Χρονόμετρο

    Μόνο το αντίδωρο παίρνουμε από την Εκκλησία!

    Δημοσιεύτηκε στις

    του αποιχομένου γέροντός μας

    Μητροπολίτου Φιλίππων, Νεαπόλεως & Θάσου

    κυρού Προκοπίου

     

    Τα μυστικά των καρδιών από μας δεν δημοσιεύονται, αναντίρρητα. Είναι κομμάτι του ανθρώπινου μυστηρίου, μέσα στο άχραντο μυστήριο της Εκκλησίας, του αιώνιου εκκλησιασμού μας. Όμως θα αποτολμήσω μιαν παρέκβαση, συγκλονισμένος ακόμη από εκείνην την πρώτη έκπληξη και συγκίνηση μιας τόσον αδόκητης απώλειας…

    «Άκου, Δημήτριε, μου έλεγε όταν ακόμα ήταν διάκονος. Στην Εκκλησία προσφέρουμε και πάλι προσφέρουμε. Δεν (απο)λαμβάνουμε. Δεν παίρνουμε πίσω τίποτε για μας. Τ᾽ ακούς; Εντελώς τίποτε. Στην Εκκλησία κομίζουμε τα δώρά  μας, ο,τι χρειάζεται λειτουργικά να προσκομίσουμε προς τον Θεό. Μέσα από την καρδιά μας. Και δεν έχουμε δικαίωμα τίποτε να πάρουμε από την Εκκλησία για χάρη μας, για τον εαυτόν μας. Τίποτε. Μόνο το αντίδωρο»!

    Αυτά τα λόγια προσδιόριζαν την στάση ζωής του μακαριστού Γέροντά μας Προκοπίου. Δεν ομιλούσε εκείνη την ώρα για την κοινωνία του ζώντος Θεού, που είναι το άπαν της ύπαρξης και της ζωής μας. Αναφερόταν στα ιδιοτελή οφέλη, από κάποιες αφορμές συζητήσεων.

    Αυτές περίπου τις ίδιες συμβουλές είχε απευθύνει αδελφικά και σε δύο πνευματικούς του αδελφούς, οι οποίοι είχαν διαμετρικά αντίθετο προσανατολισμό από τον ίδιο. Ενθυμούμαι χαρακτηριστικά ότι στην ενθρόνισή του δεν είχε χρήματα για να παραθέσει την τράπεζα και δανείσθηκε από τον συνονόματό του παραδελφό ένα μεγάλο ποσό, ώστε να μην επιβαρύνει την Μητρόπολη που θα ποίμαινε, το οποίο και επέστρεψε δι’ εμού σε εύλογο χρονικό διάστημα.

    ***

    Μου άνοιγε την καρδιά του και μου εξομολογιόταν τούτο το φρόνημά του, το φύλλο ευθείας πορείας, τη γραμμή σταθερής πλεύσης. «Τίποτε…!» Απορούσα μαζί του. Όχι με το σαφέστατο μήνυμα. Αλλά μ᾽ εκείνον το γνωστό απόλυτο τρόπο του, που δεν επιδεχόταν διακυμάνσεις και μισόλογα, υπαναχωρήσεις και συμβιβασμούς. Μιλούσε αργά, με το χαρακτηριστικό του τρόπο ομιλίας και έκφρασης. Δεν ήταν ότι κόμπιαζε. Μα ήθελε να τονίσει καλά-καλά αυτό που πίστευε, αυτό που αποζητούσε, αυτό που ζούσε, παραμερίζοντας τα περιττά κι ανούσια. Ακόμη και στις ατέρμονες συζητήσεις μας, μερικές φορές, απεχθανόταν τα “έπεα πτερόεντα”, τα εύκολα λόγια που δεν έχουν απήχημα ήθους και απήχηση βίωσης. Γι᾽ αυτό μιλούσε αργά, κοφτά-ορθά, κόβοντας το λόγο, ορθώνοντας το δέον, το δέος της ψυχής του, την απόλυτη αγάπη του για το Χριστό και για την Εκκλησία.

    Γι᾽ αυτό και δεν δυσανασχετούσε ποτέ, όταν του ανέθεταν δια Συνόδου κι αναδεχόταν τις πλέον δύσκολες υποθέσεις, που απαιτούσαν αλύγιστη προσεκτικότητα, διαρκή μόχθο δουλειάς και τελικά φορτίο κόπου και κόπωσης. Ακόμη κι όταν μερικές φορές ανακαλούσαν την προτελευταία στιγμή την επί Συνόδου ανάγνωση της εισήγησής του, ο ίδιος πάντως δεν μετακινούνταν από την εκκλησιαστική ευπρέπεια (δεν γινόταν κι αλλιώς).  Πάντως δεν τον ενδιέφερε ο “ίδιος” αποκλεισμός, ο εαυτός του, αλλά η ᾽Εκκλησία. Ο κίνδυνος υπονόμευσης της Εκκλησίας από πολιτικές περιθωριοποίησης της Εκκλησίας από τα κοινωνικά δρώμενα, αυτός ήταν ο αποκλειστικός καημός του· κανένα απολύτως κρατούμενο για τον εαυτό του. Είναι εμφανές από τις μελέτες του, δημοσιευμένες στην “Εκκλησία” η σε άλλα έγκυρα περιοδικά (πρβλ. εισήγηση “Εκκλησία και Σύνταγμα”, δημοσιευμένη στο περ. “Χριστιανός”, 272, τ. Οκτωβρίου-Δεκεμβρίου 1984, και αυτοτελή έκδοση Φεβρουαρίου 1985).

    ***

    Εκείνο το ομολογημένο “τίποτε δεν παίρνουμε”, ίσχυε ακόμη και για τις αναπόδραστες αντοχές του, για τα επιβεβλημένα κενά χρόνου κι ανάπαυλας, για τα τυπικά επισκοπικά του αυτονόητα. Στην επαινετή παρά πάντων εκκλησιαστική του στράτευση των 57 χρόνων (το μεγαλύτερο κομμάτι της 78χρονης δια βίου πορείας του), ο μακαριστός Γέροντάς μας “δια το έργον Χριστού” “παραβουλευόταν τη ψυχή”, για να αναπληρώσει πολλά πολλών υστερήματα (πρβλ. Φιλ. 2, 30). Και ποτέ μα ποτέ δεν αυτοπροβλήθηκε, δεν εγκαυχήθηκε, δεν θεώρησε σαν αφορμή η αιτία ευφημίας το εν κόποις χρεωλύσιο της δεδομένης ευθύνης του. Ούτε και σ᾽ αυτό δεν διεκδίκησε κάτι από την Εκκλησία γενικά η από την τοπική Μητρόπολη. Ούτε ένα… “αντίδωρο”.

    Πόσοι έχουν διαπιστώσει με τα ίδια τους τα μάτια την απλότητα και αυτεξυπηρέτηση των μετακινήσεών του από Καβάλα προς Αθήνα, για τις Συνοδικές υποχρεώσεις (το δημοσίευσαν ήδη προ 40μερου). Μα κι εγώ προσωπικά τον εκλιπαρούσα να τον μεταφέρουμε την περίοδο της ανημποριάς του (και δεν το δεχόταν), οπότε αναγκαζόμουν τουλάχιστον να του αρπάζω πολλές φορές από τα χέρια το χαρτοφύλακα και το σάκκο, έστω μέχρι το αυτοκίνητο στην αυλή του Συνοδικού μεγάρου. Είχε εθισθεί να ζει απλά, να προσφέρεται, χωρίς να επιτρέπει στον εαυτό του απολαβές.

    Κυριολεκτικά αναλισκόταν για τους χριστιανούς της επαρχίας του και τα προβλήματά τους. Πάντοτε ήταν διαθέσιμος να ακούσει, να μελετήσει, να φροντίσει για την παραμικρή εκκρεμότητα επίλυσης. Γι’ αυτό και το γραφείο του το είχε μεταφέρει στην είσοδο του Επισκοπείου, όπου και δίκην κλητήρος επιλαμβανόταν και για τις παραμικρές λεπτομέρειες κάθε υπόθεσης. Δεν άφηνε οτιδήποτε να του ξεφύγει απ’ όσα γίνονταν στην Μητρόπολή του. Υπόδειγμα ποιμαντορίας, παράδειγμα καλού ποιμένα. Ήταν τόση η εθελοπροσφορά του προς την τοπική Εκκλησία-Μητρόπολη, ώστε απαιτούσε μιαν ανάλογη στοιχειώδη (κατ᾽ αυτόν) επιστράτευση των κληρικών. Υπήρξαν πολλοί που δεν άντεξαν τους ρυθμούς, που ήθελαν ανθρωπίνως κάτι παραπάνω από ένα “αντίδωρο”. Στην περίπτωσή μας υπήρξε απλώς μία διαφορετική ποιμαντική, αλλά πάντοτε αγαπητική προσέγγιση των νέων ανθρώπων. Αυτό υπήρξε και το μοναδικό πεδίο της “διαφωνίας” μας. Η χαρά του εκδηλωνόταν έντονα όταν κατά τις επισκέψεις του στη Μητρόπολη Γουμένισσας με αντίκριζε πλαισιούμενο από τους εκ Καβάλας προερχομένους κληρικούς, που με ακολούθησαν και ως προσοντούχοι ιερείς διαπρέπουν στην διακονία της τοπικής μας Εκκλησίας. Ομολογούσε δημοσίως “πόσο δίκαιο είχες που αγωνίσθηκες για να αναστηλώσεις την εικόνα του Χριστού στις συνειδήσεις των παιδιών μας”!

    Η τελευταία του επίσκεψη με αφορμή την συμπλήρωση 25ετιας της επισκοπικής μου διακονίας και των θυρανοιξίων του Μητροπολιτικού Ναού του Αγίου Γεωργίου, έγινε αιτία να εκδηλώσει την πλήρη ικανοποίησή του ώστε έμπλεως χαράς να αναφωνήσει σε ομήγυρη γνωστών του, “ο Δημήτριος είναι δικό μου παιδί” –σαν να απολάμβανε ο ίδιος τους καρπούς των κόπων του– “δεν θα μπορούσα να απουσιάσω αν και νιώθω πολύ κουρασμένος”.

    ***

    Καρπός της βαθειάς πίστης, της λειτουργικής του αναφοράς, της όλης ασκητικής ολιγάρκειας, αυτός ο σταθερός του τρόπος ανάλωσης και προσανάλωσης ήταν μια από τις πολλές πτυχές του βίου του, τις πρακτικές κι όμως συνεκκλησιάζουσες, σ᾽ εκείνο το ανέλπιστο κι όμως θεόδοτο χάρισμα της αρχιερωσύνης που του χαρίστηκε στα 1974, της αποστολικής διαδοχής για την περικλεή Μητρόπολη Φιλίππων. Αποδείχθηκε τελικά στις συνειδήσεις όλων πως ―μέσα από τις φαινομενικώς ανθρώπινες επιλογές και συγκυρίες― ενεργούσε η σφραγίδα του Ποιμένα και Επισκόπου των ψυχών μας. Καθώς πράγματι ο μητροπολίτης Προκόπιος “ερμήνευσε” εκείνο το “μόνον αξίως του ευαγγελίου του Χριστού πολιτεύεσθε” (πρβλ. Φιλ, 1, 29) και με τη δική του ισόβια επιμαρτυρία για την υπευθυνότητα της στάσης μας ενώπιον της μεγάλης κρίσεως της εποχής μας. Αυτό επιμαρτυρεί και το γεγονός, ότι προβληματιζόταν σοβαρά πως θα αξιοποιήσει τα χρήματα της Μητροπόλεως για την κάλυψη των “κόκκινων δανείων” των πολυτέκνων οικογενειών της Επαρχίας του. Όταν του τηλεφώνησα για να του ευχηθώ τη δεύτερη μέρα της ονομαστικής του εορτής, μου εκμυστηρεύθηκε την αγωνία του για το πως θα θεσμοθετήσει νομικώς αυτήν την βοήθεια προς τους πολυτέκνους. Δεν γνωρίζω αν πρόλαβε η όχι.

    Ήταν δύσκολος κι ασυγκατάβατος, ποτέ δεν θα πετύχαινε σαν πολιτικός. Αποτελούσε κοινό μυστικό για τους Συνοδικούς Αρχιερείς, πως δεν γινόταν να μεταλλάσσει γνώμες, να μετακινείται από τις τεκμηριωμένες θέσεις του. Γι᾽ αυτό και υπήρξαν οι ματαιώσεις της Συνοδικής συνδρομής του, σε κρίσιμες συγκυρίες εκκλησιαστικών-πολιτικών διεργασιών.

    Το έζησα από κοντά, στα πρώτα βήματα της ιερατικής μου διακονίας. Έστω κι αν τον γνώριζα από το 1960, εβίωνα με έκπληξη την κατηγορηματικότητα των λόγων του. Και σαν συνεπίσκοπος επί Συνόδου της Ιεραρχίας πάντοτε επιβεβαίωνα τα αυτονόητα του χαρακτήρα του. Τον ήξερα από νεότατο κληρικό ακόμη, ήταν σταθερός σε όλα του. Σε σημείο που να αποκάμω ώρες-ώρες, καθώς συνομιλούσαμε, γιατί ποτέ στις σκέψεις του και στις συζητήσεις του δεν επέτρεπε κάποιο διάλειμμα επανάπαυσης και υποστροφής.

    Ακόμη και στην έσχατη ώρα του βίου του, ανθρωπίνως, στάθηκε καταλύτης εκείνο το κοπιώδες απόλυτο μιας ισόβιας συνέπειας, τρομερά κουραστικής, αφάνταστα βαριάς, και τελικά ασήκωτης. Ο διάκονός μου, π. Μιχαήλ, διακονώντας τον κατά την προτελευταία του θεία λειτουργία στη μνήμη της αγίας Παρασκευής στη Θάσο, τον είδε εντελώς εξαντλημένο. Παρ’ όλη την ταλαιπωρία του, διαζωγραφισμένη στο πρόσωπό του, ζητούσε να ενημερωθεί για τη Μητρόπολη και για μένα προσωπικά. Σε επικοινωνία μας, του συνέστησα να μην κουράζεται και να φροντίσει τον εαυτόν του και την υγεία του. Αλλά δυστυχώς για το χαρακτήρα του αυτό ήταν αδιανόητο.

    ***

    Μα δεν φανταζόμουν άλλη μια περιλάλητη επιβεβαίωση εκείνων των λόγων του μακαριστού, την “εξομολόγηση” δια των πράξεων…

    Την έκπληξη που ένιωσαν οι υπεύθυνοι για το πνευματικό-εκκλησιαστικό κεφάλαιο, ακόμη και για το υπολογίσιμο μεγάλο οικονομικό αποθεματικό της Μητροπόλεως που απόμεινε πίσω του, κληροδοσία υπέρ της Μητροπόλεως, να την χειριστεί ο διάδοχος Μητροπολίτης.

    Και τις εκπλήξεις που έζησαν οι Εισαγγελείς στη Θάσο και στην Καβάλα, μόλις αντίκρισαν τα υπνοδωμάτιά του. Ούτε ασκητής να ήταν! Τόση λιτότητα, τόση απλότητα, τόσος αυτοπεριορισμός τους φαινόταν απίστευτος για ένα Μητροπολίτη. «Εδώ έμενε ο Μητροπολίτης; Μα αυτό είναι μία αποθήκη!» Αφάνταστη λιτότητα, που ασφαλώς απηχείτο στην όλη του ζωή. Αφορμή να δοξολογήσουν το Θεό, για την αρετή “την εν κρυπτώ”. Δίδαγμα ακόμη και μεταθανάτιο λιτότητας, τ.ε. στοιχειώδους πιστότητας στην “κένωση” του σαρκωμένου Θεού, που δεν είχε “που την κεφαλήν κλίνη”. Παράδειγμα προς μίμηση. Το έσχατο κήρυγμα του κοιμηθέντος Ποιμενάρχη προς το πλήρωμα της Μητροπόλεως, η επισφράγιση του ισόβιου σεβασμού του στην Παύλεια διακήρυξη: «ημών το πολίτευμα εν ουρανοίς υπάρχει, εξ ου και σωτήρα απεκδεχόμεθα Κύριον Ιησούν Χριστόν, ος μετασχηματίσει το σώμα της ταπεινώσεως ημών σύμμορφον τω σώματι της δόξης αυτού» (Φιλ. 3, 20-21).

    ***

    Τούτη την περίοδο της εύλογα αρξάμενης “εριθείας” περί το εκεί μείζον εκκλησιαστικό διακόνημα, ας μιλήσουμε “εξ αγάπης”, “κηρύττοντες Χριστόν”, όπως θα απαιτούσε ο Παύλος από των Φιλιππησίων.

    Τώρα πλέον ο αοίδιμος μητροπολίτης Φιλίππων, Νεαπόλεως & Θάσου κυρός Προκόπιος αναπαύεται εν σκηνώματι στον Άγιο Σίλα, με την ισόβια ακεραιότητά του ως διαρκές υπόδειγμα “εις προκοπήν του ευαγγελίου” (πρβλ. Φιλ. 1, 12).

    Ανθρωπίνως το παράδειγμα του μακαριστού παραμένει περισπούδαστο, αξιοτίμητο, ευλογία Θεού για όλους, μοιρασμένο δώρημα για την καθ᾽ Ελλάδα Εκκλησία, κληρονομιά για τον εκλεγησόμενο διάδοχό του. Όμως ο λαμπερός ανθρωπίνως βίος λογιάζεται από τους θεόπτες σαν σκότος εμπρός στο άγιο κι απερινόητο φως, τον Χριστό μας.

    Γι᾽ αυτό κι εμείς που πράξαμε μιαν παράβαση στην εξομολόγηση του παραδείγματός του, θα προχωρήσουμε σε μιαν υπέρβαση αγάπης και σεβασμού. Εμείς θα… πάρουμε από την Εκκλησία κάτι περισσότερο από το λειτουργημένο αντίδωρο του 40ημερου μνημοσύνου. Λάβαμε μεν την ύστερη απολαμπή του αοιδίμου. Παρακαλούμε και δεόμεθα να του δοθεί από τον φιλανθρωπότατο Δεσπότη αιωνίως, με τις δεήσεις της Παντοβασίλισσας Δέσποινάς μας, να απογεύεται εν Κυρίω την ανατολή και όλο περισσότερο την ανατολή προς το μεσουράνημα του Ηλίου της δικαιοσύνης, του ακτίστου Φωτός. Την ατέλεστη τελειότητα της βασιλείας του Σωτήρος ημών Θεού.

     

    †ο Γουμενίσσης Δημήτριος

    ταπεινώς

    εκδεχόμενος την πολύτιμη παρακαταθήκη του

     

     


    Δημοσιεύτηκε στις 0

    Επιτρέπεται η αναδημοσίευση του περιεχομένου της ιστοσελίδας εφόσον αναφέρεται ευκρινώς η πηγή του. Νόμος 2121/1993 και κανόνες Διεθνούς Δικαίου που ισχύουν στην Ελλάδα.