Χρονόμετρο

    Ο ποιητής Ι. Κωνσταντινίδης και το έργο του

    Δημοσιεύτηκε στις
    Του Κωνσταντίνου Τ. Χιόνη

    Του Κωνσταντίνου Τ. Χιόνη

     

     

    Επανέρχομαι στον ποιητή Ιωάννη Κωνσταντινίδη για να επισημάνω ότι στα εκατοντάχρονα της απελευθέρωσης της Καβάλας, αν ένας έπρεπε να τιμηθεί από την πόλη, αυτός ήταν ο Ι. Κωνσταντινίδης. Μπορεί το έργο του, που παρέμεινε ανέκδοτο έως το 1978, να πέρασε απαρατήρητο. Σήμερα, όμως, το έργο του που δημοσιεύθηκε το 1978 από το Δημοτικό Μουσείο Καβάλα, αποτελεί μια σημαντική εθνική προσφορά, γιατί εκφράζει τους αγώνες μιας πόλης, τον παλμό ενός παλικαριού, που αυτοεξορίστηκε για να αγωνισθεί με κίνδυνο της ζωής του μια ολόκληρη περιοχή και εποχή που το σλαβικό στοιχείο ύψωνε υπερφίαλα το κεφάλι του για να προβάλει αυθαίρετες διεκδικήσεις πάνω στα απαράγραπτα εθνικά δίκαια του ελληνισμού.

    Τα δυνατά χτυπήματα που δέχτηκε με το θάνατο της πρώτης του πολυαγαπημένης γυναίκας και των τριών παιδιών της θα ήταν θανάσιμες μαχαιριές για το νεαρό ποιητή, αν δεν κυριαρχούσε μέσα του η φλογερή ζωντάνια του Κρητικού παλικαριού. Το δράμα που έζησε αναδύεται μέσα από τους στοίχους των ποιημάτων του. Στο επιτύμβιο επίγραμμα που έδωσε να χαραχθεί στον τάφο της πρώτης του συμβίας, αναφέρεται:

     

    Στο γλυκοχάραγμα αυγής

    Με του Μαγιού τα’ αηδόνια

    Μεσ’ τον ανθό της νιότης της

    Στα είκοσι της χρόνια

    Μια ζηλεμένη σύζυγος

    Τριών παιδιών μητέρα

    Με τα παιδιά της αγκαλιά

    Κοιμάται πια εδώ πέρα.

     

    Ο δεύτερος γάμος του με τη Βασιλική Αγαπητού πρέπει να έγινε στις αρχές του 1882. Το καλοκαίρι του ίδιου έτους είναι παντρεμένος και βρίσκεται στη Θάσο, όπου και γράφει την 1η Αυγούστου το ποίημά του, που φέρει τον τίτλο «Ειδυλλιακαί  εμπνεύσεις». Η μαγεία της φύσης του νησιού και η χαρά της ζωής παρασύρουν τον ποιητή σε ρεμβασμούς και σε σκέψεις. Τα αισθήματά του βέβαια δεν είναι ξεκαθαρισμένα. Από την μία επιθυμεί να ζήσει μέσα στα άγρια δάση της Θάσου κρατώντας στο ένα χέρι τη λύρα και στο άλλο τη σκαπάνη και από την άλλη αναφέρει πως δεν πρέπει να έχεις αισθήματα, αλλά να είσαι λάτρης του παρά, ν’ απέχεις από το πνεύμα και η καρδιά σου να είναι σκληρή σαν τίγρης. Μεσ’ τις στιγμές της χαράς του δεν ξεχνά και το ψυχοφθόρο και άρπαγα Ερμή, που του προξένησε τις μεγάλες συμφορές του. Με πίκρα αναθυμάται την περασμένη ζωή του. Και για να μην αναξένει  τις παλιές πληγές του μεσ’ την χαρά το, γι’ αυτό και η λύρα του στρέφεται προς τις ομορφιές της Θάσου:

     

    Ω! είσαι τω όντι ωραία, ω Θάσος,

    Μαγεύεις και θέλγεις σκάστην ψυχή,

    Κ’ εις άλλην με φέρει ζωής εποχήν.

    Επέστρεψεν πάλιν, στιγμήν έστω μάν,

    Εκείνην προκρίνω αιώνων πολλών,

    Φαίδρους να ακούω παλμούς στην καρδιάν,

    Παιδίον αμέριμνον χορεύων, γελών. 

    Αλλ’ οίμοι! Παρήλθον τα έτη εκείνα

     Και μάτην επάνοδον τούτων ζητώ,

    Δεν θάλλουσιν πλέον τα ρόδα, τα κρίνα,

    Ανθών ήμην Κροίσος, δι’ εν επαιτώ.

     Ο άλλοτε σπάταλος αγνών αισθημάτων

     Κατέστη φιλάργυρος ήδη σοφός,

     Ως φάσμα με φεύφει κι αυτή η σκιά των,

     Μακρόθεν με κράζουν, πλην είμαι κουφός.

     Εστείρευσα πλέον εξ όλης καρδίας,

     Εν αίσθημα μόνον μοι μένει βαθύ,

     Η μνήμη εκείνης ψυχής μακαρίας,

     Του πόνου της φέρω στα σπλάχνα σπαθί.

     Θάσος, 1 Αυγούστου 1882.

     

    Μετά τον δεύτερο γάμο του έκοψε κάθε δεσμό με τον εμπορικό οίκο της Σύρου που τον έστελνε στην Καβάλα. Ρίχνεται με πάθος στη δουλειά και πολλές φορές ταξιδεύει για εμπορικές υποθέσεις του. Παράλληλα αναμειγνύεται πιο ενεργά στα κοινά της πόλης και στους εθνικούς αγώνες του υπόδουλου ελληνισμού της Μακεδονίας. Ο ποιητής έγινε η ψυχή κάθε αντίστασης ενάντια σε Τούρκους και Βουλγάρους. Δεν έλειψε από καμιά εθνικοθρησκευτική εκδήλωση της ελληνορθόδοξης κοινότητας Καβάλας. Ο ποιητής παίρνει πια κυρίαρχη θέση μέσα στην κοινωνία της πόλης. Η δημογεροντία, το ελληνικό προξενείο, η μητρόπολη και οι διάφοροι πολιτιστικοί σύλλογοι έπρεπε να ρωτήσουν και να συμβουλευθούν τον ποιητή, πριν προβούν σε κάποια ενέργειά τους. Τα παράτολμα εθνικά κηρύγματά του αψηφούσαν κάθε κίνδυνο που έκλεινε η ξένη κυριαρχία. Η ακατάλυτη δημοτικότητά του ανάγκαζε τους Τούρκους να παραβλέπουν και να συγχωρούν τον ποιητή, που τον χαρακτηρίζουν ντελή (τρελό). Κι ο ντελής ποιητής μεταλαμπάδευε με τους στίχους του την εθνική ιδέα κι ενίσχυε την εθνική συνείδηση των υπόδουλων.

     

     

     

    Τα ξεσπάσματα του ποιητή

    Ο ποιητής Ι. Κωνσταντινίδης ξεσπούσε εναντίον εκείνων που καταφέρονταν κατά του ελληνισμού. Διαμαρτύρεται κατά των αναληθών στατιστικών του Βέλγου δημοσιογράφου Λαβελαίη, ο οποίος παρουσία σε ως γίγαντα τον όγκο των βουλγάρων. Σε ποίημά του, που γράφτηκε το Μάρτιο του 1885, κατηγορεί το Λαβελαίη για τις ψευδείς στατιστικές που δημοσίευσε:

     

    Αναφανείς Ηρόστρατος των δημοσιογράφων

     ήνοιξας με τας χείρας σου τον ίδιον σου τάφον.

     Ψάλλε, λοιπόν, μ’ εμπάθεια τα άθλα των Βουλγάρων

     λαμβάνων ως ανταμοιβήν τα ρούβλια των τσάρων.

     ……………………………………………………

     

    Και αν πεντήκοντα κ’ επτά είμεθα χιλιάδες,

     όπως εσύ μας αριθμείς εις τας στατιστικάς σου,

     ναι, πίστευσόν μοι αρκετοί θα ήσαν τρεις δεκάδες,

     να τρέξουν εις αισχράν φυγήν όλους τους ήρωάς σου.

     

    Η οργή του ποιητή ξεσπά και εναντίον του ιταλού δημοσιογράφου Σκαρφόλια, που χαρακτήριζε τους Κρητικούς ως κακούργους. Αποκαλεί τον Σκαρφόλια ερπετό, αλήτη, έκβρασμα, τέρας και χαμαιλέοντα, που τόλμησε να λιθοβολεί την Κρήτη με «ύβρεις και κατάρες» και να υβρίζει το γενναίο λαό της. Καλεί τους Ιταλούς να του δείξουν και αυτοί κανένα Αρκάδι:

     

    Ναι! Δείξατέ μας, Ιταλοί, και σεις κανένα Αρκάδι,

     να χύνει φως ελευθερίας στων δούλων το σκοτάδι.

     

    O ποιητής δεν διστάζει να καταφερθεί και κατά των Τριών Μεγάλων Δυνάμεων, που υποστήριζαν την Τουρκία: Καταραμένοι τρεις φορές αχάριστη τριάδα, που για να σώσεις την Τουρκία, σταυρώνεις την Ελλάδα.

    Ο ποιητής γράφει συνέχεια ποιήματα, τα οποία και απαγγέλλει άλλοτε στην εκκλησία του Αι Γιάννη, άλλοτε στο ελληνικό υποπροξενείο Καβάλα, άλλοτε στην Μητρόπολη και άλλοτε στα εγκαίνια εκπαιδευτικών και άλλων εναγών ιδρυμάτων της πόλης. Από τα εμβατήριά του ξεχωρίζει εκείνο που έγραψε το 1889 για το αρρεναγωγείο της Καβάλας. Οι μαθητές των σχολείων της πόλης μας το τραγουδούσαν έως την απελευθέρωση.

    Στις 12/5/1891 απαγγέλει ποιήματά του στην κατάθεση του θεμέλιου λίθου του ελληνικού παρθεναγωγείου Καβάλας, ενώ το 1893 απήγγειλε άλλο ένα ποίημά του στα εγκαίνια του ίδιου παρθεναγωγείου. Υποδέχεται και απαγγέλει ποιήματά του στους κυβερνήτες των ελληνικών πολεμικών πλοίων που επισκέπτονταν την Καβάλα. Το 1893 ήρθε στην Καβάλα το πολεμικό «Μιαούλης» με κυβερνήτη τον Ιάσωνα Κριεζή, ενώ το 1895 το «ψαρά» με κυβερνήτη το Ν. Σαχτούρη.

     

    Ο θάνατος του Αλέξανδρου Μαυροκορδάτου

     

    Το Μάιο του 1895 συντάραξε την Καβάλα ο θάνατος του Αλέξανδρου Μαυροκορδάτου, γιου του Νικόλαου και εγγονού του γνωστού πρωθυπουργού της οθωνικής περιόδου. Ο Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος ήταν μηχανικός και επιστατούσε στις σιδηροδρομικές γραμμές που τοποθετούσαν στα Βούκια (Παρανέστι), όπου και πέθανε. Η ελληνορθόδοξη κοινότητα θρήνησε τον Αλέξανδρο Μαυροκορδάτο και τον έθαψε στο προαύλιο της εκκλησίας του Αι – Γιάννη, όπου υπάρχει έως σήμερα το μνήμα του. Η Καβάλα έτρεφε μεγάλη ευγνωμοσύνη στο Ν. Μαυροκορδάτο, που, όταν ήταν πρόεδρος του συλλόγου προς διάδοσιν  των ελληνικών γραμμάτων, βοήθησε στην εκπαιδευτική αναβάθμιση της πόλης αποστέλλοντας το Ν. Φιλιππίδη για την οργάνωση της παιδείας στη βορειοανατολική Μακεδονία με κέντρο την Καβάλα. Έκτοτε οι σχέσεις του Ν. Μαυροκορδάτου με την Καβάλα διατηρήθηκαν στενές. Ο Ι. Κωνσταντινίδης στις 12.5.1895 απήγγειλε στον Αι – Γιάννη ένα ποίημά του, που έχει ως τίτλο: « Σπαραγμός καρδίας διά τον χαροκαημένον πατέρα Ν. Μαυροκορδάτον. Εθνική ευγνωμοσύνη εκδήλωσις», ενώ στις 27/6/1895 απήγγειλε και ένα άλλο ποίημά του, όταν η ελληνορθόδοξη κοινότητα Καβάλας ετέλεσε αρχιερατικό μνημόσυνό του στην ίδια εκκλησία.

     

    Ο Ι. Κωνσταντινίδης αντιδρά στο πνεύμα του εξευρωπαϊσμού της εποχής του. Η Καβάλα δέχεται περισσότερο από κάθε άλλη υπόδουλη ελληνική πόλη την ευρωπαϊκή επίδραση. Η εγκατάλειψη των παλιών ελληνικών ηθών και εθίμων στενοχωρούν τον ποιητή. Σε δύο ποιήματά του, που έχουν ως τίτλους, « Φωνή βοώντας εν τη ερήμω» και « Τότε και τώρα» υψώνει φωνή διαμαρτυρίας για τα φραγκοφερσίματα των πλουσίων και την αλλαγή του τρόπου ζωής της νεολαίας. Πο στίχοι του είναι γεμάτο πόνο και παλμό:

     

    Τα έθιμα του γένους μας γιατί τα παραιτούμεν,

    Το φως του ήλιου έχομε, που μας γλυκοφωτίζει,

    κ’ ημείς το παραιτήσαμεν και με κεριά ζητούμεν 

    να δούμεν φως, πού τρέχομεν κανένας δεν γνωρίζει!

    Πηγή μ’ αθάνατα νερά έχομε στην αυλή μας

    Κι όμως τα παραιτήσαμεν κι από βληχά πηγάδια

    Πάμε και πίνουμε νερό, που την ψυχή σαπίζει, 

    Κ’ εις την καρδιά μας πια ελπίς σαν πρώτα δεν ανθίζει.

     

     ——————————————————————————–

     Δεν είχαν πόθους εις την γην να κτίζουνε παλάτια

     Να τα στολίζουν φράγκικες κουρτίνες και ταπέτα

     Και πολυθρόνες κουνιστές κι ολόχρυσα παλάτια…

     Είχανε ένα όνειρο και γέροντες και νέοι

     Μεσ’ την καρδία την εθνική την φλόγα να τους καλεί,

     Τη φλόγα που περίμενε το έθνος για ν’ ανάψει

     Και τον εχθρό τον άσπονδο του γένους μας να κάψει.

     

     

     

     

     

     

     

     

     

     

    Η ελληνορθόδοξη κοινότητα θρήνησε τον Αλέξανδρο Μαυροκορδάτο και τον έθαψε στο προαύλιο της εκκλησίας του Αι – Γιάννη, όπου υπάρχει έως σήμερα το μνήμα του

    Η ελληνορθόδοξη κοινότητα θρήνησε τον Αλέξανδρο Μαυροκορδάτο και τον έθαψε στο προαύλιο της εκκλησίας του Αι – Γιάννη, όπου υπάρχει έως σήμερα το μνήμα του

    Το ρεύμα της αλλαγής, που ήταν αποτέλεσμα της οικονομικής άνθισης της πόλης, ήταν ισχυρό και δεν μπόρεσε να το ανακόψει ούτε η φωνή του ποιητή. Τα βάζει με την αριστοκρατία. Τα βάζει μ’ εκείνους που στέλνουν τα παιδιά τους στη σχολή των Ιησουιτών που λειτουργούσε τότε στην Καβάλα. Υπέρμαχος της διάσωσης του παλαιού τρόπου ζωής και της διαφύλαξης του προγονικού πνεύματος συνέχιζε να αγωνίζεται ενάντια στο σύγχρονο ξενικό ρεύμα, που επιδρούσε αρνητικά στη διαμόρφωση του νεοελληνικού χαρακτήρα.

     

    Απομιμείται ή παραφράζει αποσπάσματα από γνωστά ξένα έργα. Προσκαλεί στην Καβάλα τους θιάσους της Αικατερίνης Βερώνη και της Ευαγγελίας Παρασκευοπούλου. Είναι φίλος και γνωστός πολλών διανοούμενων της εποχής του. Στη βιβλιοθήκη του υπήρχαν πολλά βιβλία με τις αυτόγραφες αφιερώσεις των ίδιων των συγγραφέων.

     

    Το 1896 καλείται από τους φίλους του Αχιλλέα Παράσχου να ομιλήσει στον «Παρνασσό» στο ετήσιο μνημόσυνο του ποιητή. Επειδή στην εκδήλωση θα παρευρισκόταν και ο διάδοχος του θρόνου, οι άνθρωποι του βασιλιά θέλησαν με τρόπο να ελέγξουν τα χειρόγραφά του. Αρνήθηκε, όμως, τη λογοκρισία. Ο διάδοχος και οι άνθρωποί του αισθάνθηκαν στενάχωρα, όταν ανέφερε στους στίχους του:

     

    Κατηραμένοι οι λαοί, οι θρόνοι, τα Παλάτια,

    όταν σκορπούν εδώ και εκεί αλύπητα το χρήμα…

     

     

     

    Το 1897 γνώρισε στην Αθήνα τον Ελευθέριο Βενιζέλο. Έκτοτε συνδέθηκαν με στενή φιλία. Ο ποιητής είναι πλέον αναγνωρισμένος. Το Δεκέμβριο του 1898 κλήθηκε στην Κρήτη για να προσφωνήσει τον πρίγκιπα της Ελλάδας Γεώργιο, που κατέβαινε για ν’ αναλάβει τη διοίκηση της Κρήτης. Στις 2/7/1901 προσφωνεί στις Καρυές του Αγίου Όρους τον οικουμενικό πατριάρχη Ιωακείμ Γ’.

     

    Μέλος της επιτροπής της «Εθνικής Αντίστασης» συμμετέχει ολόψυχα στο μακεδονικό αγώνα. Μέχρι το 1906 δεν γίνεται τίποτα στην πόλη χωρίς την συγκατάθεσή του. Από το 1906 είναι ο βασικότερος συνεργάτης του Στυλιανού Μαυρομιχάλη. Για απόδειξη ότι υπήρξε η ψυχή του μακεδονικού αγώνα της Καβάλας και της περιοχής της αναφέρουμε το γεγονός της ματαίωσης της εγκατάστασης βουλγαρικού υποπροξενείου στην πόλη μας. Μόλις πληροφορήθηκε την άφιξη του βουλγάρου υποπρόξενου στην Καβάλα, ο Ι. Κωνσταντινίδης έδωσε εντολή τους εργάτες του, αφού ειδοποιήσουν και τους εργάτες των άλλων καπνομάγαζων, να κατευθυνθούν στην αγορά, όπου θα τους συναντούσε για να τους μιλήσει. Ο ποιητής, αφού μίλησε στο συγκεντρωμένο πλήθος και τους εξήγησε τους λόγους που επέβαλλαν την απομάκρυνση του βούλγαρου υποπρόξενου, κατευθύνθηκε στο ξενοδοχείο της « Ματθίλδης», όπου βρισκόταν ο βούλγαρος υποπρόξενος. Η εκδήλωση κατατρόμαξε το βούλγαρο, που κάτωχρος, όταν είδε το μαινόμενο πλήθος να φωνάζει «να φύγει ο βούλγαρος», «εδώ δεν θέλουμε βουλγάρους», πήδηξε στην άμαξά του και τράβηξε για την Δράμα, πριν προλάβουν να επέμβουν οι τουρκικές αρχές.

     

    Επειδή ο ποιητής αντιλήφθηκε ότι το επεισόδιο θα είχε συνέπειες, είχε φροντίσει να ενημερώσει τους δημογέροντες, που τους υπέδειξε να αρνηθούν κάθε ανάμειξη. Ο ίδιος κατευθύνθηκε με το πλήθος στο διοικητήριο και ζήτησε να συνομιλήσει με τον Καϊμακάμη. Όταν εμφανίστηκε ο Καϊμακάμης στο μπαλκόνι του Διοικητηρίου, ο ποιητής έκανε βαθιά υπόκλιση και άρχισε να τον ευχαριστεί που δεν επέτρεψε την εγκατάσταση του βουλγάρου υποπρόξενου στην Καβάλα. Παρακάλεσε να διαβιβάσει τις ευχαριστίες του και στην τουρκική κυβέρνηση. Το πλήθος, αφού ζητωκραύγασε υπέρ του Καϊμακάμη, διαλύθηκε καθ’ υπόδειξη του ποιητή. Ο Καϊμακάμης, που δεν ήξερε τίποτα, έμεινε εμβρόντητος. Θεώρησε το γεγονός τετελεσμένο, δεν αντέκρουσε τα λόγια του Κωνσταντινίδη και δεν συνέλαβε κανέναν. Η ενέργεια όμως του ποιητής ήταν σκόπιμη, γιατί είχε προβλέψει την συνέχεια. Οι ανακρίσεις που ακολούθησαν, δεν έφεραν κανένα αποτέλεσμα, γιατί ο Καϊμακάμης προσπάθησε να καλύψει το επεισόδιο. Έτσι η τόλμη και το μυαλό του ποιητή απομάκρυνε τον κίνδυνο εγκατάστασης του βουλγάρου υποπρόξενου στην Καβάλα, που θα παρακολουθούσε τις κινήσεις των Ελλήνων και των ελληνικών αντάρτικων ομάδων, που δρούσαν στην ανατολική Μακεδονία και εφοδιάζονταν με όπλα και πολεμοφόδια από τις ακτές τις Καβάλας.

     

    Το 1897 ο Ιωάννης Κωνσταντινίδης, όπως αναφέραμε γνώρισε στην Αθήνα τον Ελευθέριο Βενιζέλο. Έκτοτε ο ποιητής γίνεται ο δάσκαλος του Βενιζέλου. Χάρη στον ποιητή ο Βενιζέλος ήλθε στην Καβάλα για να παραστεί στον εορτασμό των πρώτων ελευθέριων της πόλης. Το 1915 ο ποιητής Ι. Κωνσταντινίδης έπεισε τον Βενιζέλο να είναι υποψήφιος στην περιφέρειά του, όπου ήταν και ο ίδιος υποψήφιος. Λόγω του πλειοψηφικού συστήματος ο συνδυασμός του Ελ. Βενιζέλου δεν εξέλεξε κανέναν βουλευτή στον νομό Καβάλας – Δράμας και Θάσου, καίτοι είχε κερδίσει τις εκλογές στο σύνολο. Στη Θάσο μάλιστα από τους 13 υποψηφίους, που περιλάμβανε το ψηφοδέλτιό του, ήλθε 9ος στη σειρά προτίμησης των Θασίων. Το 1917 αγωνίζεται στην Θεσσαλονίκη για την επικράτηση του κινήματος του Βενιζέλου. Η παράδοση, όμως, της ανατολικής Μακεδονίας στους Γερμανο – Βουλγάρων συντάραξε τον ποιητή και κλόνισε την υγεία του, γεγονός που τον οδήγησε την ίδια χρονιά στο γρήγορο θάνατό του. Αυτός που πίστεψε στην Μεγάλη Ιδέα, αυτός που απήγγειλε μπροστά στις τουρκικές αρχές, τους τολμηρούς στίχους του:

     

    Και θα το δουν το σκάφος μας το θαλασσοδαρμένο

     κάποιαν αυγή ξημέρωμα στο Βόσπορο αραγμένο…

     

    Αυτός που περίμενε χρόνια να εκκλησιαστεί στην Αγία Σοφία, αυτός λύγισε από την προδοσία του βασιλιά, που τον πίστεψε ότι θα οδηγούσε το ελληνικό έθνος στη βασιλίδα των πόλεων. Αναδείχθηκε, πράγματι, ο Ι. Κωνσταντινίδης σε ηγέτη της πόλης για πολλά χρόνια. Αυτός καθοδηγούσε το λαό της Καβάλας, αυτόν ακολουθούσαν οι Καβαλιώτες. Αυτόν παραχώρησαν δωρεάν τάφο σ’ ένδειξη ευγνωμοσύνης για την εθνική προσφορά του και αφιέρωσαν ένα δρόμο της πόλης, που φέρει το όνομά του. Τιμώντας τον πατέρα εξέλεξαν οι Καβαλιώτες το γιό του Αλκιβιάδη ως γερουσιαστή στις εκλογές του 1928. Νεότερα οι Καβαλιώτες του έστησαν και άγαλμα για να θυμίζει στις επόμενες γενιές τη μεγάλη συμβολή του στους εθνικούς αγώνες της πόλης.

     

    Από το ποιητικό έργο του μόνο ελάχιστα ποιήματά του δημοσιεύθηκαν, κι εκείνα με το ψευδώνυμο «ΚΡΗΣ ποιητής» ή «ποιητής της χώρας των Φιλίππων». Σε ποίημά του, αφιερωμένο στον ποιητή Δροσίνη, εξομολογείται το λόγο της μη δημοσίευσης των στίχων του, που τους μαγειρεύει μερόνυχτα σαν ρασοφορεμένους μαύρους μοναχούς. Μακαρίζει το Δροσίνη, που δε γνώρισε τέτοιο μαρτύριο, ενώ σ’ άλλο του ποίημα αναγνωρίζει ότι αν έλθουν στο φως οι ταπεινοί του στίχοι, ίσως τον θυμηθούν στο μέλλον.

     

    Κλείνουμε το σύντομο αυτό σημείωμά μας με την παράθεση αυτόν τον στίχων του:

     

    Ποιος ξέρει αν δεν μου ‘γραψε περίπαιγμα η τύχη

     να μείνουμε αθάνατοι οι ταπεινοί μου στίχοι.

    Σ’ αυτό το άγραφο χαρτί να βρουν πολλά γραμμένα

     και μετά χρόνους και καιρούς να θυμηθούν κ’ εμένα.

     

    Το ποιητικό έργο του εκδόθηκε χάρη στην αμέριστη συμπαράσταση του τότε δημάρχου Κ. Τσολάκη και του τότε νομάρχη Δ. Κιουρτσή. Σήμερα, όμως, ξεχάστηκε, ενώ θα έπρεπε να τιμηθεί στα εκατοντάχρονα της απελευθέρωσης της πόλης.

     

    Το 1897 ο Ιωάννης Κωνσταντινίδης, όπως αναφέραμε γνώρισε στην Αθήνα τον Ελευθέριο Βενιζέλο. Έκτοτε ο ποιητής γίνεται ο δάσκαλος του Βενιζέλου. Χάρη στον ποιητή ο Βενιζέλος ήλθε στην Καβάλα για να παραστεί στον εορτασμό των πρώτων ελευθέριων της πόλης.

    Το 1897 ο Ιωάννης Κωνσταντινίδης, όπως αναφέραμε γνώρισε στην Αθήνα τον Ελευθέριο Βενιζέλο. Έκτοτε ο ποιητής γίνεται ο δάσκαλος του Βενιζέλου. Χάρη στον ποιητή ο Βενιζέλος ήλθε στην Καβάλα για να παραστεί στον εορτασμό των πρώτων ελευθέριων της πόλης.

     


    Δημοσιεύτηκε στις 0

    Επιτρέπεται η αναδημοσίευση του περιεχομένου της ιστοσελίδας εφόσον αναφέρεται ευκρινώς η πηγή του. Νόμος 2121/1993 και κανόνες Διεθνούς Δικαίου που ισχύουν στην Ελλάδα.