Χρονόμετρο

    ΤΟ ΑΡΧΑΙΟΤΕΡΟ ΙΕΡΟ ΤΟΥ ΑΣΚΛΗΠΙΟΥ ΤΗΣ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ, ΒΡΙΣΚΟΤΑΝ ΣΤΗΝ ΚΑΒΑΛΑ!!! Αντισάρα μια αρχαία πόλη, μέσα στον αστικό ιστό

    Δημοσιεύτηκε στις

    Στην χερσόνησο της Καλαμίτσας κάτω από τόνους μπετόν «κοιμάται» η αρχαία αποικία των Θασίων και ένα ιερό που χρονολογείται από τον 7ο π.Χ.

     

    Γράφει ο Θεόδωρος Αν. Σπανέλης

     

    Πηγαίνοντας προς τα δυτικά της Καβάλας, μόνο ένας προσεκτικός παρατηρητής θα διαπιστώσει ότι, στο ύψωμα και επάνω στο πεζοδρόμιο, προς την μεριά της θάλασσας, υπάρχει μια επιγραφή, στα γνωστά χρώματα, δηλωτικά ύπαρξης αρχαιολογικού χώρου, που αναγράφει «Αρχαία Αντισάρα». Αν κάνει τον κόπο κάποιος να σταματήσει για να αναζητήσει την παλιά πόλη, δεν θα δει και πολλά πράγματα, γιατί σχεδόν το σύνολο του αρχαίου οικισμού έχει θαφτεί κάτω από τόνους μπετόν!!!Το μοναδικό απομεινάρι αυτής της παλιάς πόλης είναι ένα τμήμα του ανατολικού τείχους και τίποτα άλλο. Δεν υπάρχει ούτε ένα κείμενο με αναφορές στο τι ήταν και τι βρέθηκε στις ανασκαφές που έγιναν κατά το παρελθόν.

     

    Το παράδοξο στην ιστορία είναι ότι το 1934 διεξήχθη η πρώτη ανασκαφή από τον Γεώργιο Μπακαλάκη και όλα τα ενδιαφέροντα ευρήματα που είχαν μεταφερθεί στο Αρχαιολογικό Μουσείο Καβάλας, εκλάπηκαν από τους Βουλγάρους, στην κατοχή του 1941, ορισμένα από αυτά φυγαδεύτηκαν στην Βουλγαρία, ενώ άλλα ένας αρχαιολόγος των δυνάμεων κατοχής έριξε στην θάλασσα όσα δεν θεωρούσε σημαντικά. Όπως βλέπουμε η συγκεκριμένη πόλη, αν και άντεξε πολλούς αιώνες, έπεσε θύμα της σύγχρονης βαρβαρότητας, νεοελληνικής και εισαγώμενης.

     

    Ποια ήταν όμως η Αντισάρα; Πρέπει να ξεκίνησε ως εμπορικός σταθμός των Παρίων, κατά τον 7ο αιώνα, στην συνέχεια πέρασε στους Θάσιους που είχαν ιδρύσει διάφορα εμπορία σε όλη τη παραλιακή ζώνη, την Θασίων Ήπειρο, όπως την ονόμαζαν, ενώ ο Στέφανος ο Βυζάντιος, προσδιορίζει ότι βρισκόταν στους πρόποδες του όρους Σύμβουλου και ήταν επίνειο της πόλης του Δάτου.

    Η Αντισάρα δεν ήταν μια ανεξάρτητη φορολογούμενη πόλη αλλά ουσιαστικά αναφέρεται ως προσδιοριστική της θέσης της Νεάπολης, της σημερινής Καβάλας, ως Νεάπολις παρ’ Ἀντισάραν στους φορολογικούς καταλόγους της Α’ Αθηναϊκής Συμμαχίας που χρονολογούνται στα έτη 450π.Χ. και εξής.

     

     

    Σε αυτόν τον χώρο λοιπόν, που η κύρια χρήση του ήταν η εμπορική δραστηριότητα, εντοπίστηκε η ύπαρξη του αρχαιότερου ιερού της Μακεδονίας με αφιέρωση στον Ασκληπιό. Αυτό σημαίνει ότι πέρα των εμπόρων, η πόλης διέθετε χώρο για την θεραπεία της ψυχής και του σώματος. Το κοντινότερο ιερό του Ασκληπιού που έχει εντοπιστεί στην περιοχή μας, βρίσκεται στο σημερινό Ακροβούνι, στον χώρο της λατρείας του ιππέα Ήρωα Αυλωνίτη. Αυτό που γνωρίζουμε από τις πηγές είναι ότι στα Ασκληπιεία κατά την αρχαιότητα η θεραπεία των ασθενώς γινόταν με την μέθοδο της Εγκοίμησης.

     

    Η Εγκοίμηση, ήταν μια τελετουργική πρακτική, η κορύφωση μιας διαδικασίας προσευχής και κάθαρσης προκειμένου να κοιμηθεί κάποιος σε ένα ιερό χώρο με σκοπό να δεχτεί ένα αποκαλυπτικό όνειρο, στο οποίο θα λάβει οδηγίες για το πώς θα θεραπευτεί. Ήταν μια θεραπευτική μέθοδος που συνδέθηκε άρρηκτα με την προ-Ιπποκράτεια Ιατρική. Η εγκοίμηση κυρίως είναι συνδεδεμένη με την Ιερή Ιατρική του Ασκληπιού και αντανακλά ευρύτερα την αντίληψη της αρχαιοελληνικής σκέψης για την έννοια της ίασης και της θεραπείας.

     

    Μετά από μια διαδικασία σωματικής και ψυχικής κάθαρσης, ο ασθενής- ικέτης έπεφτε να κοιμηθεί σε ιερό χώρο, αναζητώντας ένα αποκαλυπτικό όνειρο θεραπείας, μια συνάντηση με το Θείο μέσα στο όνειρο, που σηματοδοτεί την ίαση. Αυτή ήταν η ουσία της διαδικασίας και γι’ αυτό, όπου υπήρχαν αυτά τα θεραπευτήρια συνέρρεαν ασθενείς από παντού και δεν ιδρύονταν σε τυχαίους τόπους, καθώς η επιλογή του σημείου όπου θα λειτουργούσε αυτός ο ιερός χώρος, επιλέγονταν με μια σειρά από κριτήρια.

     

    Επίσης αυτό που γνωρίζουμε είναι ότι οι ιερείς που έδιναν οδηγίες τους πιστούς φρόντιζαν  να δημιουργήσουν έντονη αυθυποβολή και θρησκευτική έξαρση στον ασθενή, για να καταστεί δυνατόν να παρουσιαστεί στον ύπνο τους ο θεός και να τους θεραπεύσει. Στο πλαίσιο της προετοιμασίας εντάσσονταν η προσευχή, ειδικές δίαιτες, νηστεία, λουτρά, οι ύμνοι με διάφορες τελετές όπως θεατρικές παραστάσεις και μουσικά δρώμενα, ανάγνωση, γυμναστική, μαλάξεις, εισπνοή αναθυμιάσεων.

     

    Η όλη διαδικασία κορυφωνόταν με την ίδια την Εγκοίμηση, όπου μέσα στον ιερό χώρο, το άβατο, υπήρχαν κρεβάτια  όπου ο πιστός, ξαπλωμένος, περίμενε να δει στο όνειρό του τον Θεό για να τον οδηγήσει στη θεραπεία, νωρίτερα είχε καταναλώσει και διάφορα αφεψήματα βοτάνων, ώστε να έχει ένα βαθύ και αποκαλυπτικό ύπνο.

     

    Ο θεός εμφανιζόταν στον ύπνο του ασθενή με διάφορες μορφές, ανθρώπου ή ζώου και τον άγγιζε στο σημείο της πάθησης και του έδινε οδηγίες. Στην συνέχεια υπήρχε μια πλούσια παροχή δώρων από τον ασθενή προς τον ιερό χώρο, για την θεραπεία του, οπότε αυτοί οι χώροι σύντομα γέμισαν με αφιερώματα, ακόμη και με χρυσά αντικείμενα.

     

    Το ασκληπιείο της Αντισάρας

     

    Στο ακρωτήριο της χερσονήσου «Καλαμίτσα» έχουν ανασκαφεί διάφορα οικοδομικά λείψανα που ανήκουν κατά βάση στον περίβολο αλλά και σε κτήρια της αρχαίας Αντισάρας, μιας πόλης που αναφέρεται για πρώτη φορά στους φορολογικούς πίνακες της Α’ Αθηναϊκής ηγεμονίας.

    Κατά τα χρόνια του 1969-70 η Αρχαιολογική Υπηρεσία επανήλθε στο χώρο με αφορμή την ανέγερση ενός μεγάλου ξενοδοχείου στην άκρη του ακρωτηρίου και η ανασκαφή έφερε στο φως μια σειρά από σημαντικά στοιχεία.

     

    Στο εσωτερικό της πόλης εντοπίστηκαν αρχιτεκτονικά κατάλοιπα τα οποία σύμφωνα με την ανασκαφέα Χάιδω Κουκούλη Χρυσανθάκη ανήκουν σε ένα ιερό του Ασκληπιού. Πρόκειται μάλιστα για την πρωιμότερη μαρτυρία της λατρείας του στην Μακεδονία όπως χαρακτηριστικά τονίζει ο γνωστός Καθ. Κλασικής Αρχαιολογίας και Επιγραφικής, Α.Π.Θ. Εμμανουήλ Βουτυράς.

     

    Αρχικά ανασκάφηκαν τα κατάλοιπα που είχε ανασκάψει ο Μπακαλάκης τα οποία ωστόσο εντοπίστηκαν σε πολύ κακή κατάσταση διατήρησης. Πρόκειται για μια τετράπλευρη προβολή του τείχους προς τα νότια η οποία αρχικά έδινε την εντύπωση πύργου. Εσωτερικά χωρίζεται σε ένα μεγάλο ανατολικό διαμέρισμα διαστάσεων 8×5,5μ. ενώ το δυτικό τμήμα καταλαμβάνουν δυο μικρότεροι χώροι διαστάσεων 5×5μ. και 4×5μ. αντίστοιχα251. Εντός των δύο μεγαλύτερων χώρων αποκαλύφθηκαν δύο μικρές τετράπλευρες κατασκευές από τμήματα γρανίτη οι οποίες όπως προκύπτει από τα εκτεταμένα ίχνη καύσης που παρουσίαζαν τα υλικά δομής πρέπει να λειτουργούσαν ως εστίες.

     

    Κατά την αρχαιολόγο Χάιδω Κουκούλη-Χρυσανθάκη τα δωμάτια αυτά πρέπει να είχαν κατασκευαστεί στα τέλη του 6ου π.Χ. και να λειτουργούσαν ως λατρευτικοί οίκοι ενός ιερού το οποίο ωστόσο λόγω της πρωιμότητας των ευρημάτων καμία σχέση δεν θα είχε με την λατρεία του Ασκληπιού.

    Από το εσωτερικό τους συνελέγησαν όστρακα του τέλους του 6ου και του 5ου π.Χ. πολύ καλής ποιότητας τόσο από τοπικά εργαστήρια όσο και από εισαγμένα αττικά ενώ η χρήση των χώρων αυτών βεβαιώνεται από τα ευρήματα και για τον 4ο π.Χ.

    Σε κάποια μεταγενέστερη φάση κατασκευάστηκε στα βόρεια και σε επαφή με το συγκρότημα των δωματίων ένας ογκώδης εξωτερικός τοίχος προς ενίσχυση προφανώς του περιβόλου στον οποίο συμβατικά του δόθηκε ο χαρακτηρισμός «πύργος».

     

    Ο Μπακαλάκης το ερμηνεύει ως «μια αρχική του περιβόλου προς Ν. απόφυσις». Στο μικρότερο από τους τρεις χώρους εντοπίστηκαν τοιχάρια κατασκευασμένα από λίθους και θραύσματα κεράμων τα οποία πρέπει να ανήκαν σε ένα επιπόλαιας κατασκευής κτίσμα των ύστερων ρωμαϊκών-παλαιοχριστιανικών χρόνων όπως προέκυψε από τα όστρακα που εντοπίστηκαν στην επίχωση του χώρου. Η εστία του μεγαλύτερου ανατολικού χώρου είχε διαστάσεις 1,5×1,22μ. Η άνω επιφάνειά της βρέθηκε καλυμμένη με ένα στρώμα από συμπαγή λόγω υψηλών θερμοκρασιών πηλό πάχους 7εκ., στο οποίο είχαν προστεθεί και άχυρα. Από το παραπάνω στρώμα προέκυψαν μικρά όστρακα από αγγεία καθημερινής χρήσης, οστά ζώων, όστρεα. Η δεύτερη έχει σε μεγάλο βαθμό καταστραφεί από την παρακείμενη νεότερη κατασκευή. Εντοπίστηκαν όστρακα από τοπικά εργαστήρια που διατηρούν την υπογεωμετρική παράδοση καθώς και θραύσματα αγγείων καλών αττικών αγγειογράφων του α΄μισού του 5ου π.Χ., του τέλους του 5ου π.Χ. και κυρίως του 4ου π.Χ.

    Από τον ευρύτερο χώρο προέκυψαν δύο θραύσματα από μάρμαρο Θάσου τα οποία έφεραν πολύ καλή επεξεργασία. Πρόκειται για ένα απότμημα στήλης.

    Το 1969-70 η έρευνα επεκτάθηκε στα βόρεια του «πύργου» όπου σε επαφή με αυτό εντοπίστηκαν δωμάτια τα οποία λειτουργούσαν προφανώς ως βοηθητικοί-αποθηκευτικοί χώροι όπως προκύπτει από την ανεύρεση τριών τουλάχιστον πιθαριών τοποθετημένων στο έδαφος. Η οικοδόμηση του παραπάνω συγκροτήματος πρέπει να τοποθετηθεί στο 4ο π.Χ. Στο εσωτερικό τους βρέθηκαν ερυθρόμορφα όστρακα των αρχών ακόμη του 4ου π.Χ με εγχάρακτες αναθηματικές επιγραφές στον Ασκληπιό (ΑΣΚΛΗΠΙΟΙ, ΘΕΟΙ), γεγονός που οδήγησε στην ταύτιση του οικοδομικού συνόλου με ιερό του Ασκληπιού. Κατά την Κουκούλη-Χρυσανθάκη στον αρχικό πυρήνα του ιερού που χρονολογείται ήδη από τον 6ο π.Χ και αποτελούνταν από τα δωμάτια με τις εστίες που είχε ανασκάψει ο Μπακαλάκης προστέθηκε στις αρχές του 4ου π.Χ. το βόρειο συγκρότημα των βοηθητικών-αποθηκευτικών χώρων. Ενισχυτικό της ταύτισης του όλου χώρου διαχρονικά με ιερό αποτελεί η εύρεση εντός της επίχωσης του 4ου π.Χ. ενός χείλους ιωνικής κύλικας που χρονολογείται στα τέλη του 6ου π.Χ. αι. ή στο α’ μισό του 5ου π.Χ. και φέρει εγχάρακτη επιγραφή με το όνομα Ἐπιγέν[ης], ενός κατά πάσα πιθανότητα αναθέτη.

    Κατά τις ανασκαφικές εργασίες του 1969 εντοπίστηκαν δυστυχώς μόνο τα θεμέλια από τον αποκαλούμενο από τον Μπακαλάκη «πύργο» με αποτέλεσμα να μην είναι δυνατός ο έλεγχος της σχέσης των κτισμάτων εκατέρωθεν αυτού, αν δηλαδή τα δύο συγκροτήματα, βόρειο και νότιο, εξακολούθησαν να λειτουργούν ταυτόχρονα ή εάν με την ανέγερση του αποκαλούμενου «πύργου» καταργήθηκε πλήρως το νότιο όπως υποστηρίζει ο Μπακαλάκης.

    Πάνω από την φάση του 4ου π.Χ. εντοπίστηκαν ελάχιστα κτίσματα που από την ευρεθείσα κεραμική χρονολογούνται στα όψιμα ελληνιστικά και πρώιμα ρωμαϊκά χρόνια γεγονός που υποδεικνύει πως ο χώρος συνέχισε να χρησιμοποιείται και σε μεταγενέστερες εποχές.

     

    Την επόμενη φορά που θα περάσετε από το σημείο που βρίσκεται – ότι απέμεινε από την αρχαία Αντισάρα – πιστεύω θα κοιτάξετε με περισσότερο ενδιαφέρον αυτόν τον παρατημένο τόπο.

     

    ΠΗΓΕΣ:

    • Πρακτικά της ’Αρχαιολογικής Εταιρείας 1938 – Γεώργιος Μπακαλάκης: Άνασκαφή έν Καβάλά καί τοΐς πέριξ
    • ΛΙΟΥΛΙΑΣ ΣΤΕΡΓΙΟΣ – ΚΥΡΙΑ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ – Η ΛΑΤΡΕΙΑ ΤΟΥ ΑΣΚΛΗΠΙΟΥ ΣΤΗ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ.

    Δημοσιεύτηκε στις

    Επιτρέπεται η αναδημοσίευση του περιεχομένου της ιστοσελίδας εφόσον αναφέρεται ευκρινώς η πηγή του. Νόμος 2121/1993 και κανόνες Διεθνούς Δικαίου που ισχύουν στην Ελλάδα.