενώ ένα πολύ μικρό κομμάτι κάτω από την διασταύρωση πήραν οι Βουνοχωρίτες

     

    Η αναγέννηση του χωριού

    Μπήκαμε πια στην δεκαετία του 1960, ο Παπουτσής Δημήτρης από τον Ξηροπόταμο Δράμας μαζί με άλλους Δραμινούς έψαχνε για μάρμαρα. Οι χωριανοί νόμιζαν ότι έψαχναν λίρες και τους είχαν για χρυσοθήρες, και στην αρχή τους αποπήραν. Ο Παπουτσής Δημήτρης τελικά το 1962 άνοιξε το πρώτο λατομείο. Ο Παπαδόπουλος Θεοφάνης από την Αθήνα το 1964 αγοράζει το λατομείο από τον Παπουτσή, δημιουργούνται τα πρώτα λατομεία. Στην αρχή ο Θεοφάνης Παπαδόπουλος έφερνε εργάτες από τον Ξηροπόταμο και το Μοναστηράκι της Δράμας.

    Κατόπιν όταν ήθελε να πάρει σε δημοπρασία το Μεσαίο και έδινε σε κάθε σύμβουλο της κοινότητας 1000 δραχμές (αστρονομικό ποσό για εκείνα τα χρόνια), ο τότε πρόεδρος της κοινότητας του είπε «εμείς δεν θέλουμε τις δραχμές σας, θέλουμε να εργάζονται οι κάτοικοι των χωριών μας στα λατομεία σας». Δημιουργούνται λατομεία στην Λιμνιά και στο Βουνοχώρι.

    Έτσι οι κάτοικοι του Βουνοχωρίου και της Λιμνιάς εργάζονται σαν λατόμοι και μαθαίνουν την τέχνη του λατόμου.

    Τα μεροκάματα είναι καλά. Η δουλειά είναι όμως πολύ δύσκολη, «πέφτει» πολλή κούραση και πολύς ιδρώτας και το κυριότερο είναι πολύ επικίνδυνη. Τα χρήματα αυτά έχουν βαρύ τίμημα. Παίζουν καθημερινά την ζωή τους κορόνα γράμματα. Γίνονται πολύ συχνά εργατικά ατυχήματα. Κάθε λίγο και λιγάκι κάποιος τραυματίζεται. Ένας συγχωριανός τους ο Κυριάκος Τοκτόρογλου θα χάσει το φως του όταν πήγε να βάλει φουρνέλο. Ενώ ένας άλλος ο Βασίλης Μοσχόπουλος κόντεψε να καεί ζωντανός. Την γλύτωσε, όμως τα εγκαύματα του ακόμα δεν έφυγαν.

    Τώρα πια ζουν πολύ καλύτερα. Κτίζουν τα σπίτια τους με υλικά  καλύτερα , πιο μοντέρνα. Έχουν πια την δυνατότητα να αποταμιεύουν, πολλοί μαθαίνουν την τέχνη του λατόμου, και δειλά – δειλά μερικοί ανοίγουν δικά τους λατομεία. Το σχολείο πια είναι μικρό να χωρέσει τα εγγόνια των προσφύγων.

    Καθημερινά όλο και πιο πολλές παιδικές φωνές ακούγονται μπροστά στο σπίτι του Κυρ Απόστολου Ελευθεριάδη, όπου αγόρια και κορίτσια παίζουν μπίκο, τζαμί, μηλάκια, σχοινάκι, τυφλόμυγα, άγαλμα, κυνηγητό, βόλεϊ. Αυτά τα παιχνίδια τα παίζουν μαζί αγόρια κορίτσια. Τα πολύ μικρά παιδιά παίζουν , δενπερνάς κυρά Μαρία, γύρω – γύρω όλοι, η μικρή Ελένη,κουτσό, κρυφτό. Μπίλιες ή τζιτζιλιά όπως τα λένε οι περισσότεροι, μακριά γαϊδούρα και ποδόσφαιρο παίζουν συνήθως τα αγόρια. Ποδόσφαιρο παίζουν κάτω από τον πλάτανο ή πολλές φορές στο σχολείο ή αργότερα στο γήπεδο. Όλα αυτά είναι τα αγαπημένα παιχνίδια των παιδιών. Όταν όμως αρχίζει και νυχτώνει, ιδιαίτερα τα καλοκαίρια, όλοι μαζεύονται στον κήπο. Η τωρινή παιδική χαρά, τι μεγάλο λάθος και αυτό να κόψουν όλα αυτά τα δέντρα; Εγκληματικό θα έλεγα.

    Εκεί όπου τα παιδιά μέχρι αργά το βράδυ παίζουν κρυφτό, ανάμεσα στα οπωροφόρα δέντρα. Μηλιές, κυδωνιές, δαμασκηνιές, κερασιές, φιρικιές, βερικοκιές και πολλά άλλα δέντρα είναι το τέλειο μέρος για να κρυφτεί κάποιος πίσω από τους κορμούς τους ή ακόμα και να ανέβει επάνω στα κλαδιά για να μην γίνει αντιληπτός. Ενώ οι μανάδες ούρλιαζαν για να πάνε τα παιδιά σπίτι. Ελάτε σπίτι νύχτωσε, φτάνει, και αύριο μέρα είναι.

    Τα καλοκαίρια στις πανύψηλες κερασιές οι πιτσιρικάδες συναγωνίζονται ποιος θα ανέβει στο πιο ψηλό κλαδί για να πάρει τα κεράσια του. Τις πιο πολλές φορές νικητής είναι ο αδύνατος Χρήστος (Τάκος όπως τον φωνάζουν όλοι) Κελέσης, που σαν αιλουροειδές ανεβαίνει και πιάνει τα κλαδιά, χωρίς να φοβάται να μην γκρεμοτσακιστεί.

    Στο καφενείο του Κυρ Κώστα ο σπίνος το πουλάκι γίνεται ή μασκότ του καφενείου, όλοι μικροί μεγάλοι τον ταΐζουν με σπόρια, όπως μασκότ στο καφενείο είναι και ο σκύλος ο ταλαίπωρος όπως τον φωνάζουν. Με το γάβγισμα του τα βράδια καταλαβαίνουμε ότι έρχεται ο πατέρας μου στο σπίτι μας.

    Είχε ένα συνήθειο όταν έβλεπε τον πατέρα μου γάβγιζε συνεχώς.

    Έτσι λοιπόν κυλούσε ή ζωή στο αγαπημένο και δεμένο προσφυγικό χωριό. Και όπως είπαμε παραπάνω ή οικονομική ζωή του τώρα δεν έχει καμία σχέση με το παρελθόν. Και όμως έρχεται η μαύρη περίοδος. Τα περιζήτητα λευκά μάρμαρα της Λιμνιάς και του Βουνοχωρίου στερεύουν πια. Τα λατομεία δεν βγάζουν τους όγκους μαρμάρων που έβγαζαν πριν λίγα χρόνια. Αρχίζουν και φεύγουν οι χωρικοί  μετανάστες στην κεντρική Ευρώπη. Οι περισσότεροι πηγαίνουν στην Δυτική Γερμανία, κάποιοι πάνε στην Ελβετία. Πολλοί άνδρες φεύγουν, και μετά από λίγους μήνες τους ακολουθούν οι γυναίκες τους. Τα παιδιά μένουν κοντά στις γιαγιάδες και στους παππούδες. Οι πρόσφυγες βλέπουν τα παιδιά τους να φεύγουν οικειοθελώς από τον τόπο στο οποίο γεννήθηκαν, στον τόπο που παντρεύτηκαν στον τόπο που γεννήθηκαν τα παιδιά τους. Πάλι στενοχώριες, πάλι θύμησες από την προσφυγιά. Τουλάχιστον τώρα οι δικοί τους δεν φεύγουν κυνηγημένοι, δεν κινδυνεύουν να σκοτωθούν από κάποιον που είναι οπλισμένος.

    Φεύγουν είτε με αεροπλάνο είτε με τρένο.

    Ήταν πια το 1970 όταν ήρθε το ηλεκτρικό ρεύμα και ανοίγει το κρεοπωλείο ο Δημήτρης Δομουτζόγλου. Ηλεκτρικό ρεύμα που έφερε την επανάσταση στο μικρό προσφυγικό χωριό. Σε λίγο καιρό οι πρώτες τηλεοράσεις κάνουν την εμφάνιση τους σε ορισμένα σπίτια. Ο «Άγνωστος πόλεμος» και ο «Παράξενος ταξιδιώτης» καθημερινά καθηλώνουν μικρούς και μεγάλους. Ενώ τα Σαββατοκύριακα οι άνδρες και τα αγόρια βλέπουν αγώνες  ποδοσφαιρικούς. Σε λίγο καιρό ο Κούδας, ο Δομάζος, ο Δεληκάρης, ο Παπαϊωάννου γίνονται ποδοσφαιρικά ινδάλματα για τους νεαρούς του χωριού. Τα παιδιά την άλλη μέρα στο σχολείο, υπό τον φόβο της βέργας του δασκάλου, διηγούνται το τι είδαν. Ο δάσκαλος όμως είναι αυστηρός και το ξύλο πάει σύννεφο. Χέρια μελανιάζουν, κεφάλια ανοίγουν από την βέργα του δασκάλου, όπως του μικρού Δημήτρη που πριν λίγες ημέρες είχε χάσει τον πατέρα του. Αλλά οι γονείς συμφωνούν ότι το ξύλο κάνει τα παιδιά ανθρώπους. Λες και είμαστε στα χρόνια του Μεσαίωνα. Υπήρχαν ελάχιστοι δάσκαλοι που ήταν πραγματικοί παιδαγωγοί και συμπεριφέρθηκαν ανθρώπινα και όχι δάσκαλοι γεμάτοι με κόμπλεξ και κακία. Όπως ήταν και ένας δάσκαλος που παραμονή της γιορτής της 28ης Οκτωβρίου, βλέποντας άλλα παιδιά να παίζουν μπάλα, άλλα να παίζουν μηλάκια, άλλα να παίζουν τζαμί μπροστά στο κρεοπωλείο του κυρίου Δημητράκη, τους λέει ότι αύριο έχουμε μάθημα.

    Και τι έκανε ο «μεγάλος αυτός δασκαλάκος»; Την άλλη μέρα, χωρίς κάποια ενημέρωση, εξέτασε όλα τα παιδιά κάνοντας επανάληψη στην ύλη όλης της προηγούμενης χρονιάς. Και είχε σαν επακόλουθο πολλά παιδιά να φάνε το ξύλο «της αρκούδας». Μια μαθήτρια της τρίτης δημοτικού αν θυμάμαι καλά, ήταν που ήταν μελαχρινή, έγινε κατάμαυρη από τις βεργιές που δέχτηκε και το κλάμα που έριξε. Ξύλο να δεις. Όχι το ξύλο δεν βγήκε από τον παράδεισο ούτε το ξύλο σε κάνει άνθρωπο. Άνθρωπος με όλη την σημασία της λέξης γίνεσαι μέσα από την προσωπικότητα σου από το οικογενειακό σου περιβάλλον, από τον κοινωνικό σου περίγυρο.

    Το σχολείο έχει πια 45 μαθητές. Οι νέοι του χωριού αποφασίζουν και δημιουργούν ποδοσφαιρική ομάδα, τον Κεραυνό Βουνοχωρίου. Δίνουν αγώνες με τις ομάδες των γύρω χωριών. Κάθε καλοκαίρι στα αλώνια έρχεται η πατόζα, άλλο μεγάλο πια γεγονός , ανάπτυξη για το μικρό χωριό μας. Το αλώνισμα δεν γίνεται πια με τα ζώα και δεν χρειάζεται χειρωνακτική εργασία.

    Στο γήπεδο προσγειώνεται ένα ελικόπτερο, τα παιδιά, ενώ έχουν σχολείο, τρέχουν να δουν από κοντά για πρώτη φορά στην ζωή τους ελικόπτερο.

    Κάθε Δεύτερη μέρα του Πάσχα γίνεται η περιφορά της εικόνας της Αναστάσεως σε όλο το χωριό. Οι χωριανοί συναγωνίζονται ποιος θα δώσει τα περισσότερα χρήματα για να κρατήσει την εικόνα. Στα Θεοφάνια ο σταυρός ρίχνεται στην γκιόλα. Νέοι του χωριού μέσα στην παγωνιά, ημίγυμνοι πολλές φορές, προσπαθούν να πιάσουν τον Σταυρό και να πάρουν την ευλογία του ιερέα. Και μετά, με μια πετσέτα πάνω τους, τρέχοντας πάνε σπίτι τους να ντυθούν και να ζεσταθούν. Κατόπιν περιφέρουν τον Σταυρό σε όλα τα σπίτια.

    Εν το μεταξύ, στα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του 1970 ανακατασκευάζεται ο δρόμος από το Κρυονέρι για το Βουνοχώρι. Η ΜΟΜΑ κάνει έναν πιο μεγάλο και σύγχρονο δρόμο. Τώρα η απόσταση Καβάλα – Βουνοχώρι είναι περίπου 45 λεπτά.

    Το φθινόπωρο του 1974 κάποιοι Βουνοχωρίτες ήταν πολύ τυχεροί στην ατυχία τους.  Συγκεκριμένα τα χαράματα της Κυριακής 4 Νοεμβρίου  κάτω από την περιοχή “Μασλάκια” (λίγο πιο πάνω από το εκκλησάκι της Αγίας Μακρίνας) παραλίγο θα είχαμε δυστύχημα, σε ανατροπή ενός αγροτικού αυτοκινήτου που οδηγούσε ο Λιμνιώτης Χρήστος Λουκίδης και με επιβάτες  τους Βουνοχωρίτες  Απόστολο Κελέση (Κελεσίδης) , Σταύρο Ελευθεριάδη, Τοβλέτη Παπαδόπουλο, και Ανέστη Ελευθεριάδη ο οποίος ήταν πάνω στην καρότσα.  Ευτυχώς ενώ το αυτοκίνητο  έπεσε στο γκρεμό, κάνοντας συνεχώς τούμπες  επί 120 μέτρα κανείς δεν σκοτώθηκε. Πρώτος πήδηξε  πάνω από την καρότσα ο Ανέστης  Ελευθεριάδης ενώ οι υπόλοιποι,  κάνοντάς  τούμπες το αυτοκίνητο πετάγονταν  από το σπασμένο παρμπρίζ. Όλοι μεταφέρθηκαν στο νοσοκομείο Καβάλας όπου  σοβαρά τραυματίσθηκαν όπως έγραψε  ο τύπος της εποχής εκείνης ο οδηγός  Χρήστος Λουκίδης ετών 28 και οι Σταύρος Ελευθεριάδης ετών 37, Απόστολος Κελέσης (Κελεσίδης)  ετών 36 όλοι λατόμοι στο επάγγελμα. Όπως λατόμοι ήταν και οι ελαφρώς τραυματίες Ανέστης Ελευθεριάδης ετών 31,και ο Τοβλέτης Παπαδόπουλος ετών 24. Όλα αυτά συνέβησαν γιατί ο κουρασμένος οδηγός Χρήστος Λουκίδης από την εργασία από το πρωί μέχρι το απόγευμα στο λατομείο και αϋπνος από την διασκέδαση σε μαγαζιά της περιοχής όπως και ήταν και όλοι οι άλλοι συνεπιβάτες του αϋπνοι και κουρασμένοι από την εργασία τους στο λατομείο. Μαζί τους μέχρι κάποια ώρα ήταν και ο αδερφός του Τοβλέτη, ο Σάββας Παπαδόπουλος, αλλά επειδή πρόσφατα είχε αρραβωνιαστεί με την μετέπειτα σύζυγό του Ελένη προτίμησε να πάει να κοιμηθεί στο σπίτι των γονέων της. Έτσι δεν ακολούθησε την παρέα που από νωρίς το απόγευμα ήταν στο καφενείο του Εμή. Μετά πήγαν στην ταβέρνα του Μήτσου στις Κρηνίδες, και κατόπιν συνέχισαν σε κέντρο διασκέδασης της περιοχής.

    Όμως το 1979 το χωριό συνταράσσεται από ένα τραγικό γεγονός. Στις 2 Σεπτεμβρίου σε ηλικία 26 ετών σκοτώνεται σε αυτοκινητιστικό δυστύχημα ο Σάββας (Σαββίκος) Ελευθεριάδης του Πέτρου (του ψηλού ή του προέδρου όπως τον αποκαλούν όλοι) και της Σοφίας (Σοφίκα) λίγο πιο κάτω από τον Αϊ Σίλα στον δρόμο για τον Άγιο Λουκά.

    Ήρθε στο χωριό μας για ένα εξάμηνο για πρώτη φορά με θέση ιερέα στο Βουνοχώρι στην δεκαετία του ’70 ο πατήρ Άνθιμος Παχίδης που έχει πάθος με το ποδόσφαιρο. Κάθε απόγευμα βγάζει τα ράσα και παίζει μπάλα με τα παιδιά του χωριού. Αργότερα δύο ιερείς θα έχουν μόνιμη θέση ιερέα στο χωριό μας ο πάτερ Κώστας Κοσμίδης από το Κρυονέρι και ο τωρινός ιερέας πάτερ Γεώργιος Γεωργιάδης από το Ζυγό ο οποίος μένει μόνιμα στο Βουνοχώρι, στο οικόπεδο που του παραχώρησαν οι Βουνοχωρίτες.

    Ενώ όμως ή ζωή καλυτερεύει, δυστυχώς αρχίζει η εσωτερική μετανάστευση. Όσα νέα ζευγάρια έμειναν πίσω φεύγουν οικογενειακώς για την Θεσσαλονίκη , άλλοι φεύγουν στις Κρηνίδες ενώ οι πιο πολλοί πηγαίνουν στην  πρωτεύουσα του νομού.

    Πολλά εγγόνια των προσφύγων σπουδάζουν πια. Κάποιες κοπέλες γίνονται καθηγήτριες σε σχολεία , άλλη σε ΤΕΙ όπως και ένας γιος μετανάστη στην Γερμανία καθηγητής με διδακτορικό στο ΤΕΙ.

    Οι πρόσφυγες αρχίζουν ένας ένας να φεύγουν από την ζωή. Γέρασαν πια, όπως έφυγε πριν μερικά χρόνια ο Γιουβάναγας, έτσι ήρθε η σειρά του Πάντσο, του Σαβάνταη, του Τανατζή, του Νικολντάη ή Κόλλιανταη, του Βασίλνταη του Σαχού, του Φιτνέ, του Τακαβίτη, του Τσαμπάζη, του Νίκοκαια, του Σουρτούγιαννη, του Αλαμάνη, του Παντέλνταη, του Μουταφντάη, του Λάζογλου, του Χαρλέμπνταη, του Γιουβαντάη, του Χηντήρη, του Θράκιλη του Αντώνταη,  και πολλών άλλων.

    Έχουμε όμως στις αρχές της δεκαετίας του 1970 την εξαφάνιση της Χαρίκλειας, της γυναίκας του Αναστάσιου Καρασαββόγλου (Λάζογλου) που όσο να έψαξαν τόσο οι Βουνοχωρίτες όσο και κάτοικοι άλλων χωριών ποτέ δεν βρέθηκε.

    Πολλοί Βουνοχωρίτες στις αρχές της δεκαετίας του ’70 ανοίγουν νέα λατομεία στον Άγιο Κοσμά, στο Στενωπό, στο Μακρυχώρι. Είναι πλούσια σε μάρμαρα: καθημερινά τόννοι μαρμάρων φεύγουν για τα εργοστάσια των Αθηνών. Με βαρύ όμως ανθρώπινο τίμημα. Σκοτώνονται σε εργατικά δυστυχήματα ο Κοσμάς Ελευθεριάδης τον Ιούλιο του 1985, και ο Τοβλέτης Παπαδόπουλος τον Μάιο του 1991.

    Στο χωριό μένουν λίγες οικογένειες, το σχολείο είναι έτοιμο να κλείσει και αργότερα το 1987 γίνεται αίθουσα δεξιώσεων για κηδείες και μνημόσυνα.  Οι μαθητές ελάχιστοι, ένα λατομείο δίνει πια εργασία στους εναπομείναντες λατόμους, που μαζί με τους κτηνοτρόφους βγάζουν τα προς το ζην. Οι μαθητές με το λεωφορείο κατεβαίνουν είτε στο Κρυονέρι είτε στις Κρηνίδες, ανάλογα αν πηγαίνουν στο δημοτικό ή σε γυμνάσιο και λύκειο.

    Αρκετοί πουλάνε τα σπίτια τους, πολλοί παίρνουν και τα εκλογικά τους δικαιώματα. Παύουν να λογίζονται πια σαν Βουνοχωρίτες.

    Στις αρχές της δεκαετία του 1990 πολλοί γηγενείς αναπαλαιώνουν  ή γκρεμίζουν τα σπίτια στα οποία γεννήθηκαν και τα ξανακτίζουν από την αρχή. Πολλοί Καβαλιώτες κτίζουν σπίτια  σε οικόπεδα που αγόρασαν  από κάποιους Βουνοχωρίτες και πολλοί μένουν μόνιμα πλέον στο χωριό., χειμώνα, καλοκαίρι δηλαδή.

    Και τους ευχαριστούμε πάρα πολύ για αυτό.

    Η Χαρούλα Ελευθεριάδου κόρη του Ανέστη και της Παρθένας κάνει υπερήφανους τους Βουνοχωρίτες μα και όλη την Ελλάδα με τις επιτυχίες της στο βόλεϊ γυναικών με αποκορύφωμα την συμμετοχή της στο παγκόσμιο πρωτάθλημα νεανίδων στη Νότιο Κορέα το 1987. Η Χαρούλα  έπαιξε  από το 1985 μέχρι το 1988 στην εθνική ομάδα των νεανίδων. Ενώ από το 1988 μέχρι το 1993 στην εθνική ομάδα των γυναικών. Νωρίτερα με την ομάδα του σχολείου της και συμπαίκτρια την αδερφή της Μακρίνα (Λίνα) πήραν για δύο διαδοχικές χρονιές το πανελλήνιο πρωτάθλημα  των Λυκείων. Και αυτό τις βοήθησε αργότερα δίνοντας το δικαίωμα  να εισέλθουν στην Γυμναστική Ακαδημία χωρίς εξετάσεις.

    Ενώ και με την ομάδα του Ε.Ο. Σταυρούπολης πήραν δύο πανελλήνια πρωταθλήματα νεανίδων.

    Το καλοκαίρι του 1987 δημιουργείται η ποδοσφαιρική ομάδα του Βουνοχωρίου «Αναγέννηση Βουνοχωρίου». Δεν γνωρίζουμε αν ήταν ηθελημένη η ονομασία Αναγέννηση Βουνοχωρίου ή ήταν σύμπτωση, γιατί κάποιος εκλογικός συνδυασμός πριν λίγο καιρό στις τοπικές εκλογές στην κοινότητα είχε τον ίδιο τίτλο: ήταν και ο νικητής των εκλογών.

    Η ομάδα έχει στο δυναμικό της ελάχιστα παιδιά από το Βουνοχώρι, σχεδόν όλοι τους δεν έχουν καμιά σχέση με το Βουνοχώρι. Στην πρώτη αγωνιστική χρονιά βγήκε δεύτερη στην βαθμολογία λόγω της διαιτησίας: ένας συγκεκριμένος διαιτητής σε πολλές αναμετρήσεις βοήθησε τον πρωταθλητή «Πήγασο Προφήτη Ηλία». Αλλά η τότε διοίκηση της ΕΠΣΚ έκανε αναδιάρθρωση στην κατηγορία και έτσι η ομάδα μας στην πρώτη της χρονιά ανέβηκε κατηγορία όπως και έκανε και την δεύτερη ποδοσφαιρική χρονιά. Στην πρώτη αγωνιστική είχαμε τον αγώνα Πήγασος-Αναγέννηση στο παλιό γήπεδο του Αμυγδαλεώνα: έληξε χωρίς σκορ. Ο αγώνας του δεύτερου γύρου με σχεδόν 500 φιλάθλους στο γήπεδο του Κρυονερίου έληξε 1-1 με πολλά επεισόδια. Όπως θα είχαμε και τις επόμενες χρονιές σε αυτό το ζευγάρι με πλήθος φιλάθλων από όλο το νομό Καβάλας να έρχονται να παρακολουθήσουν αυτό το τοπικό ντέρμπι.

    Η Αναγέννηση Βουνοχωρίου ήταν η ομάδα πρότυπο εκείνα τα χρόνια στην τοπική ποδοσφαιρική κοινωνία. Είχε δικά της γραφεία, κάθε Παρασκευή γίνονταν αναλύσεις του προηγουμένου αγώνα σε βίντεο, λειτουργούσε σχεδόν σε επαγγελματικά πλαίσια. Πολλές φορές μετακινούνταν με λεωφορείο στους εκτός έδρας αγώνες. Σε φιλικό αγώνα προετοιμασίας αγωνίστηκε στην Δράμα με την Δόξα Δράμας, η οποία εκείνη την χρονιά έπαιζε στην Α’ Εθνική κατηγορία.

    Δυστυχώς όμως όλα τα ωραία διαρκούν λίγο. Έτσι περίπου μετά από 8 χρόνια γράφτηκε ο επίλογος αυτής της τρομερής και ανεπανάληπτης αυτής ομάδας. Ομάδα κόσμημα, που μόλις σε τρία χρόνια έπαιξε στην μεγαλύτερη κατηγορία του νομού. Όλοι οι φίλαθλοι των τοπικών ομάδων αναφέρονταν με σεβασμό στην ομάδα του Βουνοχωρίου.  Το Βουνοχώρι γίνεται ευρέως γνωστό σε όλο το φίλαθλο κοινό και όχι μόνο της Καβάλας. Όλοι όσοι ασχολούνται με το ποδόσφαιρο γνωρίζουν ότι ψηλά στα ορεινά υπάρχει ένα χωριό όνομα και πράγμα.

     

     

    Όταν δεν έχεις παιδιά από το χωριό σου, δικό σου γήπεδο και γίνεσαι επαίτης κάθε χρόνο για να αγωνιστείς στη νέα αγωνιστική περίοδο έρχεται κάποια στιγμή το τέλος.

    Στο χωριό το καφενείο του Κυρ Κώστα γίνεται ουζερί – ταβέρνα από τον γιο του Βασίλη Γιτίσογλου.

    Μετά από λίγο καιρό ο κύριος Ιορδάνης Ελευθεριάδης ανοίγει και αυτός καφενείο. Οι χωριανοί έχουν πια δύο καφενεία. Του Γιτίσογλου όμως δέχεται πελάτες και από τις γύρω περιοχές, αφού όπως είπαμε λειτουργεί σαν ταβέρνα.

    Σε λίγα χρόνια ο γιος του Κυρίου Ιορδάνη ο Βασίλης Ελευθεριάδης έχει άλλη γνώμη.

    Αλλάζει εξ ολοκλήρου το μαγαζί, και το 1999 μαζί με την γυναίκα του Ευαγγελία το γένος Καρατζόγλου  φτιάχνει την παραδοσιακή ταβέρνα  ”Ο Βασίλης”, έχοντας κύριο μενού το κατσικάκι στην σούβλα και το κοκορέτσι. Σήμα κατατεθέν της περιοχής. Μιας και υπάρχουν πολλοί κτηνοτρόφοι που έχουν κοπάδια από κατσίκια.

    Ποιος να το πίστευε πριν λίγα χρόνια ότι στο Βουνοχώρι θα υπήρχαν δύο ταβέρνες που κάθε Κυριακή θα ήταν γεμάτες από κόσμο. Και για να έβρισκες τραπέζι έπρεπε να το κλείσεις μέρες πριν. Και τις δύο της διαχειρίζονταν δύο χωριανοί με το ίδιο όνομα. Το έχει η μοίρα αυτών φαίνεται. Χώρια δεν κάνουνε και μόνοι δεν μπορούν. Ο Βασίλης Ελευθεριάδης πριν χρόνια εργαζόταν στην επιχείρηση του Βασίλη Γιτίσογλου (που είχε ακόμα έναν υπάλληλο με το ίδιο όνομα και επίθετο , επίσης Βουνοχωρίτη, ο οποίος δυστυχώς έφυγε πριν 3 χρόνια από την ζωή). Αργότερα, μετά ενώ ο Βασίλης Ελευθεριάδης ήταν γραμματέας στην κοινότητα, πρόεδρος της κοινότητας ήταν ο Βασίλης Γιτίσογλου. Τέλος όταν έπαιζε στην ομάδα του Βουνοχωρίου ο Βασίλης Ελευθεριάδης, ο Βασίλης Γιτίσογλου ήταν πρόεδρος, έστω για ένα μικρό διάστημα.

    Οι ταβέρνες δουλεύουν χειμώνα καλοκαίρι.

    Μετά από λίγο καιρό ανοίγει το μπακάλικο της Μαρίας Φλώρου στο οικόπεδο του πατρικού της. Έχει προνοήσει να δημιουργήσει χώρο για να πίνουν τον καφέ τους τα πρωινά και τα απογεύματα οι χωριανοί. Παίζουν και μαθαίνουν ένα άγνωστο για αυτούς παιχνίδι στα χαρτιά, την μπιρίμπα. Ηλικιωμένοι που μέχρι τώρα έπαιζαν το μπιλότ, την ξερή, το πινάκλ, την εξήντα έξι, τώρα παίζουν μανιωδώς την  μπιρίμπα. Πολλά βράδια η Μαρία δεν προλαβαίνει να γεμίσει τα ποτήρια των θαμώνων με ουίσκι. Ο

    χειμώνας είναι δύσκολος τόσο για την Μαρία που δεν έχει τους πελάτες και συνεπώς την κατανάλωση του καλοκαιριού, όσο για τους θαμώνες, που δεν μπορούν να ζεσταθούν παρά το ότι έχουν κοντά τους μια θερμάστρα υγραερίου και είναι προστατευμένοι από την βροχή.

    Το μαγαζί όμως τα καλοκαίρια είναι γεμάτο οι φωνές των θαμώνων ακούγονται δυνατά σε όλη την γύρω περιοχή, πάντα όμως σε ώρες είτε πρωινές είτε απογευματινές. Τα μεσημέρια επικρατεί απόλυτη ησυχία. Κάποιοι επισκέπτες σε μια νέα κατοικία, ενοχλούνται και την άλλη μέρα ένας δημοσιογράφος γράφει στο άρθρο του στην εφημερίδα «Εβδόμη» πως οι κάτοικοι του Βουνοχωρίου είναι άξεστοι και αγροίκοι. Γιατί τους αποκαλεί έτσι; Γιατί με τις φωνές τους του χαλούν την ησυχία. Αυτός νόμιζε ότι ερχόμενος στο χωριό θα υπήρχε απολύτως ησυχία. Σε λάθος σπίτι ήρθε. Έπρεπε να πάει να χαλαρώσει και να ηρεμήσει στα νεκροταφεία, στου Αλαμάνη το χωράφι.

    Οι φωνές και τα παιχνίδια, ιδιαίτερα το ποδόσφαιρο στην παιδική χαρά, δίνουν ζωή στο πρώην προσφυγικό χωριό. Περίπου 15 με 20 παιδικές φωνές αντηχούν σε όλο το χωριό ιδιαίτερα τα απογεύματα. Τόσα παιδιά να παίζουν στο χωριό είχε να γίνει από την δεκαετία του 1970.

    Η Μαρία μετά τα πρώτα χρόνια της οικονομικής κρίσης κλείνει το μαγαζί, το οποίο τόσα πολλά συνεισέφερε στην τοπική κοινωνία: ήταν μια μεγάλη απώλεια για όλους. Μετά από έναν χρόνο ο Κώστας Δαμιανίδης ανοίγει καφενείο εκεί που πρίν 40 χρόνια περίπου λειτουργούσε το κρεοπωλείο του Δημητράκη Δομουτζόγλου. Μπορεί να μην ήταν μπακάλικο, να μην ήταν μεγάλο, είχε όμως ζέστη τον χειμώνα, τόσο απαραίτητη για τις κρύες και μερικές φορές παγωμένες μέρες του χειμώνα. Πάλι η μπιρίμπα ήταν το βασικό παιχνίδι των πελατών του μικρού αυτού καφενέ.

    Όμως ενώ το καλοκαίρι έβγαζε κάποιο κέρδος τον χειμώνα με 8 καφέδες περίπου την ημέρα συνολικά τι κέρδος να βγει; Τι να πρωτοπληρώσεις με αυτά; Την ΔΕΗ, το νερό, το νοίκι, τα ξύλα που αγόρασες; Έτσι μετά από λίγα χρόνια το κλείνει.

    Στα πρώτα χρόνια της κρίσης κλείνει και η ταβέρνα του Βασίλη Γιτίσογλου μετά από τρεις διαδοχικές προσπάθειες άλλων ανθρώπων να την λειτουργήσουν.

    Η ταβέρνα όμως του Βασίλη Ελευθεριάδη, ”στα αριστερά” όπως έλεγε και η διαφήμιση, συνεχίζει και δίνει ζωή στο προσφυγικό χωριό, ιδιαίτερα τα μεσημέρια της Κυριακής.

    Τα παιδιά του μεγάλωσαν πια, ο Ιορδάνης και η Ιωάννα – Βασιλική συνεχίζουν  να βοηθούν στο σερβίρισμα . Από μικρά παιδιά ανελλιπώς βοηθούν κάθε Σαββατοκύριακο και όχι μόνο.

    Καφενείο όπως προαναφέραμε δεν υπάρχει, ευτυχώς για τους Βουνοχωρίτες, υπάρχει και η ταβέρνα του Βασίλη, που καθημερινά παραχωρεί ένα  μικρό χώρο για να παίξουν την μπιρίμπα τους οι άνδρες του χωριού.

    Χωριό όμως χωρίς καφενείο είναι ένα νεκρό χωριό. Τον χειμώνα κατοικούν 27 άτομα, κατά το πλείστον άτομα που γεννήθηκαν στο Βουνοχώρι. Ευτυχώς υπάρχουν και λίγα άτομα που ήρθαν από την Καβάλα όπως αναφέραμε πιο πάνω  και έκτισαν σπίτι στο χωριό και μένουν χειμώνα καλοκαίρι. Όπως μένει μόνιμα και ο ιερέας του Βουνοχωρίου και της Λιμνιάς ο πάτερ Γεώργιος Γεωργιάδης. Το καλοκαίρι σχεδόν διπλασιάζεται ο πληθυσμός του χωριού. Μερικοί χωριανοί  μένουν από τον Φλεβάρη μέχρι τον Δεκέμβρη, όπως ο γαμπρός του χωριού, ο Αντιπρόεδρος όπως τον φωνάζουν τον τελευταίο χρόνο πολλοί στο χωριό, ο Παύλος Αλβανούδης μαζί με την γυναίκα του Σταυρούλα το γένος Μουτάφη, σχεδόν το ίδιο διάστημα μένουν και τα αδέρφια Σταύρος και Ανέστης Ελευθεριάδη , καθώς και ο μπατζανάκης του Παύλου, ο Πέτρος Καραπρώϊμος με την γυναίκα του Βάσω.

    Ο Κώστας Κολλιός είναι ο πιο μικρός κάτοικος του χωριού. Φέτος θα πάει στην πρώτη τάξη Δημοτικού στο Ζυγό. Ο μικρός Κωστάκης περιμένει πώς και πώς να έρθει το καλοκαίρι για να δει και να παίξει με κάποιο συνομήλικο του. Ευτυχώς τα καλοκαίρια όταν διπλασιάζεται περίπου ο πληθυσμός του χωριού έρχονται και παιδιά της ηλικίας του και έτσι είναι ευκαιρία ο μικρός να παίξει.

    Το Βουνοχώρι ήταν διάσημο και για τον ιδιωτικό μετεωρολογικό του σταθμό, χάρις στον Ζάχαρη Γιώργο ερασιτέχνη μετεωρολόγο. Εδώ και δύο χρόνια όμως έχει χαλάσει ο σταθμός και έτσι δυστυχώς δεν ενημερωνόμαστε για το τι καιρό θα κάνει.

    Το Βουνοχώρι με την υπ’ αριθμ. ΦΕΚ 244Α – 4/12/1997  όπως και η Λιμνιά και το Λυκόστομο ανήκουν πια στο νεοσύστατο Δήμο Φιλίππων.

    Ενώ με την υπ’ αριθμ. ΦΕΚ 87Α – 07/06/2010 ο οικισμός του Βουνοχωρίου αποσπάται από το δήμο Φιλίππων και προσαρτάται στο δήμο Καβάλας, όπως και οι άλλοι δύο οικισμοί της κοινότητας.

    Σύμφωνα με την απογραφή του 2011, έχει 106 κατοίκους.

    Τέλος από τις 26 Μαΐου 2019 άλλαξε η διοίκηση της δημοτικής κοινότητας Λιμνιάς.

    Νέος πρόεδρος μετά από μια εκλογική διαδικασία θρίλερ, που κρίθηκε στο Εκλογοδικείο, είναι ο Βασίλης Ελευθεριάδης, που βγήκε νικητής για μία ψήφο διαφορά. Μεγάλος ηττημένος ο προηγούμενος πρόεδρος Βασίλης Γιτίσογλου. Τι σύμπτωση και αυτή; Πάλι συναντήθηκαν οι δρόμοι τους, αυτή την φορά στην εκλογική μάχη.

    Οι ψήφοι που πήραν οι υποψήφιοι είναι: Βασίλης Ελευθεριάδης 87, Βασίλης Γιτίσογλου 86, Βασίλης Βασιλειάδης (Τσέτογλου) 49, Κώστας Μίλκογλου 22.

    Μακάρι ο νέος πρόεδρος να ανταποκριθεί στις προσδοκίες των ψηφοφόρων του και όχι μόνο. Το κυριότερο πρόβλημα των οικισμών της δημοτικής κοινότητας Λιμνιάς είναι η υδροδότηση κατά τους καλοκαιρινούς μήνες: το μεγάλο πρόβλημα το έχει το Λυκόστομο.

    Επίσης, ένα άλλο μεγάλο και χρόνιο πρόβλημα είναι αυτό με τις ποτίστρες των ζώων και ιδιαίτερα των κατσικιών.

    Ελπίζουμε να λυθούν όλα αυτά τα δυσεπίλυτα για χρόνια προβλήματα με την αρωγή του Δήμου Καβάλας. Όπως επίσης να πάρει σάρκα και οστά το αποτέλεσμα της γεωφυσικής έρευνας για τον εντοπισμό υπόγειας υδροφορίας που έγινε στην περιοχή της Γκιόλας του Βουνοχωρίου.

     

    Στη μνήμη του πατέρα μου που έφυγε σαν σήμερα το 2012 σε ηλικία 77 ετών.

     

    Ευχαριστώ τον συμμαθητή μου και ιστορικό Νίκο Καραγιαννακίδη για την βοήθεια του.

    Όπως επίσης και ένα μεγάλο ευχαριστώ σε πολλούς Βουνοχωρίτες που μου έδωσαν πολύτιμες πληροφορίες. Δυστυχώς πολλοί έφυγαν από την ζωή.

     

    Κατηγορία: Slider, Αφιερώματα, Η πόλη που αγάπησα

    ΚΑΒΑΛΑ: Η δύναμη των εικόνων και η δύναμη της πραγματικής οικονομίας που μεταμόρφωσαν την πόλη

    Δημοσιεύτηκε στις

    Το 1853, ο φωτογράφος Ernest de Carantza, παρέα με τον ζωγράφο Charles Labbe ταξίδεψαν από την Κωνσταντινούπολη για να φωτογραφίσουν την Αθωνική πολιτεία. Διερχόμενοι από την Καβάλα και γοητευμένοι από την ομορφιά της, δημιούργησαν οκτώ εικόνες σε μεγάλες γυάλινες πλάκες. Η Καβάλα, έγινε έτσι μία από τις πρώτες πόλεις στον κόσμο που αποτυπώνεται φωτογραφικά. Οι επόμενες γνωστές φωτογραφίες της γίνονται 50 χρόνια μετά, γύρω στο 1900!

     

    Πριν από λίγα χρόνια, ο Καβαλιώτης -με διεθνή πορεία- φωτογράφος Στράτος Καλαφάτης, σε ένα από τα ταξίδια του στον Άθω για τις ανάγκες της φωτογραφικής έκθεσης που ετοίμαζε «ATHOS TA ΧΡΩΜΑΤΑ ΤΗΣ ΠΙΣΤΗΣ» είχε τη μοναδική τύχη και ευκαιρία, όπως εξιστορεί στο ΑΠΕ-ΜΠΕ, να βρει αυτές τις φωτογραφίες που παρουσιάζουν μια άλλη ξεχασμένη εποχή για την πόλη της ανατολικής Μακεδονίας, με το εμβληματικό μεσαιωνικό υδραγωγείο (Καμάρες) να δεσπόζει.

     

    Με αφορμή την 107η επέτειο απελευθέρωσης της Καβάλας, ο Στράτος Καλαφάτης μοιράστηκε με τους διαδικτυακούς τους φίλους αυτή τη μοναδική φωτογραφία, τραβηγμένη το 1853, που φανερώνει μια μοναδική άποψη της πόλης από τις Καμάρες πολύ προτού επεκταθεί οικοδομικά εκτός των τειχών του κάστρου. Είναι περίοδος της Τουρκοκρατίας, είναι η εποχή που η πόλη μπήκε σε τροχιά εκσυγχρονισμού μέσα από τα έργα – επεμβάσεις του Pargali επί Σελίμ Α’ και Σουλεϊμάν του μεγαλοπρεπούς.

     

    Στις άλλες δυο φωτογραφίες παρουσιάζεται η θεαματική εξέλιξη της πόλης. Η πρώτη από τη δεύτερη φωτογραφία έχουν απόσταση μόλις πενήντα χρόνια. Η Καβάλα άρχισε να επεκτείνεται και εκτός των τειχών, αποκαλύπτοντας ταυτόχρονα την ένταση του αστικού φαινομένου που προκάλεσε ο πυρετός του καπνού μέσω της καπνεργασίας και του καπνεμπορίου. Ο καπνός και το λιμάνι αποτέλεσαν τη δύναμη της πραγματικής οικονομίας που μεταμόρφωσαν κυριολεκτικά την Καβάλα μέσα στο διάβα των χρόνων από μια μικρή και άνυδρη πόλη, σε ένα εμπορευματικό, σημαντικό λιμάνι της νοτιοανατολικής Ευρώπης και των Βαλκανίων.

     

     

       *Πηγή φωτογραφιών: Στράτος Καλαφάτης, ιστορικό αρχείο Δήμου Καβάλας

     

    Κατηγορία: Slider, Αφιερώματα, Η πόλη που αγάπησα

    Παλιές φωτογραφίες της Καβάλας από τα οθωμανικά αρχεία!

    Δημοσιεύτηκε στις

    Το πανεπιστήμιο της Κωνσταντινούπολης έχει στην κατοχή του το φωτογραφικό αρχείο του Σουλτάνου Abdülhamid ΙΙ με χιλιάδες φωτογραφίες της περιόδου 1890- 1900, κύρια με έργα υποδομών που έκανε τότε η Πύλη σε όλη την αυτοκρατορία, αλλά και μερικές γενικές φωτογραφίες περιοχών και πόλεων όπως και δημόσια πρόσωπα.

     

    Στο τομέα της Καβάλα έχει  φωτογραφίες με κάποιες ομάδες στρατιωτικών, πριν ξεκινήσουν από την Κωνσταντινούπολη για να έρθουν στην περιοχή μας και να αναλάβουν δράση. Περιλαμβάνει  όμως και 2 πολύ όμορφες φωτογραφίες της πόλης, μια στο λιμάνι, στην οποία παρουσιάζεται το Οθωμανικό Τελωνείο και το οποίο δεν υπάρχει σήμερα. Στην δεύτερη φωτογραφία, την πανοραμική διακρίνεται στο λιμάνι, κάτω από τα τείχη της Παναγίας, το κτήριο του Οθωμανικού Τελωνείου.

     

    Κατηγορία: Slider, Αφιερώματα, Η πόλη που αγάπησα

    Ο «Δρόμος του Νερού» είχε τη δική του ιστορία

    Δημοσιεύτηκε στις

    Η σημερινή μέρα είναι αναμφίβολα σημαντική για ένα από τα σπουδαιότερα αγαθά σε ολόκληρο τον πλανήτη. Ένα αγαθό τόσο αυτονόητο και συνάμα τόσο δύσκολο να προσφερθεί απλόχερα. Ένα αγαθό που κάτω από τις δύσκολες συνθήκες εξάπλωσης του κορονοϊού είναι απαραίτητο για την ανθρωπινή επιβίωση. Ο φετινός εορτασμός της Παγκόσμιας Ημέρας Νερού, περισσότερο από κάθε άλλη χρονική στιγμή, συνδέεται απόλυτα με την προστασία του ανθρώπου. Άλλωστε, νερό και σαπούνι αποτελούν τα απαραίτητα «εργαλεία» στη «μάχη» ενάντια στην εξάπλωση του ιού.

     

    Η σημερινή μέρα θα γιορταστεί σε κάθε γωνιά του πλανήτη με το βλέμμα στραμμένο στην επόμενη μέρα αλλά και σε όλους εκείνους που στερούνται αυτού του πολύτιμου αγαθού.

    Η σημερινή ημέρα (22 Μαρτίου) είναι μια μέρα γιορτής και για την Καβάλα, που έχει τη δική της μακρά ιστορική διαδρομή στην υδροδότηση της πόλης. Είναι μια διαδρομή γεμάτη αναμνήσεις, με τους μεγαλύτερους σε ηλικία να θυμούνται ακόμα τις τιτάνιες εργασίες, για τις συνθήκες της εποχής, προκειμένου να εξασφαλιστεί η μεταφορά του νερού από το βουνό.

     

    Στο μυαλό όλων των Καβαλιωτών, το νερό είναι άρρηκτα συνυφασμένο με τον αείμνηστο δήμαρχο Ευάγγελο Ευαγγελίου, ο οποίος αν και διορίστηκε δήμαρχος την περίοδο της δικτατορίας, εντούτοις το όνομά του έγινε συνώνυμο με το μεγαλύτερο έργο υποδομής στη νεότερη ιστορία της πόλης, αυτό της μεταφοράς του νερού από τις πηγές της Βοϊράνης στο Καλαμπάκι Δράμας μέχρι την Καβάλα.

     

    Σήμερα, η υδροδότηση του οικισμού γίνεται χάρη στη μέριμνα αυτού του ανθρώπου, που για λογαριασμό του δήμου αγόρασε, πριν από πενήντα χρόνια, μια υδροφόρα πηγή, δίνοντας οριστικό τέλος στο μείζον πρόβλημα υδροδότησης της πόλης. Τα έργα που θα εκτελούνταν στην πόλη τα επόμενα χρόνια θα την έσκαβαν απ’ άκρη σ’ άκρη. Ήταν έργα εντυπωσιακά και μοναδικά για την εποχή τους που όμως θα άλλαζαν ριζικά την εικόνα της για τα επόμενα πενήντα χρόνια.

     

       Μεταφέροντας νερό πάνω στις Καμάρες το 1525

     

    Κι αν η μεταφορά του νερού το 1969 ήταν μια δύσκολη υπόθεση, το 1525 ήταν κάτι ασύλληπτο. Κι αν πριν από πενήντα χρόνια έπρεπε απλώς να σκαφτεί η πόλη για να περάσουν οι σωλήνες, στις αρχές του 16ου αιώνα έπρεπε να κτιστεί ένα εντυπωσιακό υδραγωγείο (Καμάρες) για να μεταφέρει το νερό, μεταμορφώνοντας κυριολεκτικά την άνυδρη χερσόνησο της Παναγίας από ένα μικρό και ασήμαντο οικισμό σε μια μεγάλη αναπτυσσόμενη πόλη.

     

    Το πιο αναγνωρίσιμο και εμβληματικό μνημείο της Καβάλας, οι Καμάρες, έχει μήκος 270 μέτρα και μέγιστο ύψος 25 μέτρα. Είναι κτισμένο από ντόπιο γρανίτη και πλίνθους. Πατά πάνω σε 18 ογκώδη μεσόβαθρα και φέρει διπλή και σε ορισμένα σημεία τριπλή σειρά επάλληλων τόξων. Κατασκευάστηκε για να γεφυρώσει το χαμηλό μέρος που χωρίζει τη χερσόνησο της Παναγίας από τα απέναντι υψώματα. Έτσι, το νερό έφτανε στις δημόσιες κρήνες, στις δεξαμενές, στα λουτρά και στα ιδρύματα της παλιάς πόλης στην ομώνυμη χερσόνησο της Παναγίας.

     

    «Ως έργο είναι τεράστιο», επισημαίνει, μιλώντας στο ΑΠΕ-ΜΠΕ, ο ιστορικός και συγγραφέας Κυριάκος Λυκουρίνος. «Δυσανάλογο», όπως λέει, «με το μέγεθος του τότε ασήμαντου οικισμού». Παρόμοιο υδραγωγείο της οθωμανικής περιόδου, τέτοιας κλίμακας και τόσο ισχυρής κατασκευής, δεν εντοπίζεται αλλού, σύμφωνα με τον κ. Λυκουρίνο, ο οποίος εξηγεί: ΅«Πιθανολογείται, λοιπόν, ότι στον ίδιο χώρο υπήρχε υδραγωγείο παλαιότερης περιόδου, πάνω στα απομεινάρια του οποίου κτίστηκαν οι Καμάρες».

     

    Η πόλη της Καβάλας, στα χρόνια της εγκατάστασης των προσφύγων από τη Μικρά Ασία αντιμετώπισε τεράστιο πρόβλημα υδροδότησης. Ο πληθυσμός της αυξήθηκε υπερβολικά από 25.000 σε 50.000 και εσωτερικό δίκτυο ύδρευσης δεν υπήρχε. Το νερό έφτανε στην παλιά πόλη μέρα παρά μέρα και μόνο για λίγες ώρες και οι κοινόχρηστες βρύσες γίνονταν θέατρο ομηρικών καυγάδων για το σπάνιο αγαθό. Στο διάστημα, λοιπόν, 1914- 1928, η πόλη δοκιμαζόταν με τραγικό τρόπο από την έλλειψη νερού, γεγονός που οδήγησε σε συστηματικές προσπάθειες για αντιμετώπιση του προβλήματος.

     

       Ο «Δρόμος του Νερού» συνδετικός κρίκος της τοπικής ιστορίας

     

    Το παλιό αυτό υδραγωγείο, οι Καμάρες, ύδρευε την πόλη της Καβάλας μέχρι τις πρώτες δεκαετίες του 20ού αιώνα. Διατηρήθηκε σε καλή κατάσταση για τέσσερις αιώνες χάρη στη συνεχή και συστηματική συντήρησή του και τις κατά καιρούς επισκευές. Οι Καμάρες ήταν η κατάληξη ενός μονοπατιού που εξασφάλιζε άλλοτε την επικοινωνία του χωριού της Παλαιάς Καβάλας με την πόλη της Καβάλας. Στην πραγματικότητα ήταν το μονοπάτι του νερού ή αλλιώς «ο Δρόμος του Νερού», που μέσω του κτιστού αγωγού μεταφέρονταν το νερό από το βουνό στην πόλη.

     

    Συνολικού μήκους 10,5 χλμ., το ξεχωριστό αυτό μονοπάτι, εύκολο και βατό, ξεκινά από το χωριό της Παλαιάς Καβάλας, διέρχεται μέσα από ένα τυπικό μεσογειακό τοπίο, παρέχει θέα στα τενάγη των Φιλίππων, στο Θρακικό πέλαγος και τη Θάσο. Στο μέσο περίπου της διαδρομής του, συναντά τη «Μάνα του Νερού», την κύρια πηγή που υδροδότησε επί αιώνες την πόλη της Καβάλας. Από εκεί και έως την απόληξή του, στη συνοικία του Αγίου Κωνσταντίνου, στις παρυφές της Καβάλας, η διαδρομή κινείται πάνω στον κτιστό αγωγό του μεσαιωνικού υδραγωγείου. Περνά τις υδατογέφυρες που χρησιμοποιήθηκαν για τη διέλευσή του πάνω από τις ρεματιές. Συναντά ερείπια από τις κρήνες και τις ποτίστρες που εξυπηρετούσαν τις ανάγκες πεζών και ζώων. Διασταυρώνεται με δεξαμενές που αναλάμβαναν τον καθαρισμό του νερού. Ανασυνθέτει μια διαδρομή αιώνων, γνωστή από την περίοδο της Τουρκοκρατίας ως «Δρόμος του Νερού».

     

    Ο Δήμος Καβάλας, το 2014 σε συνεργασία με την τότε 12η Εφορία Βυζαντινών Αρχαιοτήτων και με τη συνδρομή ευρωπαϊκών χρηματοδοτικών προγραμμάτων, υλοποίησε ένα σημαντικό έργο, με τίτλο «Οργάνωση και ανάδειξη του μονοπατιού «Ο Δρόμος του Νερού» (Παλαιά Καβάλα- Καβάλα), με στόχο να συμβάλει στη διατήρηση και προβολή μιας διαδρομής ιδιαίτερου ενδιαφέροντος και αξίας, να προβάλει τα συγκριτικά πλεονεκτήματα της περιοχής, προσφέροντας στον επισκέπτη ενδιαφέρουσες ευκαιρίες ενημέρωσης και αναψυχής.

     

    Οι κατασκευαστικές εργασίες διαμόρφωσης και οργάνωσης του μονοπατιού περιελάμβαναν, μεταξύ άλλων: καθαρισμούς, μικρής κλίμακας βοηθητικά έργα (όπως λιθοστρώσεις, ξύλινες κουπαστές, σκαλοπάτια σε αναγκαία σημεία, τραπεζοκαθίσματα) οργανωμένες θέσεις θέας, υπαίθρια περίπτερα πληροφόρησης, πινακίδες σήμανσης και κατεύθυνσης, που παρέχουν στον επισκέπτη ενδιαφέρουσες ευκαιρίες ενημέρωσης και αναψυχής, εξασφαλίζοντας έτσι την άνετη περιήγησή του σε ένα από τα σπουδαιότερα μονοπάτια της περιοχής.

     

    «Ο Δρόμος του Νερού», εξηγεί στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο δήμαρχος Θόδωρος Μουριάδης, «θυμίζει σε όλους τους πολίτες αλλά και όσους μελετούν την ιστορία υδροδότησης της πόλης, τους αγώνες και τις προσπάθειες που καταβλήθηκαν προκειμένου η Καβάλα να αποκτήσει σήμερα ένα αγαθό που μπορεί να θεωρείται αυτονόητο, αλλά σίγουρα δεν είναι. Για τον λόγο αυτό αξίζει τον σεβασμό και τη φροντίδα μας για να μπορούμε να το απολαμβάνουμε για πάντα. Ο “Δρόμος του Νερού” θυμίζει την τεχνογνωσία και την προσπάθεια που κατέβαλαν οι άνθρωποι για να φέρουν το νερό στην πόλη και επιπλέον μας επιτρέπει να επανασυνδεθούμε με την πρόσφατη τοπική μας ιστορία, καθώς το μονοπάτι αποτελούσε, πριν από τον πόλεμο, τον πλέον δημοφιλή τρόπο πρόσβασης στην πόλη για τους κατοίκους των ορεινών κοινοτήτων του δήμου».

     

    «Ο Δρόμος του Νερού», καταλήγει ο δήμαρχος, «είναι μια διαδρομή στην ιστορία αλλά κι ένα βήμα στο μέλλον. Ένα βήμα ακόμη για μια Καβάλα, η οποία, με αυτοπεποίθηση, επιβεβαιώνει ότι είναι μια ωραία πόλη με μία πανέμορφη περιοχή γύρω της, ένας προορισμός με πολλά όμορφα πρόσωπα. Ο “Δρόμος του Νερού” αποτελεί αναμφίβολα ένα συνδετικό κρίκο του χθες με το σήμερα».

     

     

     

     

     

     

     

    Κατηγορία: Slider, Αφιερώματα, Η πόλη που αγάπησα

    Το KRYSTABELLE όπως το βίωσε ο Παντελής Μοσχάτος και το ζωγράφισε ο Γιώργος Κουκμάς

    Δημοσιεύτηκε στις

    Έλεγε ο μάστρο Παντελής με πολλή υπερηφάνεια: «Ήταν το μεγαλύτερο και μεγαλοπρεπέστερο ξύλινο σκάφος που πέρασε από τα χέρια μας. Για την κατασκευή του, μας χρειάστηκαν περίπου πέντε χρόνια, δηλαδή από το 1960 μέχρι το 1965 περίπου. Μάλιστα, για να προχωρήσουν γρήγορα οι εργασίες, καλέσαμε μαστόρους και από τη Θάσο. Από τους δικούς μας καραβομαραγκούς, δούλεψαν ο πατέρας μου ο μάστρο Μιχάλης, ο αδελφός μου ο Κώστας, ο Τάκης ο Τσαλόγλου, ο Σταύρος ο Τσουρούς και ο Νίκος ο Κάππας. Τα σχέδια τα εκπόνησα ο ίδιος, σύμφωνα με τις απαιτήσεις των πελατών και όπως φάνηκε στο τέλος ήταν πολύ πετυχημένα. Το πλοίο έδειξε κούκλα στη θάλασσα, έκατσε σωστά χωρίς ανεπιθύμητες κλίσεις και βέβαια το θαύμασε όλη η Καβαλιώτικη κοινωνία.  Εμάς όμως μας ένοιαξε, που πρωτίστως ικανοποίησε τους ανθρώπους που το παρήγγειλαν.  Το μήκος της καρίνας του ήταν αν θυμάμαι καλά 28 μέτρα, ενώ από επάνω άγγιζε τα 32 μέτρα. Ως ξυλεία χρησιμοποιήσαμε επιλεγμένη με πολύ προσοχή από τη Θάσο για το σκελετό. Τα ξύλα αυτά θυμάμαι, είχαν μεγάλο βάρος και μας κούρασαν πάρα πολύ και για το δούλεμά τους και για το στήσιμό τους στην κατάλληλη θέση. Για τις επιμέρους εργασίες στους χώρους ενδιαίτησης και στο κατάστρωμα, ο πελάτης μας έφερε δική του ξυλεία από την Αμερική και την Αφρική. Το πλοίο όταν ολοκληρώθηκε, ήταν ένα κόσμημα και αυτό ευχαρίστησε πολύ τους ιδιοκτήτες πελάτες μας. Μόνο που αυτοί μας στενοχώρησαν πάρα πολύ, γιατί στις πληρωμές τους ήταν δύσκολοι, παρ ότι δεν ήταν άνθρωποι ανυπόληπτοι. Απλώς εκείνη την εποχή τους έτυχαν φοβερές οικονομικές στενότητες. Πάντως, όπως αργότερα αντιληφθήκαμε, πίσω από το συγκεκριμένο κότερο, βρίσκονταν κάποιος επιφανής Ελληνοαμερικάνος ομογενής. Αυτός χρηματοδοτούσε τα πάντα και αυτός τελικά μας ξόφλησε, άσχετα αν δεν τον είδαμε ποτέ.

    Ένας τέτοιος κολοσσός, όπως ήταν ευνόητο δεν ήταν εύκολο να πέσει γρήγορα και με ασφάλεια στη θάλασσα. Τότε ο εξοπλισμός ανελκύσεων και καθελκύσεων των σκαφών δεν ήταν ο σημερινός. Οι ιπποδυνάμεις που διαθέταμε ήταν σχετικά μικρές. Ζοριστήκαμε πολύ και βέβαια για το όλο εγχείρημα δούλεψε πολύς κόσμος. Ήταν μια γιορτή θυμάμαι για τον κόσμο που μας έβλεπε αλλά για μας ήταν ένα συνεχές άγχος και μια απερίγραπτη αγωνία.

    Το Krystabelle έφερε δύο μηχανές πρόωσης και μία τρίτη για τις ηλεκτρικές του ανάγκες. Μηχανές, αξονικά, προπέλες και ότι άλλο χρειάστηκε από απόψεως μηχανολογικού εξοπλισμού, ήλθε απ ευθείας από τον Πειραιά. Εδώ τα δικά μας μηχανουργεία δεν πήραν ούτε ένα μεροκάματο!

    Το ρίξιμο στη θάλασσα ήταν μια ανεπανάληπτη ατραξιόν για την πόλη. Ο κόσμος μαζεύτηκε από νωρίς στο καρνάγιο για να θαυμάσει το θέαμα. Τελικά όλα πήγαν καλά και το κότερο έπεσε στον γιαλό χωρίς προβλήματα.                       

     Για την ιστορία τέλος να σας αναφέρω, κατέληξε ο μάστρο Παντελής, πως η όλη κατασκευή στοίχησε περί το ένα εκατομμύριο δραχμές! Και βέβαια για να πάρετε μια αντίληψη της τάξης μεγέθους και αξίας εκείνων των χρημάτων, θα σας πω τούτο. Εκείνη την εποχή, κυκλοφορούσε το γνωστό πρωτοχρονιάτικο λαχείο ειδικής αντίληψης, σύμφωνα με το οποίο ο πρώτος τυχερός, κέρδιζε μια πενταόροφη πολυκατοικία αξίας ενός εκατομμυρίου δραχμών!!!»

    Ο καταξιωμένος διεθνώς Καβαλιώτης ζωγράφος Γιώργος Κουκμάς, προσέγγισε με ιδιαίτερο σεβασμό την ιστορία κατασκευής του krystabell και αυτές τις μέρες ολοκλήρωσε ένα μεγαλειώδες έργο ζωγραφικής, το οποίο αναφέρεται στην καθέλκυση του συγκεκριμένου κότερου όπως την κατέγραψε ο φωτογραφικός φακός εκείνη την πανηγυρική ημέρα. Το έργο μιλάει στον θεατή και εντυπωσιάζει με την πιστότητα των λεπτομερειών του. Η ολοκλήρωσή του διήρκησε πολλούς μήνες αλλά το τελικό αποτέλεσμα δικαιώνει απόλυτα τον καλλιτέχνη.

     

    Ιστορικά στοιχεία από την καταγραφή γεγονότων εκείνης της εποχής του Γιώργου Μυτιληνού, δημοσιευμένα σε παλαιότερο φύλλο του «Χ».

    Κατηγορία: Slider, Αφιερώματα, Η πόλη που αγάπησα

    4 Νοεμβρίου 1929: Ο Ελ. Βενιζέλος τοποθετεί τον θεμέλιο λίθο στην κατασκευή του λιμανιού της Καβάλας

    Δημοσιεύτηκε στις

    Η ΙΣΤΟΡΙΑ – Η ΚΑΤΑΣΚΕΥΗ – ΟΙ ΕΞΑΓΩΓΕΣ

     

    Επιμέλεια-έρευνα: Σπύρος Μ. Θεοδωράκης*

    Πριν από 90 χρόνια ακριβώς, στις 3 Νοεμβρίου 1929, φτάνει στην Καβάλα με το καταδρομικό ΕΛΛΗ, για επίσημη επίσκεψη, ο πρωθυπουργός Ελευθέριος Βενιζέλος. Είχε επαφές με τοπικούς φορείς, εξάγγειλε μέτρα για την ανάπτυξη της πόλης και την επομένη, τοποθέτησε τον θεμέλιο λίθο για την έναρξη της κατασκευής του λιμανιού της Καβάλας. Ήταν ένα τεράστιο αναπτυξιακό έργο για την ευρύτερη περιοχή, ήταν μόλις δώδεκα μέρες μετά το κραχ του ΄29 στο χρηματιστήριο της Νέας Υόρκης, με τα απόνερα της κρίσης να μην έχουν περάσει ακόμη τον Ατλαντικό.

    Στις αρχές του 20ου αι. η Καβάλα έχει το τρίτο λιμάνι της Χώρας σε εμπορική κίνηση και τη δυνατότητα εξαγωγής μεγάλων ποσοτήτων καπνού, που έφτανε στο 50% των συνολικών εξαγωγών. Δίκαια η πόλη έγινε παγκόσμια γνωστή ως η «Μέκκα του καπνού»

     

    Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΛΙΜΑΝΙΟΥ.

    Ο όρμος που σχηματίζεται στις δυτικές ακτές της χερσονήσου της Παναγίας χρησιμοποιήθηκε ως λιμάνι από την αρχαιότητα. Κατά την περίοδο της αρχαίας Νεάπολης και της βυζαντινής Χριστούπολης, το μικρό λιμάνι αποτέλεσε πηγή πλούτου και μέσο επικοινωνίας με τον υπόλοιπο κόσμο, ενώ κατά την οθωμανική περίοδο ήταν το διαμετακομιστικό κέντρο της ευρύτερης περιοχής. Η περίοδος της ακμής του ήρθε στα τέλη του 19ου και αρχές του 20ού αι. όταν, από εδώ εξάγονταν τεράστιες ποσότητες επεξεργασμένου καπνού.

     

    Το 1805 αναγνωρίσθηκε από την Πύλη ως διοικητής της Αιγύπτου ο Μεχμέτ Αλί Πασάς, ο οποίος γεννήθηκε στην Καβάλα, το έτος Εγίρας 1184 (αντιστοιχεί στα έτη 1770-1771). Λέγεται ότι τότε, ζήτησε από τον Σουλτάνο την άδεια να κάνει ένα μεγάλο δώρο στην γενέτειρά του και πρότεινε την κατασκευή του λιμανιού. Ωστόσο ο Σουλτάνος, φοβούμενος ότι ο ελλιμενισμός αιγυπτιακού στόλου στην Καβάλα θα έκρυβε κίνδυνους ακόμη και για την ασφάλεια της Κωνσταντινούπολης, δεν του έδωσε την άδεια.

    Η Ιστορία δεν θα μπορέσει να δώσει μιαν απάντηση εάν πράγματι ο φόβος του ενός ήταν ο πονηρός σκοπός του άλλου, όμως η Καβάλα έχασε την ευκαιρία να αποκτήσει λιμάνι από τις αρχές του 18ου αι. Έτσι ο Μεχμέτ Αλί Πασάς, θέλοντας να ευεργετήσει την γενέθλια πόλη του, έκτισε το Ιμαρέτ, ένα θρησκευτικό, εκπαιδευτικό και φιλανθρωπικό ίδρυμα  (ιεροδιδασκαλείο και πτωχοκομείο) το όποιο εξόπλισε και με πλούσια βιβλιοθήκη.

    Μέχρι σχεδόν τις αρχές του 1900 το λιμάνι ήταν ένας φυσικός όρμος, μ΄ ένα παχύ στρώμα άμμου. Στο ανατολικό μέρος, υπήρχε ένα μικρό καρνάγιο ενώ τα αβαθή νερά του λιμανιού μπορούσαν να προσεγγίσουν μόνο μικρά σκάφη. Τα μεγάλα πλοία αγκυροβολούσαν στα ανοιχτά και η επιβίβαση-αποβίβαση των επιβατών και η φόρτωση-εκφόρτωση των εμπορευμάτων γινόταν με βάρκες και με μαούνες από τις ξύλινες προβλήτες.

    Η υπόθεση για την κατασκευή του λιμανιού ξεκίνησε το 1912. Ενώ η γαλλική εταιρία: “Αμπέλ Κουβρέ” έκανε την μελέτη, το θέμα του λιμανιού παρέμεινε σε εκκρεμότητα λόγω των Βαλκανικών πολέμων. Το 1920 το Λιμενικό Ταμείο Καβάλας επιδίωξε το χτίσιμο του λιμανιού. Έτσι, όλοι οι φόροι αυξήθηκαν προκειμένου να συγκεντρωθεί ένα ποσό για να ξεκινήσουν οι εργασίες Το 1922 ο Ιταλός N. Andruzzi έκανε μία πρώτη μελέτη, η οποία τελικά απορρίφτηκε. Ο Άγγελος Γκίνης, καθηγητής στο Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο και λιμενολόγος, εκπονεί μια νέα μελέτη το 1924 και αποτελεί τη βάση για τα μεταγενέστερα λιμενικά έργα. Προβλέπονταν δύο μόλοι. Ο πρώτος (σημερινός) λιμενοβραχίονας, με μήκος 637 μέτρα, θα ξεκινούσε από την άκρη της χερσονήσου και θα συνέχιζε παράλληλα προς την στεριά, ενώ ο δεύτερος θα εκτεινόταν κάθετα προς τον πρώτο. Δυστυχώς δεν συγκεντρώθηκε το ποσό των 75 εκατομμυρίων δραχμών που χρειαζόταν για την κατασκευή. Έτσι αποφασίστηκε το χτίσιμο ενός «λιμενίσκου» που κόστισε 2,3 εκατομμύρια δραχμές και ολοκληρώθηκε σε ένα χρόνο, ενώ τη διετία 1924-25 επιχωματώθηκε ο χώρος μπροστά από το Λιμεναρχείο, μια έκταση 23 στρεμμάτων. Οικονομικά προβλήματα αλλά και αντιρρήσεις της γαλλικής εταιρείας ήταν δύο από τα πολλά και πολύπλοκα ζητήματα που δεν «άφηναν» την κατασκευή του λιμανιού να ολοκληρωθεί.

    Επί πλέον, το 1926 άλλαξε ο τρόπος φορολογίας του καπνού που προοριζόταν για εξαγωγή, κάνοντας τα έσοδα του Λιμενικού Ταμείου να μειωθούν κατά πολύ και έτσι η αποπεράτωση όλων των λιμενικών υποδομών έμοιαζε αδύνατη. Τότε η Λιμενική Επιτροπή θεώρησε εφικτή την κατασκευή μόνο ενός μέρους του έργου. Έτσι κατασκευάστηκε όλος ο προσήνεμος μόλος, το κρηπίδωμα κι έγινε εκβάθυνση της λιμενολεκάνης. Τον Ιούλιο του 1928 το έργο ανέλαβε να κατασκευάσει η Ανώνυμη Εργολαβική Εταιρία Θαλασσίων και Υδραυλικών Έργων (ΕΡ-ΘΑ). Το Μάρτιο του ΄29 υπογράφτηκε η σύμβαση και στις 4 Νοέμβριου του ίδιου έτους ο Ελευθέριος Βενιζέλος τοποθετεί τον θεμέλιο λίθο για την έναρξη των εργασιών κατασκευής του έργου, ενώ συγχρόνως θα σχολιάσει: «Πρώτη φορά βλέπω πόλη να έχει στραμμένα τα νότα της προς την θάλασσα».

    Μεγάλοι ογκόλιθοι, φυσικοί και τεχνητοί συγκεντρώνονται για την κατασκευή του λιμενοβραχίονα, αλλά, και πολλά προβλήματα. Ήταν οι καιρικές συνθήκες, οι απεργίες, οι τεχνικές δυσχέρειες και τα ατυχήματα οι αίτιες που επιβράδυναν την ολοκλήρωση του έργου. Το μεγαλύτερο μέρος κατασκευάστηκε μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του 1930, αλλά ο υπήνεμος μόλος επιμηκύνθηκε μετά τον β΄π.π.

    Σταδιακά όμως άλλαζαν και τα δεδομένα στην φορτοεκφόρτωση των πλοίων. Σε τοπική εφημερίδα της εποχής διαβάζουμε χαρακτηριστικό άρθρο με τίτλο: «Η Συγχώνευσις εργατών κύτους-φορτηγίδων», στο όποιο αναφέρεται ότι: «Διά της υπ΄ αριθ. 56 και από 30/9/35 πράξεως της Επιτροπής ρυθμίσεως ενεκρίθη η συγχώνευσις των εργατών κύτους και φορτηγίδων εις μίαν κατηγορίαν εργατών πλωτών μέσων. Η ανωτέρω πράξις της επιτροπής απέρρευσεν εκ της συσκέψεως ήτις εγένετο την 4/8/35 είς το Νομαρχιακόν κατάστημα…… Κατά την σύσκεψιν διεπιστώθη η ανάγκη συγχωνεύσεως των 2 εργατικών κατηγοριών, φορτηγίδων και κύτους είς μίαν κατηγορίαν εργατών πλωτών μέσων ήν επέβαλλε η μεταλλαγή των συνθηκών μας συνεπεία των εκτελουμένων λιμενικών έργων καθ΄ ήν η μεταρρύθμισις διεξαγωγής των φορτοεκφορτώσεων καθίσταται αναπόφευκτος. Παραλλήλος όμως πρός τα ανωτέρω δεν ήτο άσχετος και ο καταμερισμός της εργασίας καί του εισοδήματος επί το δικαιότερον μεταξύ των εργατών φορτηγίδων και κύτους. Άπαντα ταύτα διεπιστώθησαν τόσον κατά την σύσκεψιν εν τη Νομαρχία, όσον και κατά την συνεδρίασιν της επιτροπής, δι΄ ο καί αι απόψεις απάντων των συνελθόντων συνεταυτίσθησαν και δι΄ ομοφώνου αποφάσεως υιοθετήθη η ιδέα της συγχωνεύσεως».

    Γύρω στο 1960 επιχωματώθηκε όλος ο χώρος από το εσωτερικό λιμάνι μέχρι το πάρκο Φαλήρου. Στη μεγάλη επίπεδη έκταση της νέας παραλίας, βρήκε διέξοδο το πυκνοκατοικημένο κέντρο της πόλης.

     

     

    Η ΑΚΤΟΠΛΟΙΙΚΗ ΣΥΝΔΕΣΗ

    Σταδιακά, την περίοδο 1926-30, αυξάνει κι ακτοπλοϊκή σύνδεση με άλλα λιμάνια. Ανατρέχοντας στα αρχεία των ημερήσιων εφημερίδων “ΚΗΡΥΞ” και “Η ΠΡΩΙΝΗ” μαθαίνουμε ότι δραστηριοποιούνται  εδώ ξένες ναυτιλιακές εταιρείες με τακτικές αναχωρήσεις για λιμάνια Βορείου και Νοτίου Αμερικής, της βόρειας Αφρικής και της Ευρώπης όπως, η Αγγλική Ατμοπλοΐα Βασιλικού Ταχυδρομείου (Royal Mail Line R.M.S.P), η Societa Italiana di Servizi Marittini με το ταχύτατον θαλαμηγόν επιβατικόν α/π ΜΟΝΤΕΝΕΓΚΡΟ (4700 τον.), το υπό ολλανδικήν σημαίαν α/π ΦΛΟΡΑΠΑΡΚ (2500  τον.). Επίσης το Ναυτικό Γραφείο του Νικολάου Α. Μπουρνιά: «ειδοποιεί τους κ.κ. Μετανάστας ότι ανέλαβε το πρακτορείον του Βορειογερμανικού Λόϋδ και ότι διαθέτει ατμόπλοια δια Βόρειον και Νότιον Αμερικήν, με προσεχείς αναχωρήσεις: ο Κολοσσός «ΚΟΛΟΜΒΟΣ» (40000 τόννων) διά Νέαν Υόρκην και τα υπερωκεάνια “Στούτγκαρτ” και “Μπέρλιν”, “Σιέρα Κορντόβα” και “Μαδρίτ”».

    Υπάρχουν επίσης τα πρακτορεία των: Δ. Ζαφειρίου στην πλατεία Δόξης, Υιών Κ. Φωτιάδη & Σια στην οδό Επαναστάσεως, Γ. Κουφαλιτάκη στην οδό Κουντουριώτη κι ακόμη του Κ. Κουκουσέλη και του Παρίση Ευαγγελινού τα οποία  πρακτορεύουν και ελληνικές εταιρείες όπως: η Θεσσαλική Ατμοπλοΐα Α.Ε. με το αφθάστου πολυτελείας και ταχύτατον α/π ΝΑΞΟΣ (2500 τον.), η Ατμοπλοΐα Σάμου [Υιών Δ. Ιγγλέση] με το ταχύπλουν θαλαμηγόν ΠΕΛΟΠΟΝΗΣΟΣ (1500 τον.) και το τελείως ανακαινισθέν α/π ΣΑΜΟΣ. Η Ελληνική Εταιρεία Θαλ. Επιχειρήσεων [εφοπλιστή Παληού] με το γνωστόν μεγαλοπρεπές α/π ΕΛΣΗ και το α/π ΠΗΝΕΙΟΣ κι η Ατμοπλοΐα Γιανουδάτου με το α/π ΖΑΚΥΝΘΟΣ που εκτελεί ένα εντυπωσιακό δρομολόγιο για: Θάσον, Αλεξανδρούπολιν, Σαμοθράκην, Λήμνον, Μήθυμναν, Μιτυλήνην, Πλωμάριον, Χίον, Μονεμβασίαν, Νεάπολιν, Γύθειον και Καλαμάς!

    Επίσης η Ατμοπλοΐα Κων/νος Τόγιας με το θαλαμηγόν ΓΕΩΡΓΟΣ ΤΟΓΙΑΣ και η Ατμοπλοΐα Αφών Φουστάνου  με το α/π ΓΕΩΡΓΙΟΣ Φ. Τακτικές αναχωρήσεις κατευθείαν για Βόλος έχει και το α/π ΑΡΓΩ, που όμως ήταν απελπιστικά αργό αφού, το ταξίδι διαρκούσε 18 ώρες!

     

     

     

    ΟΙ ΠΟΛΥΤΙΜΕΣ ΕΞΑΓΩΓΕΣ.

    Η Καβάλα, λόγω της γειτνίασής της με περιοχές όπου καλλιεργείτο η εξαιρετική ποικιλία καπνού «Μπασμάς» και του λιμανιού της, στα μέσα του 19ου αι, είχε τη δυνατότητα εξυπηρέτησης μεγάλων φορτηγών πλοίων κι έτσι συγκεντρώνει την εμπορική εκμετάλλευση των καπνών της βαλκανικής. Βρίσκεται επίσης δίπλα στη περίφημη Εγνατία οδό, την βεβηματισμένη κατά μίλιον και καταστηλωμένη… κατά τον Στράβωνα, με τα περίφημα μιλιάρια της. [μιλιάρια= κυλινδρικές μαρμάρινες στήλες-οδόσημα, που έφεραν επιγραφή απόστασης (προέλευσης ή προορισμού) κατά μήκος της παλαιάς Εγνατίας]. Την περίοδο εκείνη ήταν μια πόλη της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας όπου ζούσαν, Έλληνες, Οθωμανοί, Βούλγαροι, Εβραίοι. Η ανάπτυξη του καπνεμπορίου φέρνει εμπορικούς οίκους της Ευρώπης κι ακόμη προξενεία ευρωπαϊκών χωρών, για την παρακολούθηση της παραγωγής και την εξασφάλιση των καπνών για τις χώρες τους.

    Από πότε ακριβώς έγινε η Καβάλα κέντρο εξαγωγής καπνού δεν μπορεί να καθοριστεί. Ίσως πριν από το 1850 με εξαγωγές λίγων ποσοτήτων από ορισμένους εξαγωγείς όπως: ο Οίκος Ν.Γ. και Ε.Γ. Γρηγοριάδη, και ο Μιχαήλ Βάρδας, των οποίων ο πατέρες αναφέρονται σαν καπνοεξαγωγείς. Η ανάπτυξη και η επέκταση της καπνοκαλλιέργειας, η φήμη της εξαιρετικής ποιότητας των ανατολικών καπνών κι η διεύρυνση των εξαγωγών, καθιστούν την Καβάλα πρώτο καπνικό εξαγωγικό κέντρο.

    Στατιστικός πίνακας παραγωγής των ετών 1844-47 του εν Καβάλα Γάλλου Προξένου Μ. Κλερισσί αναφέρει ότι η Μέση Παραγωγή των ετών αυτών, για τις περιφέρειες Καβάλας, Χρυσούπολης, Πραβίου (Ελευθερούπολης), Δράμας και Ξάνθης φτάνει τις 3.234.000 οκάδες. (4.139.520 κιλά). Την ίδια περίοδο γίνονταν και εξαγωγές σιγαρέτων που κατασκευάζονταν στην Καβάλα. Ο πιο γνωστός έμπορος ήταν ο Α. Κούζης που έστελνε σιγαρέτα στις Ινδίες και τη Μάλτα, ενώ γινόταν εξαγωγή ψιλοκομμένου καπνού προς την Κωνσταντινούπολη.

    Η κατάκτηση της ξένης αγοράς είχε κι ένα αντίστροφο αποτέλεσμα. Μεγάλοι εμπορικοί οίκοι του εξωτερικού, από το 1884 και μετά, έσπευσαν όχι απλώς να αγοράζουν, αλλά να εγκαθίστανται, να νοικιάζουν ή να κτίζουν καπνεργοστάσια ώστε να κάνουν την αγορά και επεξεργασία του καπνού. Μεγάλα φορτηγά πλοία κατέπλεαν στο λιμάνι για την φόρτωση των καπνών των αμερικανικών κι ευρωπαϊκών εταιριών. Ως πρώτη ξένη φίρμα που εγκαταστάθηκε το 1850 στη Καβάλα αναφέρεται η εταιρία των αδελφών Φρατέλλι Αλλατίνι, πολύ γνωστός εμπορικός οίκος της Θεσσαλονίκης, η όποια ασχολούνταν πιθανόν με το εμπόριο του καπνού πολύ πριν.

    Από  έγγραφα (πίνακες) που υπάρχουν στο Μουσείο Καπνού Καβάλας και αποτελούν το αρχείο του Πανελληνίου Συνδέσμου Βιομηχανιών Μεταποίησης Καπνού (ο οποίος  προήλθε από την παλαιά Καπνεμπορική Ομοσπονδία της Ελλάδος), πληροφορούμαστε ότι τον μήνα Ιανουάριο του 1928, από την Καβάλα φορτώθηκαν για τα λιμάνια του εξωτερικού 3.618.229 κιλά καπνού, ήτοι το 52,4% της συνολικής εξαγωγής της Χώρας σε καπνά. Ακριβώς ένα χρόνο μετά (Ιαν. ΄29) το ποσοστό μειώθηκε μεν στο 46,8% αλλά φορτώθηκαν 4.272.764 κιλά  καθόσον οι συνολικές εξαγωγές καπνών αυξήθηκαν κατά 18,40%.

    Η κρίση που ξέσπασε στην οικονομία της Αμερικής με το Κραχ του ΄29 της Γουόλ Στριτ, είχε επιπτώσεις και στην Ελλάδα και μεταξύ άλλων την εκδήλωση οξύτατης καπνικής κρίσης που διήρκησε μέχρι το 1932 περίπου. Στο λιμάνι σύνηθες ήταν το σκηνικό της συγκέντρωσης δεκάδων οικογενειών, που αδυνατούσαν να επιβιώσουν από τα καπνά και περίμεναν το πλοίο της γραμμής, για τη Θεσσαλονίκη και τον Πειραιά, όπου θ αναζητούσαν άλλη εργασία. Πάρα ταύτα το λιμάνι της Καβάλας κατείχε  την πρώτη θέση στην εξαγωγή καπνού, με 13.315 τον. (1931), με 11.826 τον. (1932) και  11.291 τον. (1933), ενώ ακολουθούσαν τα λιμάνια της Θεσσαλονίκης, του Βόλου, του Πειραιά και της Αλεξανδρούπολης.

    Συγχρόνως τότε, ξεκίνησε η προσπάθεια να επιτευχτεί μικρότερο κόστος στην επεξεργασία του καπνού, οι καπνεμπορικές επιχειρήσεις αντικατέστησαν το σύστημα της επιμελημένης επεξεργασίας με την εφαρμογή του συστήματος της «τόγκας». Με το σύστημα αυτό απλούστευε η επεξεργασία, μειωνόταν το κόστος και αυξανόταν το ποσοστό πρόσληψης των γυναικών καπνεργατριών στην εργασία, με μικρότερα ασφαλώς ημερομίσθια από τους άνδρες.

    Τότε είναι που θα ψηφιστεί ο Νομός 5817/7-10/1933 (Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, τεύχος 1ο , αρθ. Φύλλου 301) «Περί απασχολήσεως αρρένων καπνεργατών εν τη επεξεργασία τόγκας» ο οποίος όριζε ότι: «…απαγορεύεται η χρησιμοποίηση αρρένων καπνεργατών κατά ποσοστό κατώτερο των 50% του όλου αριθμού του απασχολουμένου εργατικού προσωπικού, το δε ημερομίσθιο στη Αν. Μακεδονία και Θράκη δεν δύναται να είναι κατώτερο των 65 δρχ. για τους άνδρες και 35  δρχ. για τις γυναίκες, ενώ για τη λοιπή χώρα αντίστοιχα θα είναι 60 για τους άνδρες και 30 για τις γυναίκες. Οι παραβαίνοντες το άρθρο 1 του Νομού τιμωρούνται…»

    (Σ.σ. Στο παρόν άρθρο, τα με έντονη γραφή (bold) αποτελούν αποσπάσματα από το βιβλίο: «Με φλος ρουαγιάλ» του Καβαλιώτη Γιάννη Γαϊτάνου)

    [Τα προβλήματα με τον καπνό άρχισαν απ΄ το 1933. Το κέρδος των καπνέμπορων δεν ήταν αυτό που γούσταραν. Σοφίζονται την τόγκα έχοντας κατά νου να προχωρήσουν στ΄ αρμεχτά και να χτυπήσουν την εργατιά. Η τόγκα, αγόρι μου, ήταν σφόδρα λουφές γι΄ αυτούς… η επεξεργασία του καπνού γίνεται παστρικά και στο πιτς-φιτίλι. Η ποιότητα του καπνού παίζει ρόλο…. Για να καταλάβεις, τα χωρίζουν πάλι τα φύλλα, αλλά μετά δεν τα αρμαθιάζουν σε δέματα κατά μέγεθος, αλλά τα τσαλακώνουν στα πατητήρια κι ύστερα τα βάζουν σε δέματα. Το βασικό όμως είναι ότι η τόγκα γίνεται από γυναίκες, που πληρώνονται λιγότερο απ΄ τους άνδρες, κι αυτούς βρίσκουν ευκαιρία και τους σχολάνε…].

    Μέχρι το 1940 η Ελλάδα διατηρούσε την πρώτη θέση στην παράγωγη και εξαγωγή καπνών σε όλες τις Ευρωπαϊκές και Ανατολικές χώρες. Το Φεβρουάριο μόνο του 1940 φορτώνονται από την Καβάλα 1.511 τόνοι καπνού αξίας 219.860.993 δρχ με μέση τιμή 145,50 δρχ. Η τιμή αυτή ήταν κατά 45% μεγαλύτερη από την αμέσως προηγούμενη.

    Ο β΄π.π. και η ταραχώδης μετακατοχική περίοδος θα φέρουν νέα καπνική κρίση που πλήττει την Καβάλα. Μένουν αδιάθετα τεράστια αποθέματα καπνού στις αποθήκες που φτάνουν τους 62.479 τόνους.

    [Με το τέλος  της μεγάλης περιπέτειας του εμφύλιου οι καπνεργάτες ζητούν τιμαριθμικό μεροκάματο κι επιδόματα ανεργίας. Οι καπνέμποροι σε απάντηση προσπαθούν να βγάλουν απ΄ τη μέση την κατοχύρωση του καπνεργατικού επαγγέλματος χρησιμοποιώντας αποκλειστικά γυναίκες. Η Βουλή των Ελλήνων το Μάρτη του 1953 ψηφίζει την άρση της κατοχύρωσης του επαγγέλματος και σχεδόν όλοι οι άντρες πετιούνται στο δρόμο…].

    Η εμπορική κίνηση στο λιμάνι της Καβάλας θα μειωθεί δραματικά, καθόσον το καπνεμπόριο περνά σε περίοδο ύφεσης μετά το 1950 και με την διάδοση της ποικιλίας καπνού «Βιρτζίνια», που συνδέεται με την είσοδο των πολυεθνικών εταιρειών και κεφαλαίων.

    [Η διείσδυσις του αμερικάνικου καπνού τύπου «Βιρτζίνια» εις την Ευρώπην, του οποίου τον οργανωμένον, τον αμείλικτον, τον άνισον συναγωνισμόν αντιμετωπίζει τώρα ο ελληνικός καπνός, δεν υπήρξε αποτέλεσμα κανονικών συνθηκών…. Το πρόβλημα είναι ότι τώρα πουλάμε από 2,54 δολάρια το χιλιόγραμμο σε 1,80 δολάρια….  Έπειτα το ποσοστό πρόσμειξης με τα δικά μας καπνά, που ήταν προπολεμικά για κάθε τσιγάρο 11%, τώρα έχει πάει στο 1%. Και δεν ήταν σωστό να δεχτούμε το ρόλο των αποκλειστικών προμηθευτών  για τις ξένες εταιρείες, την “Irvin Morris ihc”, την “Γκλην Αμέρικαν Τομπάκο”, την γερμανική “Έρμπαχ” και το “Γαλλικό Μονοπώλιο Καπνού”…. Έτσι μας βάλαμε στο μαγκανοπήγαδο και δεν το πήραμε χαμπάρι αφού γλυκαθήκαμε φυσικά…].

     

     

    ΤΑ ΚΟΙΝΩΝΙΚΟΠΟΛΙΤΙΚΑ ΔΕΔΟΜΕΝΑ

    Ο «χρυσός αιώνας» της Καβάλας αρχίζει το δεύτερο μισό του 19ου αι, όταν η καλλιέργεια του καπνού και η ανάπτυξη του λιμανιού της για τη μεταφορά των καπνών στο εξωτερικό, δημιουργούν μια σημαντική γεωργική, εμπορική, βιοτεχνική δραστηριότητα. Παράλληλα η ανάπτυξη του τριτογενούς τομέα σηματοδοτείται από τη λειτουργία τραπεζικών καταστημάτων, προξενείων ευρωπαϊκών χωρών, κυκλοφορία καθημερινού τοπικού τύπου.

    Η μεγάλη οικονομική ανάπτυξη προκαλεί συνταρακτικές αλλαγές στην κοινωνία της Καβάλας, δημιουργώντας μια κοσμοπολίτικη αστική τάξη που συναλλάσσεται εμπορικά με την Ευρώπη. Τότε ήταν διάχυτη η αγωνία κι η οδύνη των καπνέμπορων που ενσωματώθηκαν στη διεθνή καπιταλιστική αγορά, μέσα από μια άνιση εμπορευματική σχέση με τους ξένους. Ωστόσο στην ξακουστή καπνούπολη τις πρώτες δεκαετίες του 20ου αι. υπάρχει ένας θύλακας μιας αστικής τάξης πολύ ανεπτυγμένης, σε σχέση με την υπόλοιπη Ελλάδα. Οι καπνέμποροι ήταν οι πρώτοι αστοί στον ελλαδικό χώρο,  πολύ πριν τους υπόλοιπους Έλληνες. Περνούν το ελεύθερο χρόνο τους μεταξύ Δημοτικού κήπου και Ναυτικού Ομίλου και παρακολουθούν παρελάσεις κάθε τόσο. Πηγαίνουν στο σινέ «Τιτάνια» αλλά και στο υπαίθριο σινεμά «Ροδόπη» όπου όταν προβλήθηκε η σπουδαία ταινία: “Το μεροκάματο του τρόμου” του Ανρύ-Ζωρζ Κλουζό με τον Υβ Μοντάν, ο τίτλος και μόνο δημιούργησε αναπόφευκτους συνειρμούς. Ακόμη συνωστίζονται οικογενειακώς στα ζαχαροπλαστεία «Άριστον» και στο «Κεντρικόν» όπου απολαμβάνουν το παγωτό τους και τη σαν χάδι φωνή του Χάρυ Μπελαφόντε, να τραγουδάει για ένα νησί, στο «Oh island in the sun», χωρίς βέβαια ο ίδιος να έχει γνωρίσει την πανέμορφη Θάσο.

    Οι αστοί πηγαίνουν επίσης για μπάνιο στο «Μπάτη», ενώ οργανώνουν αγώνες αλλά και χοροεσπερίδες στο «Τένις Κλαμπ», όπως ο χορός της «Φιλοπτώχου Αδελφότητος Κυριών Καβάλας», για την ενίσχυση των πτωχών και αναξιοπαθούντων της πόλης. Αλλά τότε, ο σατυρικός λαϊκός ποιητής της Καβάλας Ανδρίκος Βέττας, καπνεργάτης το επάγγελμα, δεν θα χάσει την ευκαιρία και θα απαγγείλει το δικό του δίστιχο: Η Φτώχεια για την Αρχοντιά ολοχρονίς δουλεύει, κ΄ η Αρχοντιά για χάρη της μία βραδιά χορεύει….

    Από την άλλη, η συσσώρευση εργατικού πληθυσμού από την ύπαιθρο και μετά την απελευθέρωση από την Τουρκία και Βουλγαρία, διαμορφώνει ένα πολυπολιτισμικό ρωμαλέο συνδικαλιστικό κίνημα που διαχέεται σ΄ ολόκληρο τον ελλαδικό χώρο. Παράλληλα μέσα από τα γεγονότα της εποχής διαμορφώνονται τα κοινωνικά και πολιτικά ρεύματα που συνόδευαν την άνθηση ενός καπνεργατικού προλεταριάτου και την επίδραση των αριστερών ιδεών σε όλα τα κοινωνικά στρώματα της πόλης.

    Έχουν προηγηθεί στη Καβάλα, το 1879 η πρώτη γνωστή καπνεργατική απεργία στα βαλκάνια επί Οθωμανικής αυτοκρατορίας, στην οποία συμμετείχαν 3.000 καπνεργάτες ανεξαρτήτως θρησκεύματος και εθνικότητας. Το 1896 οι εργάτες εξεγείρονται πάλι διεκδικώντας αύξηση του μισθού τους και ευνοϊκότερες συνθήκες εργασίας. Η εξέγερση ονομάστηκε «Εkmek Kabjazi». (καυγάς για το ψωμί). Το 1902 ιδρύθηκε το «Σωματείον των Καπνεργατών – Η Εγκράτεια» το όποιο δεν υπήρξε ένα απλό καπνεργατικό σωματείο αλλά και μια καθαρά πατριωτική οργάνωση με συμμέτοχη στο Μακεδονικό αγώνα, ενώ λίγο αργότερα (1908) ιδρύεται το μεγαλύτερο εργατικό σωματείο στα βαλκάνια με την επωνυμία: «Ευδαιμονία».

    Από την έλευση των προσφύγων του 1922 μέχρι και την επιβολή της δικτατορίας του Μεταξά, στη Καβάλα δημιουργείται ένα στιβαρό και δυναμικό εργατικό κίνημα που αποκορύφωσή του αποτελεί η εκλογή, στις 11 Φεβρουαρίου 1934, του Μήτσου Παρτσαλίδη ως πρώτου κομμουνιστή δήμαρχου με τον συνδυασμό: Ενιαίο Μέτωπο Εργατών – Αγροτών και με 50,3% ποσοστό. Όλοι δε οι υποψήφιου δημοτικοί σύμβουλοι ήταν καπνεργάτες, εργάτες, οικοδόμοι κλπ. Ωστόσο η κυβέρνηση της 4ης Αυγούστου θα περιορίσει λαϊκές ελευθερίες και διεκδικήσεις.

     

    ΤΟ ΛΙΜΑΝΙ ΣΗΜΕΡΑ.

    Από το 2013 με ενέργειες της εφημερίδας ΧΡΟΝΟΜΕΤΡΟ και την υποστήριξη τοπικών φορέων και της Εκκλησίας, το κεντρικό λιμάνι της Καβάλας φέρει την ονομασία: «Απόστολος Παύλος». Εξυπηρετεί την επιβατική κίνηση από και προς την Θάσο, Λήμνο, Μυτιλήνη, Αγ. Ευστράτιο, Λαύριο και Πειραιά. Εξυπηρετεί επίσης τον τουρισμό, τον αλιευτικό στόλο και το ναυταθλητισμό, ενώ τα τελευταία χρόνια σημειώνονται αξιόλογες προσπάθειες ώστε να αποτελέσει κάποια στιγμή την κύρια πύλη της Βαλκανικής στη Μεσόγειο. Επιπρόσθετα, ειδικές μελέτες που εκπονήθηκαν από το 1966, κατέληξαν στην πρόταση για κατασκευή ενός νέου σύγχρονου εμπορικού λιμανιού στην Νέα Καρβάλη. Οι εργασίες κατασκευής του εμπορικού λιμένα «Φίλιππος Β’» ξεκίνησαν το 1990. Σήμερα είναι σε λειτουργία, με πλάνο ολοκλήρωσης των έργων επέκτασής του και όραμα να αποτελέσει κύρια πύλη προς τα ανατολικά Βαλκάνια, με έμφαση στην παροχή υπηρεσιών υψηλής προστιθέμενης αξίας ενώ, έχει άμεση σύνδεση στην Εγνατία Οδό που αποτελεί τμήμα των διευρωπαϊκών οδικών δικτύων. Το γεγονός ότι επιβατικό και εμπορικό λιμάνι είναι ξεχωριστά, αποτελεί μια «πολυτέλεια» για την Καβάλα με τεράστιο θετικό αναπτυξιακό πρόσημο και είναι κάτι που ελάχιστες πόλεις στον ελλαδικό χώρο διαθέτουν. Είναι δε σύνηθες σήμερα, όπου γίνονται προσπάθειες για κατασκευή ξεχωριστού εμπορικού λιμένα, να σκοντάφτουν στις αγκυλώσεις των τοπικών κοινωνιών και σε ιδιοτελή συμφέροντα.

     

     

    Βιβλιογραφικές αναφορές.

    – Αξιώτης Δ. (2004). Μοιρασμένα Χιλιόμετρα. χ.τ. Εκδόσεις Κέδρος.

    – Γαϊτάνος Γ. (1987). Με Φλος Ρουαγιάλ. Αθήνα: Εκδόσεις Καστανιώτη.

    – Ιωαννίδης Β.Ι. (1998). Το Καπνικό στην Καβάλα. χ.τ. Εκδόσεις Δημοτικό Μουσείο Καβάλας/Τμήμα Ιστορικού Αρχείου.

    – Δημοτική Βιβλιοθήκη Καβάλας «Βασίλης Βασιλικός»/Αρχείο Εφημερίδων.

    – Μουσείο Καπνού Καβάλας /Φωτογραφικό αρχείο.

    Η Καβάλα του καπνού. (2014, Ιουλ. 7). Ανακτήθηκε από http://www.kavalareghistory.weebly.com

     

    *Ο Σπύρος Μ. Θεοδωράκης είναι πρώην τραπεζικός. Είναι συγγραφέας, ραδιοφωνικός παραγωγός στην Αθήνα και αρθρογραφεί στην εφημερίδα Ρεθεμνιώτικα Νέα και στο nautilia.gr. Είναι μέλος της Παγκρήτιας Δημοσιογραφικής Ένωσης  Μ.Μ.Ε.

     

    Κατηγορία: Slider, Αφιερώματα, Η πόλη που αγάπησα

    Καβάλα: Αμμόλοφοι, μια …must παραλία στα γυαλοχώρια του Δήμου Παγγαίου – ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ

    Δημοσιεύτηκε στις

    Η παραλία των δυο χωρών και των τεσσάρων νομών, βρίσκεται μόλις 20 χλμ δυτικά της Καβάλας, μιάμιση ώρα από τη Θεσσαλονίκη, 40 χλμ. από τις Σέρρες, 30 χλμ. από τη Δράμα και κάτι λιγότερο από τρεις ώρες από τη Βουλγαρία. Μια παραλία, την οποία οι Βούλγαροι τουρίστες προτιμούν πλέον φανατικά. Μια παραλία, οι υποδομές της οποίας την τελευταία δεκαετία αναπτύχθηκαν με ταχύτατους ρυθμούς. Συγκεντρώνει κάθε καλοκαίρι χιλιάδες επισκέπτες και λουόμενους καθώς θυμίζει κάτι από …Καραϊβική και Κυκλάδες χάρη στα διαυγή, κρυστάλλινα και ρηχά νερά της. Η παραλία αυτή βρίσκεται στη Βόρεια Ελλάδα, σε μια γωνιά της Ανατολικής Μακεδονίας και λόγω της άριστης ποιότητας των νερών της και της απαράμιλλης φυσικής ομορφιάς της κερδίζει δικαίως τις προτιμήσεις μικρών και μεγάλων, Ελλήνων και ξένων.

     

    Οι φυσικοί αμμόλοφοι που σχηματίζονται κατά μήκος της ακτής έδωσαν το όνομά τους στην παραλία των Αμμόλοφων, που έχει μήκος 15 χλμ, όταν όλη η ακτογραμμή του Δήμου Παγγαίου έχει μήκος 55 χλμ. Φιλοξενεί σήμερα περί τα δέκα beach bars, το ένα δίπλα στο άλλο, μαζί με επιχειρήσεις εστίασης και οργανωμένους χώρους για την εξυπηρέτηση των λουόμενων.

     

    Ολόκληρη η περιοχή είναι χαρακτηρισμένη ως αρχαιολογική, καθώς βρίσκεται εντός του αρχαιολογικού χώρου της αρχαίας Οισύμης, όπου μέχρι σήμερα ακόμα δεσπόζουν τα ερείπια του παλιού βυζαντινού κάστρου πάνω στην κατάφυτη χερσόνησο του Βρασίδα (ανακτορούπολη Νέας Περάμου). Το γεγονός αυτό υποχρεώνει τους επιχειρηματίες που δραστηριοποιούντα στους Αμμόλοφους να έχουν εντός του αιγιαλού μόνο ξύλινες προσωρινές κατασκευές. Μεγάλη προσοχή δίνεται πλέον και στη διατήρηση του φυσικού περιβάλλοντος αφού κατά το παρελθόν είχαν διαπιστωθεί πολλές παράνομες ενέργειες κατά μήκος της ακτής, με αποτέλεσμα την αλλοίωση της φυσιογνωμίας και της μορφολογίας της παραλίας.

     

    Η παραλία των Αμμόλοφων βρίσκεται στο δυτικό άκρο της Νέας Περάμου, που τα τελευταία χρόνια παρουσιάζει ραγδαία οικιστική και τουριστική ανάπτυξη. Τους καλοκαιρινούς μήνες, ο πληθυσμός της γραφικής παραθαλάσσιας προσφυγικής κωμόπολης τριπλασιάζεται, με αποτέλεσμα οι υποδομές και οι χώροι στάθμευσης να μην επαρκούν για την κάλυψη όλων των αναγκών τόσο για τους μόνιμους κατοίκους όσο και για τους πολυάριθμους επισκέπτες. Τα τελευταία χρόνια, η Νέα Πέραμος έγινε διάσημη και για την παραλία των Αμμόλοφων, γεγονός που την έχει καταστήσει έναν από τους πιο δημοφιλείς τουριστικούς προορισμούς στη βόρεια Ελλάδα.

     

    Καλοκαιρινή ξεγνοιασιά

     

    Στους τρεις φυσικούς κολπίσκους που σχηματίζονται κατά μήκος της παραλίας, εντός των οποίων εκτείνονται οι Αμμόλοφοι, οι λουόμενοι μπορούν να χαρούν τη θάλασσα και ό,τι αυτή προσφέρει. Μπορούν να κάνουν το μπάνιο τους, κάποια θαλάσσια σπορ ή απλώς, να απολαύσουν ελαφριά γεύματα και δροσιστικά κοκτέιλ ή να θαυμάσουν το τοπίο και τον καθαρό ορίζοντα, που όταν ο καιρός το επιτρέπει διακρίνεται μέχρι και το Άγιο Όρος!

     

    Όσοι είναι λάτρεις της ηρεμίας και δεν επιθυμούν τα οργανωμένα beach bars μπορούν να επιλέξουν τον πρώτο κολπίσκο και συγκεκριμένα τις ακτές κάτω από τη χερσόνησο του Βρασίδα, απολαμβάνοντας το μπάνιο τους στη σκιά του βυζαντινού κάστρου. Εδώ, τα δέντρα και τα αμπέλια δημιουργούν πανέμορφες εικόνες ξεκουράζοντας όλες τις αισθήσεις. Στους άλλους δυο κολπίσκους με τους οργανωμένους χώρους για μπάνιο, η ξεγνοιασιά του καλοκαιρού παίρνει άλλη διάσταση. Σε όλα τα beach bars υπάρχουν μεγάλα ευρύχωρα πάρκινγκ, ωστόσο χρειάζεται προσοχή στον διπλής κατεύθυνσης δρόμος που οδηγεί στους Αμμόλοφους, γιατί αν και ασφαλτοστρωμένος είναι ιδιαίτερα στενός και οι οδηγοί πρέπει να είναι προσεκτικοί, κυρίως τις μέρες μεγάλης αιχμής του καλοκαιρού.

     

    Αργά το μεσημέρι, οι επισκέπτες της περιοχής μπορούν να απολαύσουν ολόφρεσκα ψάρια και εκλεκτούς ψαρομεζέδες σε μια από τις πολλές παραθαλάσσιες ταβέρνες της Νέας Περάμου ή της Νέας Ηρακλείτσας (απέχει μόλις 2 χλμ. από τη Νέα Πέραμο). Να δοκιμάσουν εκλεκτά κρασιά της περιοχής αλλά και το αγνό τσίπουρο που παρασκευάζεται με την παραδοσιακή μέθοδο της απόσταξης από τους δεκάδες αμβυκούχους που λειτουργούν τα καζάνια τους στα γαυλοχώρια του Δήμου Παγγαίου. Τόσο η παραλία της Νέας Περάμου όσο και της Νέας Ηρακλείτσας προσφέρονται για απογευματινούς περιπάτους, για βόλτες με ποδήλατα αλλά και για καφέ δίπλα στη θάλασσα. Στη Νέα Ηρακλείτσα λειτουργεί μαρίνα για τον ελλιμενισμό τουριστικών σκαφών.

     

    Καθώς θα φεύγουν από την παραλία, οι λουόμενοι μπορούν να προμηθευτούν φρέσκα φρούτα και κυρίως την παραδοσιακή τραγανή σουλτανίνα της περιοχής από τους υπαίθριους παραγωγούς. Εξάλλου, ολόκληρος ο Δήμος Παγγαίου, δυτικά της Καβάλας, έχει πολλές αμπελοκαλλιέργειες και η περιοχή φημίζεται για το καλό σταφύλι και το εξαιρετικής ποιότητας κρασί που παράγεται στα οργανωμένα οινοποιία.

     

    Ακόμα και το σούρουπο, οι Αμμόλοφοι είναι μαγεία… Οι τελευταίες παρέες μαζεύουν ξύλα για τη φωτιά που θα ζεστάνει ελαφρά τη δροσιά της νύχτας, θα φωτίσει τον ουρανό με τα εκατομμύρια άστρα, ενώ οι ήχοι της μουσικής θα γεμίσουν την ατμόσφαιρα, με την κιθάρα της παρέας να κρατάει συντροφιά στον παφλασμό του κύματος…

     

       Το φυσικό περιβάλλον των Αμμόλοφων

     

    Το φυσικό περιβάλλον της ευρύτερης περιοχής των Αμμόλοφων, παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον και διακρίνεται για τη γραφικότητα, τη μοναδικότητα και το αναλλοίωτο του διαμορφωμένου τοπίου, το οποίο παρουσιάζει εντυπωσιακές εναλλαγές μεταξύ αμμοθινών διαφόρου μεγέθους και σχήματος, απέραντων παραλιών με ψιλή άμμο, συμπλεγμάτων βραχωδών ακτών, κολπίσκων και μικρών όρμων, μικρών χερσονήσων, καλλιεργούμενων εκτάσεων αμπέλων και ελιάς και φυσικών υψωμάτων που περικλείουν τα παραπάνω, καλυμμένων με μακία βλάστηση.

     

    Η υπάρχουσα βλάστηση είναι σημαντική και εκτός των καλλιεργειών, των διαφόρων φυτεύσεων στα ιδιόκτητα κτήματα και της βλάστησης των υψωμάτων, παρουσιάζεται ενδιαφέρον για τα χαμηλά, ανθοφόρα και μη, φυτά και θάμνους που φύονται μέσα στις αμμοθίνες.

     

    Η πανίδα της περιοχής περιλαμβάνει ποικιλία ερπετών, πτηνών, ψαριών και εντόμων συντελώντας στη δημιουργία ενός οικοσυστήματος με αρμονική ισορροπία. Τα νερά της θάλασσας εμφανίζουν μεγάλη καθαρότητα, είναι ρηχά, συνήθως ήρεμα τους καλοκαιρινούς μήνες και για τους λόγους αυτούς ενδείκνυνται για κολύμβηση, θαλάσσια σπορ και ψάρεμα.

     

    Η θαλάσσια αύρα που πνέει συχνά στη περιοχή κατά τους ζεστούς καλοκαιρινούς μήνες βοηθάει στο φυσικό δροσισμό και βέβαια στο μετριασμό των υψηλών θερμοκρασιών κατά τις περιόδους καύσωνα.

     

    ΓΙΑ ΤΟ ΑΠΕ ΜΠΕ ΒΑΣΙΛΗΣ ΛΩΛΙΔΗΣ

    *Επισυνάπτονται φωτογραφίες που παραχώρησε στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο Δήμος Καβάλας

     

    Κατηγορία: Slider, Αφιερώματα, Η πόλη που αγάπησα

    ΣΤΗΝ ΠΑΡΑΛΙΑ ΤΟΥ ΜΥΡΤΟΦΥΤΟΥ: ΤΟ ΠΗΔΗΜΑ ΤΟΥ ΑΥΓΟΥΣΤΟΥ

    Δημοσιεύτηκε στις

    Νοερά ας μεταφερθούμε αρκετά χρόνια πίσω, περίπου στην δεκαετία του 1920, όπου εδώ στην παραλία του Μυρτοφύτου έσπερναν σιτάρια και κριθάρια, τα λεγόμενα ‘’σπαρτά’’. Τότε που τα χωράφια των ντόπιων του χωριού ήταν σε αυτήν την περιοχή κοντά, στην παραλία. Μηχανοκίνητα μέσα δεν υπήρχαν και έτσι όλοι κατέβαιναν από το χωριό με τα ζώα τους για να θερίσουν, με αποτέλεσμα να κάθονται πολύ καιρό στην περιοχή αυτή της παραλίας. Η διαβίωσή τους, όσο αφορά τους μικροοργανισμούς και όχι μόνο, ήταν δύσκολη γιατί τα χόρτα είχαν διάφορα ζουζούνια, ψύλλους, κοριούς και άλλους μικροοργανισμούς, τα οποία δεν τους άφηναν να κοιμηθούν το βραδύ. Μαζί τους μετέφεραν τα στρώματά τους, τα σκεπάσματά τους, χαλιά και κουρελούδες από το σπίτι τους. Αυτά ως φυσικό επακόλουθο μετά από την πολύμηνη, πολλές φορές παραμονή τους στα χωράφια, γέμιζαν από αυτούς τους μικροοργανισμούς. Έτσι το τελευταίο βράδυ ανάβανε φωτιές και τίναζαν τα χράμια τους για να πέσουν οι ψύλλοι και οι κοριοί να καούν. Έπειτα πηδούσαν και αυτοί να πέσουν από το σώμα τους και τα ρούχα τους όλα τα ζουζούνια και παράσιτα, με σκοπό να μην μεταφέρουν στο χωριό, αλλά και στα σπίτια τους, τους μικροοργανισμούς. Ο συμβολισμός διπλός για τους κατοίκους του Μυρτοφύτου. Αφενός μεν, είχε πρακτικό και καθημερινό χαρακτήρα για την προφύλαξη της προσωπικής και οικογενειακής υγείας τους, αφετέρου δε, με το πήδημα της φωτιάς γινόταν και η κάθαρση της ψυχής τους, ώστε να μπουν καθαροί στον Αύγουστο και στην περίοδο της νηστείας του δεκαπενταύγουστου. Έτσι λοιπόν χαρούμενοι γιατί ερχόταν ο Αύγουστος, ο μήνας της ξεκούρασης με τα πολλά φρούτα, το κρασί και το τσίπουρο. Συνήθως στην παρέα εκεί στην παραλία υπήρχε ένας με ταλέντο στην γραφή και σκέψη των αυτοσχέδιων διστίχων και τραγουδιών. Αυτός έγραφε ως είθισται κάποιο τραγούδι και πηδώντας την φωτιά τραγουδούσαν και γελούσαν όλοι μαζί.

     

    ‘’Αύγουστε παραύγουστε

    Σύκα κα καρύδια

    Και το γλυκό κρασί

    Αύγουστε παραύγουστε

    Καείτε ψύλλοι και κοριοί

    Απ’ τα νύχια ως την κορφή’’

     

    Στην παρέα υπήρχε, όπως και πολλοί άλλοι για τις δουλειές και τις ανάγκες των χωραφιών, πάντα και ένας μυλωνάς, ο οποίος πηδώντας πήραν φωτιά ‘’τα μπατσάκια του’’. Αυτό το γεγονός θα μπορούσε να τύχει στον καθένα, όπως π.χ. του θεριστή. Τότε λοιπόν συνέχιζε το τραγούδι λίγο πιο πειρακτικό:

     

    ‘’Αύγουστε παραύγουστε

    Σύκα και καρύδια

    Πάν’(ε) του μυλωνά τ’ αρχίδια’’

     

    Τάσος Κυριακίδης

    Λαογράφος

    Κατηγορία: Slider, Αφιερώματα, Η πόλη που αγάπησα