Εκδόθηκε από το Ιστορικό και Λογοτεχνικό Αρχείο Καβάλας η παλιά διδακτορική διατριβή που είχε υποβληθεί από την Αιμιλία Στεφανίδου το 1991 στο ΑΠΘ. Την αρχική φωτοαντιγραφική δημοσίευση ακολούθησαν και νεότερες ανατυπώσεις της μελέτης αυτής. Η νέα έντυπη έκδοση της ενδιαφέρουσας αυτής εργασίας θεωρήθηκε επιβεβλημένη για να συμπεριλάβει και τη νεότερη βιβλιογραφία που ήρθε στο φως με πλήθος ανακοινώσεων, άρθρων και νέων βιβλίων που κυκλοφόρησαν από το 1991 έως σήμερα. Η συγγραφές διαπραγματεύεται την νεότερη ιστορία της πόλης(1391 – 1912) την οποία διαιρεί σε τρεις περιόδους. Η πρώτη αρχίζει με την καταστροφή της πόλης το 1391 και λήγει το 1700. Η δεύτερη αρχίζει με την εγκατάσταση της πρώτης γαλλικής προξενικής αρχής και φθάνει έως το 1840, οπότε αρχίζει η τρίτη και τελευταία περίοδος της τουρκοκρατίας που διαρκεί από το 1840 έως το 1912. Κατά την τελευταία περίοδο η Καβάλα κατέστη πασίγνωστη σε όλη την Ευρώπη με την «εξειδίκευση της παραγωγής και της εμπορίας ενός μόνο προϊόντος, του καπνού, του οποίου η μεγάλης κλίμακας εμπορευματοποίηση κατευθύνει την οικονομία της πόλης και της περιοχής της».
Η εργασία της χωρίζεται σε τρία κεφάλαια. Στο πρώτο εξετάζονται οι μεταβολές που εμφανίζονται μέσα στο χρόνο και διαγράφουν την πορεία της ιστορικής εξέλιξης της πόλης. Στο δεύτερο αναλύονται και ερμηνεύονται όλες οι κοινωνικές και οικονομικές συνιστώσες, όπως αυτές παρουσιάζονται και διαμορφώνονται μέσα στην πόλη κατά τις τρεις περιόδους της τουρκικής παρουσίας. Ειδικότερα εξετάζονται τα πληθυσμιακά μεγέθη, η εθνικοθρησκευτική και επαγγελματική σύνθεση του πληθυσμού, οι διακυμάνσεις που παρατηρούνται και σχετίζονται αντίστοιχα με τα πληθυσμιακά μεγέθη άλλων πόλεων και γειτονικών χωριών, το διοικητικό και στρατιωτικό σύστημα που επικρατεί και διαμορφώνει τη συγκεκριμένη συγκρότηση της πόλης, καθώς και η οικονομική δομή που διαφοροποιείται ανάλογα με τις συμμαχίες και τις συγκρούσεις των κοινωνικών ομάδων. Στο τρίτο κεφάλαιο δίνονται στοιχεία που αναφέρονται στην εξέλιξη του δομημένου χώρου της πόλης. Οι αλλαγές που παρατηρούνται κατά την εξέλιξη αυτή οφείλονται στους οικονομικούς και κοινωνικούς μηχανισμούς που διαμορφώνονται μέσα στην πόλη.
Δε θα αναφερθώ σε λεπτομέρειες της μελέτης της κ. Αιμιλίας Στεφανίδου. Θα περιοριστώ μόνο στο ιστορικό μέρος με το οποίο ασχολήθηκα προ τεσσαρακονταετίας, όταν κατά τις ημέρες των διακοπών του Πάσχα του 1965 κλήθηκα από το σύλλογο φοιτητών Καβάλας να δώσω την πρώτη μου διάλεξη με τίτλο: «Η ιστορία της Καβάλας». Οι παλαιότερες ιστορίες της πόλης, που είχαν γραφεί από το δημοσιογράφο Κώστα Σκαλτσά και από το δάσκαλο Σταύρο Ρωμανιά, όχι μόνο δεν πρόσφεραν τίποτα, αλλά δημιούργησαν και σύγχυση με τις ιστορικές ανακρίβειές τους. Οι εργασίες τους γενικά δεν είχαν καμία σχέση με την ιστορική έρευνα. Η συγκέντρωση υλικού από κείμενα περιηγητών, από βενετικά και γαλλικά έγγραφα που είχαν δημοσιευτεί, καθώς και από σκόρπιες μαρτυρίες ειδικών έργων που είχαν γραφεί από γνωστούς ιστορικούς, αποτέλεσαν την αρχική βάση της πρώτης διάλεξης μου του 1965. Συνέχισα να συγκεντρώνω υλικό, με το οποίο συνέγραψα την ιστορία της Καβάλας, έργο που υπέβαλα στο διαγωνισμό που είχε προκηρύξει ο δήμος Καβάλας για την συγγραφή της ιστορίας της πόλης.
Μ’ αδιάσειστα στοιχεία αποδείκνυα την καταστροφή της πόλης το 1391 και τον ανασυνοικισμό της γύρω στα 1529. Ακολούθησε και ο μακαρίτης Δ. Λαζαρίδης, ο οποίος κατέληξε στα ίδια συμπεράσματα.
Η κ. Αιμιλία Στεφανίδου αναφέρεται βέβαια στην καταστροφή και στην κατεδάφιση της χριστώνυμης πόλης «εκ βάθρων» το 1391, αλλ’ αναρωτιέται αν ήταν οριστική ή πρόσκαιρη, ολοκληρωτική ή μερική. Αμφιβάλλει για την διατυπωμένη άποψη ότι η πόλη ήταν έρημη και απροστάτευτη έως το 1520 – 1530 και σχολιάζει τις πληροφορίες που οδήγησαν σ’ αυτή την άποψη επισημαίνοντας το γεγονός της μη αξιοποίησης των τουρκικών απογραφών, που θεωρεί την εγκυρότητά τους αδιαμφισβήτητη και που «μπορούν να προδιαγράψουν μια νέα κατεύθυνση».
Από τα στοιχεία που παραθέτει η κ. Αιμιλία Στεφανίδου διαπιστώνεται ότι όλες οι δυτικές πηγές συμφωνούν ότι το κάστρο της Χριστούπολης, που μετονομάστηκε σε Καβάλα, ήταν έρημο και ακατοίκητο. Αναφέρεται η μαρτυρία του Γάλλου διπλωμάτη Βertrandon de la Broquière, που διέσχισε τη Μακεδονία στα 1433, του αιχμάλωτου Βενετού λοχαγού Grio. Maria Degli Angionello, που σημειώνει στο ημερολόγιο του τα δύο κάστρα που υπήρχαν το 1470 στο βουνό και στη θάλασσα και που «είναι και τα δύο ακατοίκητα», του εγγράφου που αναφέρει από τη Ραγούζα το 1519 την Καβάλα ως έρημη, του φυλλαδίου που τυπώνεται το 1533 και αναφέρει τη Χριστούπολη ως πόλη που μετονομάστηκε Καβάλα «καταστράφεισαν κάποτε», του Ρ. Belon που επισκέπτεται την πόλη και ομιλεί για τον ανασυνοικισμό της κ.ο.κ.
Διαχωρίζει μια μαρτυρία, που προέρχεται από έγγραφο της 27ης Ιουλίου 1502, και επισημαίνει ότι έρχεται σ’ αντίθεση με τις προηγούμενες, που ομιλούν για καταστροφή και ερήμωση της Χριστούπολης. Εδώ, όμως, είναι που συγχέει τα γεγονότα. Το έγγραφο δεν αναφέρεται στην Χριστούπολη αλλά στην Χρυσούπολη. Ποια ήταν η Χρυσούπολη εκείνης της εποχής, γιατί η σημερινή Χρυσούπολη (Σαρί Σαμπάν) δεν υπήρχε τότε. Ήταν μια πόλη που υπήρχε στο στόμιο του ποταμού Στρυμόνα. Στο έγγραφο βέβαια αναφέρονται ως Grasopoli. Πιστεύω, όμως, ότι δεν αποδόθηκε σωστά στη μετάφραση, γιατί ο μεταφραστής Μέρτζιος συγχέει τη Χριστούπολη με τη Χρυσούπολη. Η Χρυσούπολη ήταν παραθαλάσσια πόλη με χριστιανικό πληθυσμό, όπου διέμεναν 200 Τούρκοι ιππείς και υπήρχαν και οι αποθήκες άλατος του Σουλτάνου. Το 1502 ο χριστιανικός πληθυσμός της πόλης υποδέχθηκε τα πληρώματα του βενετικού στόλου μετά «Βαΐων και κλάδων», ενώ κατά των χρόνο που πέρασε ο P. Belon δεν υπήρχε πια (1546 – 1549). Λακωνικά αναφέρεται η καταστροφή της: «βλέπει τις τα ερείπια μιας πόλης που οι περίοικοι ονομάζουν Grysopolo». Στα χρόνια του P. Belon η Χρυσούπολη ήταν κατεστραμμένη, ενώ η Χριστούπολη είχε ανασυνοικισθεί και είχε εξελιχθεί σε μια μικρή, ωραία πόλη με πρώτους κατοίκους τους εβραίούς που μετέφερε ο σουλτάνος Σουλεϊμάν ο Μεγαλοπρεπής επιστρέφοντας από τη Βουδα, Πέστη και Albaregal.
Όλες αυτές οι μαρτυρίες, όμως, κατά την άποψη της κ. Αιμιλίας Στεφανίδου, έρχονται σ’ αντίθεση «με μια σειρά στοιχείων που περιέχονται στα τουρκικά αρχεία». Από εδώ και πέρα πλέον αρχίζουν οι υποθέσεις της κ. Αιμιλίας Στεφανίδου με τα πρέπει και μπορεί για να αντικρούσει τις δυτικές πηγές. Θα μπορούσαμε, λέει, να αμφισβητήσουμε τις δύο μαρτυρίες, των βενετικών κωδικών του 1470 και του 1519, «με την υπόθεση ότι οι κάτοικοι κρύφτηκαν ή εγκατέλειψαν πρόσκαιρα την πόλη από το φόβο της διέλευσης του εκάστοτε σουλτάνου και της ακολουθίας του, καθώς και εξαιτίας των πειρατικών πλοίων που τα χρόνια αυτά λυμαίνονται τον κόλπο. Θα μπορούσαμε ακόμα να υποθέσουμε ότι ο δυτικός επισκέπτης του 1433 ή και οι άλλοι αργότερα διατηρούσαν στη μνήμη τους την παλιά βενετοτουρκική σύγκρουση του 1425 και τις καταστροφές που είχε υποστεί τότε το οχυρό. Από την άλλη πλευρά, τόσο ο χριστιανός στρατιώτης του 1533 όσο και ο Γάλλος P. Belon, δεν έχουν άμεση αντίληψη της προηγούμενης κατάστασης της πόλης και είναι πιθανόν να στηρίζονται σε παλαιότερες μαρτυρίες ή να υπερτονίζουν τα πρόσφατα έργα ανασυγκρότησης της πόλης».
Με απλές υποθέσεις και υπερβολική φαντασία προσπαθεί να ανατρέψει αδιάσειστες μαρτυρίες που παρουσιάζουν την παλιά Χριστούπολη ως εγκαταλελειμμένη πόλη, έρημη και κατεστραμμένη. Ποιες είναι, όμως, οι νέες αποδείξεις που μπορούν να αλλάξουν την ιστορική πορεία μιας πόλης; Μήπως η μαρτυρία του 1502, που επικαλείται; Μα αυτή αναφέρεται στη Χρυσούπολη και όχι στη Χριστούπολη, αφού το 1546 – 1549, που πέρασε ο P. Belon, η Χρυσούπολη ήταν κατεστραμμένη, ενώ η Χριστούπολη ανασυνοικισμένη. Μήπως αποτελούν απόδειξη οι τούρκικες πηγές που χρησιμοποιεί; Μα αυτές ήταν γνωστές και σε μένα και στον αείμνηστο καθηγητή μου Γ. Μπακαλάκη. Άλλωστε αυτές αναφέρονται στην Καβάλα του μεταλλείου και όχι στην παραθαλάσσια Καβάλα. Το αυτοκρατορικό κατάστιχο του 1450, που δημοσιεύτηκε από τη Βουλγαρική Ακαδημία Γραμμάτων, πράγματι αναφέρεται στην Καβάλα, όπως αναφέρεται και το κατάστιχο των τιμαρίων του 1478 – 79, καθώς και το νεότερο κατάστιχο του 1487 – 1488, όπου καταγράφονται οι φόροι που πλήρωναν μουσουλμάνοι και μη μουσουλμάνοι που εργάζονταν στο διαμέρισμα του μεταλλείου της Καβάλας. Ποια, όμως, ήταν αυτή η Καβάλα που αναφέρεται στις τουρκικές πηγές του 15ου και των αρχών του 16ου αιώνα; Αναμφισβήτητα πρόκειται για την ορεινή Καβάλα που ονομάστηκε μετέπειτα Εσκί Καβάλα (Παλαιά Καβάλα) για να ξεχωρίζει από τη Νέα Καβάλα που ανασυνοικίσθηκε γύρω στα 1529. Το ότι η παραθαλάσσια Καβάλα δεν ήταν κατοικημένη στα 1520 – 1521 προκύπτει και από τον πορτολάνο του Τούρκου γεωγράφου Piri Reis, όπου σημειώνεται ότι το φρούριο της Καβάλας ήταν καταστραμμένο. Έπειτα οι κάτοικοι της παραθαλάσσιας Καβάλας πως ήταν δυνατόν να εργάζονταν στα μεταλλεία του Παγγαίου, αφού η μετάβαση και η επιστροφή τους απαιτούσε να βρίσκονται σε κίνηση όλο το 24ωρο; Πότε προλάβαιναν να εργασθούν, να κοιμηθούν, να φάνε; Δεν υπάρχει, λοιπόν, καμία αμφιβολία ότι πρόκειται για κατοίκους της ορεινής Καβάλας και των περιχώρων της. Και όταν ο σουλτάνος Σουλεϊμάν ο Μεγαλοπρεπής αποφάσισε τον ανασυνοικισμό της παλιάς Χριστούπολης, που είχε μετονομασθεί σε Καβάλα, για να μη μεταβάλλονται σπουδαίες γεωγραφικές θέσεις σε φωλιές πειρατών ή κουρσάρων, τότε μαζί με τους Εβραίους που μετακινήθηκαν και αποτέλεσαν τον πρώτο πυρήνα της νέας πόλης, ήλθαν για εγκατάσταση και κάτοικοι από τα γύρω ορεινά χωριά, γιατί το οχυρό φρούριο της παραθαλάσσιας Καβάλας παρείχε περισσότερη ασφάλεια. Άλλωστε, αν ήταν δυο οι κατοικημένες πόλεις της Καβάλας, γιατί δεν αναφέρονται στα τουρκικά κατάστιχα και στις απογραφές του 1450, 1478 – 1479, 1487 – 1488, 1519 κ.ο.κ.
Αντίθετα, μετά το 1529, αναφέρονται δύο Καβάλες, που η μία μάλιστα αποκαλείται Εσκί, ενώ η νεότερη αναφέρεται απλά ως Καβάλα. Παρόμοια περίπτωση έχουμε και στη Θάσο. Όταν καταστράφηκε το Κάστρο που υπήρχε στον Άγιο Ελευθέριο των Λιμεναρίων, οι κάτοικοι κατέφυγαν σε ασφαλέστερη ορεινή περιοχή, όπου ίδρυσαν το Νεόκαστρο (Γενί – Χισάρ), που αναφέρεται στους νεότερους χρόνους ως Κάστρο, ενώ το παλαιότερο αναφέρεται στις γενόμενες αγοραπωλησίες ως Παλαιόκαστρο.
Κατά το Α’ Συνέδριο, που διοργάνωσε το Ιστορικό και Λογοτεχνικό Αρχείο Καβάλας, ο σύνεδρος Κωνσταντίνος Μουστάκας αναφέρθηκε στη συνέχεια της ιστορίας της παραθαλάσσιας πόλης Καβάλας. Όταν με την κ. Χάιδω Κουκούλη αντιδράσαμε και υποστηρίξαμε πως ήταν δυνατόν οι κάτοικοι της παραθαλάσσιας Καβάλας να μεταβαίνουν καθημερινά στα μεταλλεία του Παγγαίου και να εργάζονται, αφού δεν επαρκούσε ο χρόνος, ο κ. Κ. Μουστάκας αναθεώρησε κάπως τις απόψεις του στο Β΄ Συνέδριο, όπου αναφέρθηκε στο ίδιο θέμα με ανακοίνωση που είχε ως τίτλο: «Η Καβάλα του 15ου αιώνα. Οικονομία, πληθυσμός και το πρόβλημα της συνέχειας». Αναμφισβήτητα, λοιπόν, η Χριστούπολη καταστράφηκε το 1391 και ανασυνοικίσθηκε στα 1529 περίπου με νέο όνομα, το σημερινό όνομα της Καβάλας. Γι’ αυτό χρειάζεται μεγαλύτερη προσοχή κατά την έρευνα των πηγών για να μην επαναλαμβάνονται άκριτα και αβασάνιστα από τους νέους ερευνητές οι λανθασμένες απόψεις των παλαιοτέρων. Με το πρέπει και μπορεί δε γράφεται η ιστορία ούτε να παραμερίζονται οι δυτικές πηγές χωρίς αιτιολόγηση και τεκμηρίωση.
Δημοσιεύτηκε στις 1
Επιτρέπεται η αναδημοσίευση του περιεχομένου της ιστοσελίδας εφόσον αναφέρεται ευκρινώς η πηγή του. Νόμος 2121/1993 και κανόνες Διεθνούς Δικαίου που ισχύουν στην Ελλάδα.