Χρονόμετρο

    Τα οχυρά της Καβάλας του 1914 (το τελευταίο σύνορο)

    Δημοσιεύτηκε στις

    Γράφει ο Βαρυπάτης Στυλιανός

    http://sightseer-wwwnotebook.blogspot.com/

    [email protected]

     

    Τα οχυρά της Καβάλας της περιόδου του 1914, άγνωστα στους περισσότερους, αλλά σημαντικά για την Ιστορία της περιοχής, είναι μοναδικά. Η μοναδικότητα τους έγκειται στο γεγονός ότι δεν αφορούν  φύλαξη μεθορίου, παρά το τελευταίο προπύργιο του Ελληνικού Στρατού, ευρισκόμενα αρκετά μακριά από τα βόρεια σύνορα μας.

    Αυτά τα έργα δεν έγραψαν ένδοξες σελίδες, ούτε έζησαν ηρωικές στιγμές. Παραδόθηκαν αμαχητί στους Βουλγάρους το 1916,  μάλιστα κατόπιν συμφωνίας με την κυβέρνηση Σκουλούδη. Οι αγωνίες, οι φόβοι και οι ελπίδες όμως των υπηρετούντων σε αυτά ήταν οι ίδια με εκείνα όλων των άλλων και για τον λόγο αυτό αξίζει να μνημονευθούν.

    Το άρθρο αυτό είναι ένας ελάχιστος φόρος τιμής. Για τον λόγο αυτό δημοσιεύεται στην επέτειο της παράδοσης, τους τον Αύγουστο του 1916.

     

    Μια λοξή ματιά….

    Η συνήθεια μου να παρατηρώ τοπίο όταν οδηγώ, στάθηκε η αρχή αυτής της ιστορίας που στις επόμενες σελίδες θα σας διηγηθώ. Γράφω “παρατηρώ” και το διαχωρίζω ουσιωδώς από το “κοιτάζω” γιατί πρόκειται για μια συνειδητή και στοχευόμενη ενέργεια και όχι εντοπισμός τυχαία των ευρημάτων. Αναζητώντας λοιπόν οπτικά σημάδια από λιθοσωρούς που συνήθως σημαίνουν ερείπια και τα ερείπια για κάποιους ανθρώπους έχουν πάντα ενδιαφέρον, το βλέμμα μου συντονίστηκε στον βόρειο λόφο απέναντι από τα φανάρια του κόμβου της  Ν. Εγνατίας στην Ν. Καρβάλη,  σε μια σειρά ερείπια που έμοιαζαν με τοίχο. Η απόσταση βέβαια δεν μου επέτρεπε ενδελεχή παρατήρηση, αλλά και ο φυσικός φωτισμός την μέρα εκείνη δεν ήταν ο καλύτερος δυνατός.  Άφησα  τις απορίες μου για μια επόμενη φορά και κράτησα την εικόνα στο μυαλό μου. Συνήθως ξεκινώ την έρευνα διαφορετικά, από τις πηγές εντοπίζω τα ερείπια. Στην περίπτωση αυτή όμως συνέβη το αντίστροφο, το οπτικό ερέθισμα έδωσε την σειρά του στην βιβλιογραφική έρευνα. Δεδομένης της έλλειψης χρόνου για μια άμεση αυτοψία, περιορίστηκα σε «ασκήσεις επί χάρτου» και «βουτιές» στις σημειώσεις και τα βιβλία μου.

    Τα αποτελέσματα ήταν πολύ ενδιαφέροντα. Το πρώτο στοιχείο προέκυψε από έναν βουλγαρικό χάρτη του 1917 που είχα σε φωτοαντίγραφο από την Δημοτική Βιβλιοθήκη της Καβάλας. Σημειωνόταν οι λόφοι με την ένδειξη Fort A,B,C (στο εξής οχυρά). Το οχυρό Α  ήταν στον παραθαλάσσιο λόφο “Άσπρα χώματα” που καταλήγει στο “Ακρ. Σπαθί”. Το Fort Β βρίσκονταν στον αμέσως επόμενο λόφο προς βορρά εκεί δηλαδή που είχα παρατηρήσει τα ερείπια αλλά και ένα θαυμάσιο  πέτρινο κτήριο βορειότερα, για το οποίο αναφέρω παρακάτω. Το τρίτο οχυρό (Fort C) κείται στον λόφο της «Παλαιάς πύλης» προς βορρά και σε σχεδόν ευθεία κατεύθυνση από το προηγούμενο.  Τα τοπωνύμια «κανόνια» νότια του συγκεκριμένου λόφου, καθώς και «Χαρακώματα» και «Κάστρον» βορειότερα, δήλωναν την οχυρωματική σημασία της περιοχής. Τα μονοπάτια επίσης έδιναν μια καλή ιδέα για το πώς ήταν δομημένο το δίκτυο μετακινήσεων και επικοινωνίας.

    Είχε γίνει η αρχή, εδώ βέβαια θα διαφωνήσω με την δημοσοφία ‘’Η αρχή, ήμισυ του παντός’’ , πολύ απλά γιατί χρειάστηκε πολλαπλάσια προσπάθεια και χρόνος από το ‘’ήμισυ’’ μέχρι να φθάσουμε στο άρθρο αυτό.

     

    Η ιστορία πριν την ιστορία μας 

    Τo αλλοτινό πέρασμα, η κύρια οδός από την Καβάλα στην Χρυσούπολη που διερχόταν από τα βόρεια υψώματα, αφέθηκε στην λήθη έως και ότου οι άνεμοι του πολέμου του έδωσαν νέο ρόλο, νέα βαρύτητα. Η διαδρομή από την  «Παλιά πύλη» στους Βορειοανατολικούς λόφους της Καβάλας και πάνω από το Καρά Ορμάν (Περιγιάλι) για χιλιάδες χρόνια εξυπηρέτησε πολλούς λαούς κάτοικους και κατακτητές της περιοχής. Η διέλευση  των λόφων αυτών, έχει λοιπόν μια σημαντική και διαχρονική παρουσία, ιδιαίτερα εάν δεχθούμε την άποψη μερίδας ιστορικών, που υποστηρίζουν ότι εκεί ήταν τα αδιαπέραστα «Στενά των Σαππαίων» που έλεγχαν τον δρόμο από και προς την ανατολή. Από τους χρόνους της ηγεμονίας των Θρακών ακόμη, διασφάλιζε τα εδάφη της Θρακικής αυτής φυλής, αποτελώντας τα δυτικά τους σύνορα. Μέχρι τα χρόνια της Οθωμανοκρατίας και συγκεκριμένα έως το 1886 έχουμε πληροφορίες για χρήση του μονοπατιού που διερχόταν από τους λόφους αυτούς για εμπορικούς, συγκοινωνιακούς και στρατιωτικούς σκοπούς. Όλοι οι περιηγητές πέρασαν τα δύσβατα αυτά μονοπάτια και άφησαν τις γραπτές τους μαρτυρίες, το μόνο στοιχείο αυτή την στιγμή για την γνώση,  μια και οργανωμένη αρχαιολογική έρευνα δεν έχει γίνει ως τώρα.  Εκτός λοιπόν από την εμπορική και συγκοινωνιακή αξία των υψωμάτων,  ιδιαίτερα σημαντικός ήταν και ο αμυντικός ρόλος τους, αφού αποτελούσαν οχυρωμένη περιοχή, τόσο φυσικά όσο και τεχνητά. Ο ρόλος τους ήταν διπλός, η προστασία ταξιδιωτών και εμπορευμάτων αλλά και η απώθηση  των εισβολέων.

     

    Στα βήματα των περιηγητών

    Ο Pierre Bellon  στο βιβλίο του «Παρατηρήσεις» που εκδόθηκε το 1553, κάνει μνεία σε διάφορα τείχη  στην κορυφή του όρους Αίμος που προστάτευαν την πόλη (Καβάλα) από την Θράκη. Η περιγραφή δεν αναφέρει ερείπια και αυτό με κάνει να πιστεύω ότι τα οχυρωματικά αυτά έργα την εποχή εκείνη πρόσφεραν ενεργή κάλυψη και άμυνα από τους εισβολείς.

    Ο Clarke  χρησιμοποιεί σαν πέρασμα τους ίδιους λόφους αλλά παρατηρεί στην κάθοδο «τα υπολείμματα μιας αρχαίας πύλης που κάποτε έκλεινε την στρατιωτική οδό».

    Ο Mustafa Ben Abdalla  του οποίου το έργο εκδόθηκε το 1812, αναφέρει με θαυμασμό  το κάστρο που χαρακτηρίζει σαν “ασύγκριτο” αλλά και το τείχος του υδραγωγείου (κατασκευασμένο από τον Ανδρόνικο Β’ τον Παλαιολόγο) στο οποίο αναφέρεται με την περιγραφή σαν «ιδιαίτερο τείχος». Σημαντική είναι η πληροφορία που μας δίνει για τον λόγο κατασκευής του φρουρίου της Καβάλας στον βράχο της Παναγίας που θεωρεί ότι ήταν  η προστασία από τους πειρατές.

    Από τον F. de Beaujour  πληροφορούμαστε για διαδρομή με διαδοχικά τρία αντερείσματα και ενδιάμεσα τους πορεία σε επίσης τρία λαγκάδια που καταλήγει στην Θράκη. Στο δεύτερο αντέρεισμα αναφέρει τείχος με την ονομασία Pergamus murus αλλά σε παλαιότερους χρόνους, συγκεκριμένα «Αφού διασχίσουμε αυτό το λαγκάδι       (αναφέρεται στο πρώτο λαγκάδι μετά τον λόφο που στήριζε το τότε  υδραγωγείο, δηλαδή τον λόφο Κουλέ  ανατολικά από το Σανατόριο στα βόρεια της πόλης) από δυτικά προς ανατολικά, ανεβαίνουμε πάλι στις ράχες ενός άλλου αντερείσματος που παλαιότερα περικλειόταν από έναν τοίχο, γνωστό ως Pergamus murus. Κατεβαίνουμε από εκεί σε ένα δεύτερο λαγκάδι, παράλληλο με το προηγούμενο και ξανανεβαίνοντας ένα τρίτο αντέρεισμα, του οποίου το στενότερο σημείο του υπεράσπιζε κάποτε ένα αρχαίο τείχος –όπως και των δύο προηγουμένων- καταλήγουμε να βρεθούμε στην Θράκη». Στην προηγούμενη αναφορά πιθανά ο  Beaujour έχει δώσει λάθος πληροφορία  για το Pergamus murus, τοποθετώντας το στην περιοχή αυτή. Η θέση του  είναι γνωστή στην αρχαία Πέργαμο, πολύ  δυτικότερα από το σημείο που περιγράφει, στον οικισμό της Μουσθένης Παγγαίου.

     

    . Το Βυζαντινό φυλάκιο μεταξύ των οχυρών Β και Γ, σε σχετικά καλή κατάσταση (ακόμη). Καταστράφηκε όμως μεγάλο τμήμα της έξοχης οροφής του.

    . Το Βυζαντινό φυλάκιο μεταξύ των οχυρών Β και Γ, σε σχετικά καλή κατάσταση (ακόμη). Καταστράφηκε όμως μεγάλο τμήμα της έξοχης οροφής του.

     

    Διάσπαρτα υπολείμματα οχυρώσεων διαφόρων εποχών. Το διπλό αυτό τείχος κατασκευασμένο από τους Βυζαντινούς, ασφαλίζει την πόλη από τα ανατολικά και βρίσκεται δίπλα στο Βυζαντινό φυλάκιο.

    Διάσπαρτα υπολείμματα οχυρώσεων διαφόρων εποχών. Το διπλό αυτό τείχος κατασκευασμένο από τους Βυζαντινούς, ασφαλίζει την πόλη από τα ανατολικά και βρίσκεται δίπλα στο Βυζαντινό φυλάκιο.

     

    Η ανάγκη για μεταφορά υλικών και βαρέων όπλων, οδήγησε στην κατασκευή ενός ορεινού οδικού δικτύου με ποιότητα και αντοχή στον χρόνο.

    Η ανάγκη για μεταφορά υλικών και βαρέων όπλων, οδήγησε στην κατασκευή ενός ορεινού οδικού δικτύου με ποιότητα και αντοχή στον χρόνο.

     

     

    Ο περιηγητής Μ. Cousinery  ταυτίζει το Δερβένι της Καβάλας με τα «στενά των Σαππαίων» στην ίδια περιοχή.

    Ο Β. Νικολαϊδης  αναφέρει υπολείμματα αρχαιότερης οχύρωσης στο ίδιο σημείο και χαρακτηρίζει το πέρασμα ως το μοναδικό για την Κωνσταντινούπολη. Επίσης μας πληροφορεί για τελωνείο πιθανά στην θέση “Παλαιά Πύλη”,  κάνοντας μάλιστα και μνεία στην αδιαφορία του τελώνη και στην ευκολία που πέρασε από το σημείο “ελέγχου” δίνοντας λίγα μόνο ασημένια νομίσματα.

    Ενδιαφέρον παρουσιάζει και η περιγραφή του ταγματάρχη μηχανικού, Νικολάου Σχινά   (1886) στο έργο του “Οδοιπορικαί Σημειώσεις” όπου αναφέρει: «Ύπερθεν του φρουρίου και της πόλεως Καβάλας υπέρκεινται άδενδρα και δύσβατα πετρώδη υψώματα δεσπόζοντα της τε πόλεως και του φρουρίου και κατέχοντα οχυρές θέσεις. Επί τούτων επί Ενετοκρατίας ανηγέρθησαν πύργοι μέχρις τη σήμερον διατηρούμενων η κατάληψης και οχύρωσης προφυλάσσει την πόλιν από εισβολής εκ των οδών Δράμας, Ελευθερουπόλεως και Σαρί-σαμπαν (Χρυσούπολη)». Μας πληροφορεί ακόμη για ένα φυλάκιο στην θέση Μπουγιούκ-Τας (μεγάλη πέτρα/βράχος) στις κορφές πιθανά του Αγ. Σίλα με ιδιαίτερα εποπτική δυνατότητα προς νότο, στην Θάσο, Ίμβρο, Σαμοθράκη και ακόμη τον Άθω. Από ανατολικά ελέγχει την κοιλάδα του Νέστου αλλά και την πόλη της Καβάλας και φυσικά τον βράχο της Παναγίας, από βορρά τα βουνά του συμβόλου  διακόπτουν κάπως την επαφή αλλά οι Φίλιπποι βρίσκονται σε οπτικό πεδίο. Για το ίδιο φυλάκιο συναντούμε επίσης πληροφορία σε άλλη πηγή όπου ακόμη υπάρχει και ελέγχει τα υψώματα του Αγ. Σίλλα και μετά τον Β΄Π.Π.

    Παρατηρούμε λοιπόν ότι και οι «νεότεροι» περιηγητές ξεκινώντας από τον Bellon τον 16ο αιώνα και καταλήγοντας στον Ν. Σχινά τον 19ο αιώνα θεωρούν τον ρόλο των υψωμάτων σαν σημαντικό και για τον λόγο αυτό τα μνημονεύουν.

    Αυτό όμως που μου προκάλεσε απορία ήταν το γεγονός ότι από κανέναν περιηγητή δεν αναφέρθηκε το υπέροχο αυτό πέτρινο κτήριο -που στην αρχή ανάφερα- μεταξύ οχυρού Β&Γ. Την απορία αυτή, ενίσχυε  το γεγονός, ότι το κτήριο είναι ορατό ακόμη και σήμερα από τα περισσότερα σημεία της Καβάλας, αλλά και από τον κάμπο δυτικά της Ν. Καρβάλης, πόσο μάλλον από τις κορυφογραμμές και τα αντερείσματα όπου τα μονοπάτια οδηγούσαν. Επίσης το διπλό τείχος που το προστάτευε από ανατολικά ήταν ιδιαίτερα μεγάλο και ενισχυμένο. Τα στοιχεία με οδηγούσαν στην διαπίστωση μιας σημαντικής θέσης άμυνας. Θεώρησα αδιανόητη την περίπτωση να πέρασε απαρατήρητη η ισχυρή αυτή οχύρωση. Διάφορες υποθέσεις με απασχόλησαν. Φυσικά να οικοδομήθηκε μεταγενέστερα είναι κάτι που μια πρώτη ματιά από κοντά ακόμη και από έναν αδαή  σαν και μένα, αποκλειόταν. Δέχθηκα την υπόθεση ότι εάν δεν ήταν βυζαντινό δεν θα υπήρχε στην εποχή του Pierre Bellon τον 16ο αι. μ.Χ. Σαφώς όμως ήταν πολύ παλαιότερο από τους υπόλοιπους περιηγητές που προανέφερα του 19ου αι. Χωρίς να μπορώ να εξηγήσω αυτή την “αόρατη” πλευρά του κατέληξα στο συμπέρασμα ότι συγχωνεύτηκε μέσα στις γενικές αναφορές για οχυρώσεις χάνοντας έτσι την πραγματική του διάσταση και αίγλη στην ιστορία. Αρκετά αργότερα ενημερώθηκα από τον Κο Μπακιρτζή Α. της Εφορίας Βυζαντινών  αρχαιοτήτων Καβάλας (12η ΕΒΑ) ότι πρόκειται για βυζαντινό κτίσμα-φυλάκιο κατασκευασμένο τον 13ο αι. Δυστυχώς δημοσίευση σε Μ.Μ.Ε. δεν υπήρξε στο παρελθόν, για το λόγο αυτό επί μήνες δεν μπορούσα να εντοπίσω κάποια πληροφορία.

    Το συμπέρασμα, που τα παραπάνω στοιχεία μας οδηγούν, είναι ότι σε παλαιότερες  θέσεις οχύρωσης συναντούμε νεότερα αμυντικά έργα, σε θέσεις αρχαίων ιερών οικοδομούνται ναοί και τόποι λατρείας μεταγενέστεροι, δίνοντας την εντύπωση του “εξορκισμού” ή “καθαγιασμού” στο κακό του παρελθόντος.  Δρόμοι και μονοπάτια χαράζονται  μέχρι σήμερα στα χνάρια ή σωστότερα στα απομεινάρια των αρχαίων μονοπατιών και πολλά άλλα παραδείγματα μας πείθουν ότι ο εντοπισμός της αρχαίας κληρονομιάς δεν είναι τόσο περίπλοκη υπόθεση, αρκεί κάποιος να αφουγκρασθεί το παρελθόν, μέσα από τα περιηγητικά κείμενα.  Λειτουργούν οι θέσεις αυτές σαν “συγκοινωνούντα δοχεία”, από την νεότερη μπορεί κανείς να μαντέψει ή τουλάχιστον να υποπτευθεί την προϋπάρχουσα, όπως και από την αρχαιότερη μπορούμε να προβλέψουμε την επόμενη. Ιδιαίτερα στην περίπτωση των οχυρώσεων, η στρατιωτική γεωγραφία υπαγορεύει την θέση και σχεδόν πάντα είναι αλάνθαστο στοιχείο.

     

    Από το άλογο στο μηχανοκίνητο

    Στα τέλη του 19ου αιώνα μια νέα παραλιακή χάραξη αντικαθιστά την ως τότε διαδρομή που διέρχονταν από τα βόρεια υψώματα της Καβάλας. Η νέα αυτή χάραξη ακλουθούσε την διαδρομή από Καβάλα, Νέα Καρβάλη (Τσαρπαντί), Χρυσούπολη (Σαρί-Σαμπάν), Νέστος, Ξάνθη. Το γεγονός αυτό σαφώς και εκμηδενίζει την συγκοινωνιακή και εμπορική χρησιμότητα και ως εκ τούτου και την σημαντικότητα της ορεινής περιοχής, αλλά δεν επηρεάζει -κατά την άποψη μου- διόλου την αμυντική της σημασία. Οι λόφοι διατηρούν την εποπτεία της κοιλάδας του Καρά Ορμάν (Περιγιάλι), της κοιλάδας του Χαλκερού καθώς και της θαλάσσιας περιοχής. Η γεωγραφική τους θέση τους προσδίδει εύκολα το πλεονέκτημα έναντι του εχθρού.   Βέβαια και νέα αυτή οδός είναι στην πραγματικότητα  “μονοπάτι”  και δεν επιτρέπει την κυκλοφορία αμαξών. Επιπλέον θεωρήθηκε  επικίνδυνη ιδιαίτερα κατά την νυκτερινή συγκοινωνία και ακόμη πολλές φορές πλημμυρίζει από τον ασταθή ποταμό Νέστο (τότε το δέλτα του ποταμού κάλυπτε από τα Άβδηρα μέχρι την Καρβάλη).

    Μόνο έπειτα από το 1889 ο «νέος» σύντομος για την εποχή πάντα δρόμος, που διερχόταν και από την Χρυσούπολη, γίνεται αμαξιτή οδός και αντικαθιστά πλήρως την ορεινή διαδρομή. Μια νέα φάση συντήρησης έρχεται στις αρχές του 20ου αι. όπου τα μονοπάτια των αλόγων μετατρέπονται σε δρόμους για μηχανοκίνητα οχήματα περισσότερο στρατιωτικά. Οι αρχαίες αυτές οχυρωματικές θέσεις επαναπροσδιορίζουν την σημαντικότητα τους και πλέον έχουν τον δικό τους ρόλο στις ματωμένες σελίδες των Βαλκανικών συγκρούσεων.

     

    Οι λόγοι κατασκευής των οχυρών και το γενικότερο πολεμικό κλίμα της εποχής (1912-1914).

     

    Μια γρήγορη αναφορά στο γενικότερο πολεμικό και πολιτικό κλίμα της εποχής μας βοηθά στην κατανόηση των συνθηκών που επέβαλαν την υλοποίηση του μεγάλου αυτού, για την εποχή του έργου,  των οχυρώσεων.

    Πριν τους  Βαλκανικούς πολέμους και από τον Μάιο του 1912 η κατάσταση στα Βαλκάνια είναι επικίνδυνα ασταθής. Συμμαχίες δημιουργούνται, πρώην εχθροί γίνονται συμπολεμιστές και η Ελλάδα δεν μένει αμέτοχη στην δίνη των πολεμικών εξελίξεων. Συνάπτει συμμαχία με την άλλοτε εχθρό της χώρα την Βουλγαρία, σε ένα ιδιαίτερα εύθραυστο κλίμα. Ο Α’ Βαλκανικός Πόλεμος που ξεσπά τον Οκτώβριο του  1912 βρίσκει τους Βαλκανικούς Συμμάχους σε εμπόλεμη κατάσταση με την Τουρκία, ηγέτης στα ελληνικά στρατεύματα είναι, όπως ήταν φυσικό, ο διάδοχος Κωνσταντίνος. Περνά τα σύνορα, απελευθερώνει την Ελασσόνα και μετά την μάχη του Σαρανταπόρου την Κοζάνη και τα Γρεβενά. Οι βουλγαρικές δυνάμεις φθάνουν ανατολικά μέχρι τα πρόθυρα της Κωνσταντινούπολης και από δυτικά καταλαμβάνουν την Δυτική Θράκη και την Αν. Μακεδονία (Καβάλα – Σέρρες).

    Τον Μάρτιο του 1913  δολοφονείται ο βασιλέας Γεώργιος Α’, τον Μάιο του ίδιου χρόνου λήγει ο Α’ Βαλκανικός Πόλεμος, αλλά ακολουθεί τον ίδιο μήνα η πυροδότηση του Β’ Βαλκανικού πολέμου. Το φιτίλι άναψε από τα «αποκαΐδια»  του προηγούμενου πολέμου σε μια κατάσταση που ήταν σχεδόν έτοιμη να εκραγεί. Τον Ιούνιο του 1913 ο Βουλγαρικός στρατός επιτίθεται στην Νιγρίτα, οι αλλοτινοί  Σύμμαχοι μας αλλάζουν ρόλο και στρέφονται εναντίον μας. Μόλις ένα μήνα μετά όμως συνθηκολογούμε μαζί τους. Τον Αύγουστο του 1913 με την συνθήκη του Βουκουρεστίου, έρχεται και η λήξη του Β’ Βαλκανικού πολέμου και όπως ήταν αναμενόμενο αρχίζει ο πυρετός των διεκδικήσεων. Από τις εμπλεκόμενες δυνάμεις παραχωρείται στην Ελλάδα η Αν. Μακεδονία με την Θεσσαλονίκη και την Καβάλα και η Ν. Ήπειρος. Όσο και παράξενο να ακούγεται υποστήριξη στις θέσεις μας πρόσφερε και η Γερμανία, που στον πόλεμο αυτό ήταν στο αντίπαλο στρατόπεδο, για λόγους εύνοιας από τον βασιλέα Κωνσταντίνο.

    Η περιοχή της Καβάλας  παραχωρήθηκε στην Ελλάδα μετά το 1913 και παραδόθηκε αμαχητί στους Βουλγάρους τον Αύγουστο του 1916 από την κυβέρνηση των Αθηνών με πρωθυπουργό τον Στέφανο Σκουλούδη και τον Βασιλέα Κωνσταντίνο. Με την μακρόχρονη και πολυτάραχη αυτή κατάσταση, η λογική επέβαλε την οχύρωση της μεθορίου (Σέρρες)  αλλά και του εσωτερικού (Καβάλα-Δράμα) για το ενδεχόμενο πάντα, μη αντοχής των συνόρων και ανάγκης ανασύνταξης του στρατού στα ενδότερα. Στην ουσία η οχυρωματική εποχή στην Ελλάδα ξεκινά το 1914 και συνεχίζει μέχρι σήμερα.

    Στο σχήμα αυτό είναι εμφανής η θέση του κάθε οχυρού και η περιοχή την οποία αυτό ελέγχει.

    Στο σχήμα αυτό είναι εμφανής η θέση του κάθε οχυρού και η περιοχή την οποία αυτό ελέγχει.

     

     Η πρώτη οχυρωματική γραμμή με ενισχυμένες θέσεις μάχης που προσέφεραν προστασία από τα εχθρικά πυρά.

    Η πρώτη οχυρωματική γραμμή με ενισχυμένες θέσεις μάχης που προσέφεραν προστασία από τα εχθρικά πυρά.

     

    ΤΕΛΟΣ Α’ ΜΕΡΟΥΣ


    Δημοσιεύτηκε στις 0

    Επιτρέπεται η αναδημοσίευση του περιεχομένου της ιστοσελίδας εφόσον αναφέρεται ευκρινώς η πηγή του. Νόμος 2121/1993 και κανόνες Διεθνούς Δικαίου που ισχύουν στην Ελλάδα.