Τι θα απεικονίζουν τα νέα νομίσματα που κυκλοφορούν με τη νέα χρονιά και σύντομα θα κάνουν την εμφάνισή τους στην αγορά της Καβάλας και της Θάσου
Από την 1η Ιανουαρίου του 2025, σε λιγότερο από ένα μήνα η γειτονική Βουλγαρία εντάσσεσαι στην ζώνη του Ευρώ. Αυτό σημαίνει ότι από το επόμενο καλοκαίρι και ίσως κα νωρίτερα η αγορά της Καβάλας, της Θάσου και γενικά η βόρεια Ελλάδα θα κατακλειστεί από τα νέα ευρώ, τα οποία θα έχουν ως προέλευση την Βουλγαρία.
Τι θα απεικονίζουν
Τα βουλγαρικά ευρώ θα προκύψουν από μια ισοτιμία περίπου ½ Ευρώ με 1 Λέβα, αυτό σημαίνει ότι όποιος έχει στα χέρια του το μέχρι τώρα εθνικό νόμισμα της Βουλγαρίας θα πρέπει να σπεύσει να το αλλάξει.
Την περασμένη εβδομάδα ο Αρχιταμίας της Κεντρικής Τράπεζας της Βουλγαρίας παρουσίασε το σχέδιο των βουλγαρικών κερμάτων του ευρώ, στα οποία θα αποτυπώνονται εθνικά σύμβολα: ο Ιππέας της Μαντάρα (ένα μεσαιωνικό βραχώδες ανάγλυφο στο ομώνυμο οροπέδιο, ανατολικά του Σούμεν) θα εικονίζεται στα κέρματα από το 1 μέχρι τα 50 λεπτά, ο Άγιος Ιωάννης της Ρίλα (ο προστάτης του βουλγαρικού λαού) στο κέρμα του 1 ευρώ και ο Παΐσιος του Χιλανδαρίου (Βούλγαρος ορθόδοξος μοναχός και σημαντική μορφή της Βουλγαρικής Εθνικής Αναγέννησης) στο κέρμα των 2 ευρώ.
Ο Ιππέας της Μάνταρα
Ο Ιππέας της Μάνταρα (Βουλγαρικά Мадарски конник, Μαντάρσκι κόνικ) είναι πρώιμο μεσαιωνικό μεγάλο βραχώδες ανάγλυφο στο ομώνυμο οροπέδιο, ανατολικά του Σούμεν στη βορειοανατολική Βουλγαρία, κοντά στο χωριό Μάνταρα. Το μνημείο χρονολογείται από τα τέλη του 7ου ή συχνότερα τις αρχές του 8ου αιώνα, κατά τη βασιλεία του Πρωτοβούλγαρου Χάνου Τέρβελ. Έχει ανακηρυχθεί ως Μνημείο Παγκόσμιας Κληρονομιάς από την UNESCO το 1979.
Περιγραφή
Το ανάγλυφο απεικονίζει ένα μεγαλοπρεπή ιππέα 23 μέτρα πάνω από το έδαφος σε ένα σχεδόν κάθετο βράχο ύψους 100 μέτρων. Είναι σε σχεδόν φυσικό μέγεθος. Ο ιππέας, προς τα δεξιά, μπήγει ένα δόρυ σε ένα λιοντάρι που βρίσκεται στα πόδια του αλόγου του και στα αριστερά του ένα σκυλί τρέχει πίσω του. Το σκάλισμα του φωτοστέφανου του ιππέα, τα ενδύματα, καθώς και το πουλί μπροστά από το πρόσωπό του μόλις και μετά βίας διακρίνονται λόγω της διάβρωσης και της κακής κατάστασης του μνημείου. Το ανάγλυφο είναι παρόμοια με απεικονίσεις σε άνθρακα που βρέθηκαν σε Σάλτοβο, Σούλεκ, Πλίσκα και Βελίκι Πρέσλαβ.
Παράδοση για την προέλευση
Η έννοια και ο συμβολισμός της παράστασης είναι αβέβαια, όπως και η πραγματική παράδοση για την κατασκευή του και την πολιτιστική του προέλευση.
Στην ακαδημαϊκή κοινότητα η προέλευση του ανάγλυφου συνδέεται με την εθνογένεση των Πρωτοβουλγάρων – του ημινομαδικού πολιτισμού έφιππων πολεμιστών από τις Ευρασιατικές Στέπες. Άλλοι είδαν στο ανάγλυφο ομοιότητα με την παράδοση βραχωδών αναγλύφων των Σασσανιδών. Ο ήρωας-ιππέας είναι κοινός χαρακτήρας της Τουρκο-Αλταϊκής και της Αλανικής μυθολογίας. Ενίοτε θεωρείται ότι η ιππέας παριστάνει ή σχετίζεται με την Πρωτοβουλγαρική θεότητα Tάνγκρα, ενώ ο Βλαντιμίρ Toπόροφ το συσχέτισε με την ιρανική θεότητα του Μίθρα.
Άλλοι θεώρησαν ανεπαρκή τα στοιχεία περί ιρανοτουρκικής μυθολογίας και υιοθέτησαν την απλούστερη εξήγηση – ότι το ανάγλυφο απεικονίζει το Χάνο Τέρβελ (701-718 μ.Χ.) ή, όπως προηγουμένως θεωρείτο και τώρα έχειαπορριφθεί, το Χάνο Κρούμο (802-814 μ.Χ.).
Μερικοί το θεώρησαν παράδειγμα του Θράκα ιππέα, ένα επαναλαμβανόμενο μοτίβο μιας θεότητας με τη μορφή ιππέα στην Παλαιό-Βαλκανική μυθολογία (θρησκευτικές παρακτικές των Θρακών, Δακών και Ιλλυριών). Το μοτίβο χαρακτηρίζεται από έναν ιππέα καβάλα σε ένα άλογο, με ένα δόρυ έτοιμο στο δεξί του χέρι, που απεικονίζεται συχνά να σκοτώνει ένα θηρίο με μια λόγχη, αν και αυτό το χαρακτηριστικό ενίοτε απουσιάζει. Η υπόθεση αυτή, που αρχικά υποστηρίχθηκε (και αργότερα εγκαταλείφθηκε) από τον Κόνσταντιν Γίρετσεκ και τον Κάρελ Σκορπίλ, σταδιακά απορρίφθηκε λόγω των διαφορών στις εικονογραφικές λεπτομέρειες και στη σχέση με τα ζώα (δεν υπάρχει σκύλος).
Το ανάγλυφο ενσωματώνει πιθανότατα τόσο αυτόχθονα θρακικά όσο και πολιτιστικά στοιχεία των νεοαφιχθένων Πρωτοβουλγάρων. Το μνημειακό μέγεθος, η εικονογραφία και οι λεπτομέρειες (αναβολέας, φωτοστέφανο, κρανίο-κύπελλο, πουλί, κλπ.) είναι γενικά μέρος της Πρωτοβουλγαρικής παράδοσης, ενώ η προς τα δεξιά κατεύθυνση και το λιοντάρι της θρακικής.
Ο Άγιος Ιωάννης της Ρίλα
Ο όσιος πατήρ ημών Ιωάννης ήταν γόνος ευσεβούς οικογενείας, η οποία κατοικούσε στα περίχωρα της Σόφιας, επί βασιλείας Πέτρου Α’ (927-959), βασιλέως των Βουλγάρων, και Κωνσταντίνου Ζ’ Πορφυρογεννήτου (913-959), αυτοκράτορος των Ρωμαίων.
Από τη νεότητά του διακρίθηκε για τις αρετές του και μόλις ήταν σε θέση να το πράξει, μοίρασε τα υπάρχοντά του στους πτωχούς και αποσύρθηκε σε μια μονή για να ασκητεύσει. Μετά από ένα όραμα ξεκίνησε και ανέβηκε στο βουνό για να ζήσει μόνος τω Θεώ μόνω προσομιλών. Ο ανηψιός του Λουκάς, τον οποίο επίσης κατέτρωγε θείος ζήλος, ήλθε να τον συναντήσει στην ερημία, ώστε να διαγάγει, παρά το νεαρόν της ηλικίας του, την ισάγγελο πολιτεία υπό την καθοδήγηση του Ιωάννη. Ο πατέρας του παιδιού ήλθε να το πάρει δια της βίας και έξω φρενών κατηγόρησε τον Ιωάννη ότι εξαπατά τους νέους. Όσο κι αν του υπενθύμισε ο Ιωάννης τα λόγια του Κυρίου: «άφετε τα παιδία ελθείν προς με, των γαρ τοιούτων εστίν η βασιλεία των ουρανών» (Ματθ. 19:14), δεν έφερε κανένα αποτέλεσμα· ο Λουκάς αναγκάσθηκε κλαίγοντας να επιστρέψει στην οικογένειά του. Ο Θεός όμως άκουσε τις προσευχές του Ιωάννη, δεν άφησε η αγνότητα του παιδιού να διαφθαρεί από τα πράγματα του κόσμου και έδειξε στον πατέρα του ότι δεν μπορεί κανείς να αντισταθεί στο θέλημά Του: το παιδί αρρώστησε και γρήγορα έφυγε για τη Βασιλεία των Ουρανών.
Ληστές, τυφλά όργανα των δαιμόνων, επιτέθηκαν στον άγιο και ο Ιωάννης αναγκάσθηκε να ζητήσει καταφύγιο στο απόκρημνο όρος Ρίλα. Εγκαταστάθηκε στην κορυφή ενός βράχου, σε ένα απρόσιτο σπήλαιο, όπου βρήκε καταφύγιο από τον κόσμο και τη μάταιη δόξα του. Ο βασιλέας Πέτρος πληροφορήθηκε στο μεταξύ τους άθλους του θεοφόρου ανδρός και έστειλε απεσταλμένους για να τον φέρουν μπροστά του. Ο Ιωάννης όμως αρνήθηκε να αφήσει την ησυχία, έστω και αν του το ζητούσε ο βασιλέας. Τότε εκείνος αποφάσισε να πάει ο ίδιος να επισκεφθεί τον Ιωάννη, δεν μπόρεσε όμως παρά να δει από μακριά μόνο το σπήλαιο. Έστειλε λοιπόν στον Ιωάννη χρυσό και προμήθειες καθώς και μια επιστολή γεμάτη ταπεινοφροσύνη, με την οποία ζητούσε από τον άγιο να τον συνδράμει με τις προσευχές του ώστε να υπερνικήσει τους πειρασμούς, τις ηδονές και τη δόξα που πολιορκούν όσους, όπως εκείνος, κατέχουν υψηλά αξιώματα. Ο Ιωάννης έστειλε πίσω τον χρυσό λέγοντας ότι δεν είχε πλέον χρεία των θησαυρών που μαζεύει κανείς στον μάταιο τούτο κόσμο. Έγραψε στον βασιλέα συμβουλεύοντάς τον, εκτός από τις βασιλικές αρετές που είναι η συμπόνια και η φιλευσπλαχνία, να επιμελείται τη μετάνοια, τα δάκρυα, την αδιάκοπη μνήμη θανάτου, ώστε ο Βασιλεύς των βασιλευόντων, βλέποντας την ταπείνωσή του, να τον κρίνει άξιο της επουρανίου βασιλείας.
Λαμβάνοντας την επιστολή ο βασιλέας την ασπάσθηκε με ευλάβεια, ωσάν να ήταν ο πλέον πολύτιμος θησαυρός του και συχνά την ξαναδιάβαζε για να βρίσκει παρηγοριά από τις μέριμνες του αξιώματός του. Όσο για τον Ιωάννη, έμεινε μέχρι τέλους του βίου του στο σπήλαιο του όρους Ρίλα. Καθώς ήταν μεγάλος ο αριθμός των μαθητών που τον πίεζαν να τους δεχθεί για να μονάσουν κοντά του, έκτισε εκεί κοντά έναν ναό και κατόπιν κελλιά για τους μοναχούς. Τα κελλιά αυτά σύντομα μετατράπηκαν σε μεγαλοπρεπή μονή που μέχρι σήμερα δεσπόζει στο όρος Ρίλα, στην οποία φυλάσσονται και τα λείψανα του αγίου. Ακόμη και μετά τη βυζαντινή περίοδο, επί τουρκοκρατίας, η μονή παρέμεινε το πνευματικό κέντρο του βουλγαρικού λαού και η κύρια πηγή της εκκλησιαστικής του παραδόσεως.
Ο Παΐσιος του Χιλανδαρίου
Ο Άγιος Παΐσιος του Χιλανδαρίου (βουλγαρικά: Свети Паисий Хилендарски, 1722–1773) ήταν Βούλγαρος μοναχός της Μονής Χιλανδαρίου, του Αγίου Όρους ο οποίος αποτέλεσε σημαντική μορφή της Βουλγαρικής Εθνικής Αναγέννησης. Είναι κυρίως γνωστός ως ο συγγραφέας του έργου Σλαβοβουλγαρική ιστορία (История славяноболгарская) που αποτέλεσε το δεύτερο βουλγαρικό ιστορικό έργο της νεότερης εποχής μετά την Ιστορία της Βουλγαρίας του 1667 του Πέταρ Μπόγκνταν Μπάξεβ.Οι ιδέες της εθνικής αναγέννησης και απελευθέρωσης του βουλγαρικού λαού από την Οθωμανική Αυτοκρατορία, που εκφράζονται στο έργο του, οδήγησαν πολλούς μελετητές να τον αναφέρουν ως τον ιδρυτή της βουλγαρικής αναγέννησης. Η κατάταξή του ως Αγίου της Ορθόδοξης Εκκλησίας πραγματοποιήθηκε από την Βουλγαρική Ορθόδοξη Εκκλησία στις 26 Ιουνίου 1962.[5]
Περιγραφή
Ο Παΐσιος γεννήθηκε στην επαρχία του Σάμοκοβ, πιθανώς στο χωριό του Μπάνσκο στη νοτιοδυτική Βουλγαρία κατά την Οθωμανική περίοδο. Εκάρη μοναχός στη Μονή Χιλανδαρίου του Αγίου Όρους το 1745 και μετέπειτα εξελίχθηκε σε αναπληρωτή ηγούμενο της Μονής. Για το έργο του, Σλαβοβουλγαρική ιστορία, συγκέντρωσε υλικό επί δύο έτη, ταξιδεύοντας και σε μέρη όπως η Γερμανία, πριν ολοκληρώσει τη συγγραφή του βιβλίου το 1762 στην Μονή Ζωγράφου. Τα περιεχόμενα του βιβλίου κάλυπταν την πλήρη ιστορία των Βουλγάρων έως τότε και την περιγραφή της εθνικής τους ταυτότητας.
Το πλέον διάσημο σημείο του βιβλίου του είναι στο σημείο όπου παρακινεί τους ομοεθνείς του να χρησιμοποιούν τη δική τους γλώσσα και έθιμα, έναντι των ελληνικών:
“Ω, ανόητο έθνος! Γιατί ντρέπεστε να αποκαλείτε τον εαυτό σας Βουλγάρους και γιατί δεν γράφετε και δεν διαβάζετε στη μητρική σας γλώσσα; Δεν ήταν οι Βούλγαροι παντοδύναμοι και δοξασμένοι κάποτε; Δεν εισέπρατταν φόρους από τους δυνατούς Ρωμαίους και τους σοφούς Έλληνες; Από όλα τα σλαβικά έθνη ήταν το πιο γενναίο. Οι ηγεμόνες μας ήταν οι πρώτοι που αποκαλούσαν τους εαυτούς τους Βασιλείς, οι πρώτοι που είχαν Πατριάρχες, οι πρώτοι που βάπτιζαν τον λαό τους(…) Γιατί ντρέπεστε για τη μεγάλη σας ιστορία και για τη μεγάλη σας γλώσσα και γιατί αφήνεστε στο να μετατρέπεστε σε Έλληνες; Γιατί νομίζετε πως είναι καλύτεροι σας; Λοιπόν, εδώ έχετε δίκιο γιατί είδατε ποτέ σας έναν Έλληνα να αφήνει τη χώρα του και την καταγωγή του όπως κάνετε εσείς;”
Τα διαγγέλματα αυτά του Παΐσιου επικεντρώνονταν στον τάση εξελληνισμού των Βουλγάρων η οποία γινόταν κυρίως από τους Έλληνες ιερωμένους και την παραδοσιακή ελληνική γραφή των ιερών κειμένων. Τα ανθελληνικά αυτά γραπτά παρουσίαζαν τους Έλληνες σαν κάποιο είδος εθνικού εχθρού των Βουλγάρων. Το πρώτο αντίγραφο του βιβλίου έγινε το 1765.
Ως προς την οργάνωση του, το βιβλίο αποτελείται από δύο εισαγωγές, αρκετά κεφάλαια στα οποία περιγράφονται διάφορα ιστορικά γεγονότα, ένα κεφάλαιο σχετικά με τους Σλάβους διδασκάλους, τους μαθητές των Αγίων Κυρίλλου και Μεθοδίου, ένα κεφάλαιο για τους Βούλγαρους αγίους και επίλογο. Ο Παΐσιος συνέχισε κατόπιν τη διδασκαλία του ως μέλος επαιτικού τάγματος, ταξιδεύοντας σε διάφορες περιοχές της Βουλγαρίας. Θεωρείται ότι πέθανε κατά την επιστροφή του από τη Βουλγαρία στο Άγιον Όρος, στην περιοχή της Στενημάχου (σημερινό Ασένοβγκραντ).
Αυτά τα ολίγα για να γνωρίζετε τις νομίσματα θα πάρετε στα χέρια σας σε λίγους μήνες, όταν οι χιλιάδες επισκέπτες από τη Βουλγαρία θα κατακλύσουν και πάλι την περιοχή μας.