Χρονόμετρο

    Τα οχυρά της Καβάλας του 1914 (το τελευταίο σύνορο) -Μέρος Β’

    Δημοσιεύτηκε στις

    Γράφει ο Βαρυπάτης Στυλιανός

     

    Λίθινες πανοπλίες

    Από το έργο της Διεύθυνσης Ιστορίας Στρατού, “Η Ελλάς και ο πόλεμος εις τα Βαλκάνια – ο Ελληνικός στρατός κατά τον Α΄ Π.Π. 1914-1918”, Γ.Ε.Σ. προκύπτουν σημαντικές πληροφορίες της  τεχνικής, οργανωτικής και διοικητικής δομής, αλλά και της φιλοσοφίας των έργων αυτών. Αναφέρω περιληπτικά τα παρακάτω από την εν λόγω έκδοση:

    Μέσα στο κλίμα αυτό προστασίας και παρά τις τότε οικονομικές ελλείψεις η στρατιωτική ηγεσία αποφάσισε να προβεί στην έναρξη των οχυρωματικών έργων, ξεκινώντας με το πλέον τρωτό τμήμα του Ελληνικού εδάφους δηλαδή την Αν. Μακεδονία.

    Η Ε.Υ.Σ. είχε καθορίσει από πριν τον αριθμό και τον τύπο των οχυρών, περίπου την θέση τους, την στρατιωτική δύναμη εκάστου και τις σχετικές με αυτά δαπάνες. Ορίσθηκε «επιτροπή Οχυρώσεων» αποτελούμενη από τον Αντ/ρχη Μηχανικού Γεώργιο Βαλέτα ως πρόεδρο και σαν μέλη  τον Αντ/ρχη Πυροβολικού Κίμωνα Διγενή και Ταγματάρχη Μηχανικού Ζαφείρη Παπαθανασίου. Η οριστική επιλογή των θέσεων -στην οποία η επιτροπή προέβη άμεσα- η παρακολούθηση των έργων και οι παρεμβάσεις όπου απαιτούνταν καθώς και ο ακριβής καθορισμός της δύναμης τους σε πεζικό και πυροβολικό ήταν ευθύνη της.

    Η εκτέλεση των έργων ανατέθηκε στο φρούριο Θεσσαλονίκης που δημιούργησε μεγάλη μονάδα με ειδικό επιτελείο για το σκοπό αυτό με διοικητή τον Συν/ρχη μηχανικού Ευλάμπιο Μεσσαλά. Η Διοίκησης του Φρουρίου είχε ευρύτατη δικαιοδοσία σχετικά με τις εργασίες εκτέλεσης, προμήθειας υλικών, εξεύρεσης τεχνιτών, μέσων μεταφοράς κ.ά. Πρέπει να σημειωθεί  ότι προσλήφθηκαν και ιδιώτες τεχνίτες, πληροφορία που δικαιολογεί την επιμελημένη κατασκευή κάποιων τμημάτων των οχυρών, όπως παρακάτω περιγράφω.

    Σημαντική επίσης είναι η πληροφορία ότι την εποπτεία του κάθε οχυρού είχε αναλάβει και ένας αξιωματικός του Μηχανικού. Δυστυχώς λόγω ελλείψεως πεπειραμένων αξιωματικών στο όπλο αυτό, η ανάθεση έγινε σε νεαρά άτομα χωρίς πείρα. Το αρνητικό αυτό στοιχείο όμως αναπλήρωσε «ο νεανικός ενθουσιασμός, η ακάματος εργατικότης και η μέγιστη επιμέλεια»

    Οι εργασίες ξεκίνησαν άμεσα και σε έντονους ρυθμούς και τα υλικά , ο σίδηρος και η ξυλεία, ήδη είχαν αγορασθεί και μεταφερθεί  στην Ελλάδα, πριν την κήρυξη του Α’ Π.Π.  τον Αύγουστο του 1914. Για την πληρέστερη αμυντική εικόνα αναφέρω τα οχυρά που καλύπτουν όλη την γραμμή της Αν. Μακεδονίας.

    1.         Ρούπελ, ένδεκα χιλ. βόρεια του Σιδηροκάστρου (Δεμίρ Ισσάρ), για την προστασία της κοιλάδας των Σερρών από τις διαβάσεις της περιοχής Πετριτσίου και Άνω Στρυμώνα.

    2.         Κρουσοβίτικον ή Φαιά Πέτρα, είκοσι οκτώ χιλ. βόρεια των Σερρών για την κάλυψη των ορεινών διαβάσεων του Κρουσοβίτικου (παραπόταμος του Στρυμώνα).

    3.         Περιθωρίου (Στάρτιτσα), για την άμυνα των διαβάσεων προς Σέρρες από Βροντού, Κοκκινόγεια, Λόφτσι.

    4.         Λίσσε, οχυρό συζυγές προς αυτό του Περιθωρίου για την κάλυψη των περασμάτων από τα υψίπεδα του κάτω Νευροκοπίου προς Κοκκινόγεια, Ακριτοχώρι και Δράμα.

    5.         Τουλουμπάρ, δεκαέξι χιλ. ΒΑ της Δράμας για την άμυνα της γέφυρας των Παπάδων στο Νέστο και όλων των ορεινών οδών από την Κεντρική Ροδόπη.

    6.         Μπούκια (Παρανέστι), κοντά στην σιδηροδρομική γραμμή για την άμυνα των στενών του Νέστου.

    7.         Ιτζές (Παράδεισος- Καβάλα), για την άμυνα των διαβάσεων από Ξάνθη προς χωριό Τοξότες και των διαβάσεων του Νέστου.

     

    Τα λίγα μέσα της εποχής όμως δεν επέτρεψαν την ολοκλήρωση των οχυρών αυτών με την συμπλήρωση των προβλεπόμενων μικρότερων πλευρικών μονίμων έργων. Τον ρόλο αυτό επιφορτίσθηκαν οι επί τόπου στρατιωτικές δυνάμεις  με κατασκευές απλών έργων εκστρατείας.

    Η εκπλήρωση της αποστολής τους είχε σχεδιαστεί να επιτευχθεί με κύρια βάση το πυροβολικό, για τον λόγο αυτό έπρεπε και η βολή τους να διατηρηθεί για όσο περισσότερο χρόνο ήταν εφικτό. Αν και η προστασία  του πυροβολικού περιελάμβανε -στην πρόβλεψη τουλάχιστον- χαλύβδινη θωράκιση και πυροβολεία από σιδηροκονίαμα, τα ελλιπή μέσα οδήγησαν στην λύση των χωματουργικών έργων, διαχωμάτων και οπισθοχωμάτων και απλών σκέπαστρων προς κάλυψη του προσωπικού. Για μεγαλύτερη ασφάλεια το πυροβολικό θα διενεργούσε έμμεσο βολή, δηλαδή η θέση του θα βρίσκονταν βαθύτερα, γεγονός που αύξανε την έκταση των οχυρών. Συνέπεια τούτου το οχυρό της Καβάλας και το Ρούπελ να έχουν περίμετρο δύο έως τρία χιλιόμετρα. Δεδομένης της ελλείψεως οπλιτών και αξιωματικών -όπως παρακάτω θα δούμε- μόνο ένα τάγμα πεζικού ανά οχυρό, ο έλεγχος τους γίνονταν πραγματικά δύσκολος και η αμυντική τους ικανότητα μειωνόταν δραστικά.

     

    Το τελευταίο σύνορο

    Βέβαια όσο αφορά την Καβάλα σαφώς και δεν θεωρείται περιοχή της μεθορίου και συνεπώς δεν θα έπρεπε να αποτελεί σημείο οχύρωσης με την λογική της ανάσχεσης από βορρά. Όπως προανέφερα όμως οι λόγοι στην περίπτωση αυτή και οι ανάγκες ήταν διαφορετικές και επέβαλαν τελικά την κάλυψη της, έστω και με μικρότερης κλίμακας έργα. Στόχος η ανασύνταξη και αναδιοργάνωση των δυνάμεων σε περίπτωση κατάληψης των οχυρών της μεθορίου, δηλαδή κάτι σαν το «τελευταίο σύνορο».

    Δέκα συνολικά οχυρά με αλφαβητική σήμανση (Α,Β,Γ,Δ,Ε,Ζ,Η,Θ,Ι,Κ) αναφέρονται στις πηγές του Γ.Ε.Σ. και σε στρατιωτικούς χάρτες της εποχής. Στην παρούσα δημοσίευση για λόγους χώρου θα αναφερθούν τα σημαντικότερα. Με την λογική αυτή η παρουσίαση αναφέρεται στα οχυρά Α νότια  και Β, Γ, βόρεια του σημερινού κόμβου της Ν. Καρβάλης στην Ν. Εγνατία και δυτικά της κοιλάδας του Χαλκερού

    Ξεκινώντας από το οχυρό Α στο λόφο του ακρωτηρίου Σπαθί (όπου βρίσκεται το εμπορικό σήμερα λιμάνι του εργοστασίου λιπασμάτων Ν. Καρβάλης) συνεχίζουν με σχεδόν ευθεία κατεύθυνση προς βορά με κορύφωση το οχυρό Δ.  Αντίστροφη διάταξη, δηλαδή από βόρεια προς νοτιοδυτικά ακολουθούν και καταλήγουν στο οχυρό Κ στο λιμάνι Ελευθερών προστατεύοντας έτσι και τους θαλάσσιους δρόμους στα νότια του όρους Συμβόλου. Σχηματίζουν μια “τριγωνική ασπίδα” προστασίας, έχοντας πρακτικά αγκαλιάσει την Καβάλα. Ιδιαίτερα τα Α,Β,Γ καλύπτουν το παλαιότερο πέρασμα από το διάσελο στο Χαλκερό  καθώς και το σημερινό πέρασμα της Νέας Εγνατίας. Το οχυρό Α  είχε διπλό ρόλο εποπτεύοντας και το θαλάσσιο πέρασμα προς τον κόλπο της Ν. Καρβάλης στα ανατολικά εκεί που σήμερα βρίσκεται το εργοστάσιο της Βιομηχανίας Φωσφορικών Λιπασμάτων (Β.Φ.Λ.), ενώ ελέγχει την περιοχή άσπρης άμμου από δυτικά.

    Σε πηγές του Γ.Ε.Σ. διαβάζουμε την ακόλουθη πολύ ενδιαφέρουσα περιγραφή: «Η οχύρωση της Καβάλας περιελάμβανε έργα περίκλειστα, του αυτού περίπου τύπου προς τα οχυρά ανασχέσεως, άτινα ευρισκόμενα απ’ αλλήλων εις αποστάσεις  επιτρεπούσας την διασταύρωσην πυρών  πεζικού και συνδεθέντα δια μικροτέρας σημασίας ενδιαμέσων έργων, απετέλεσαν συνεχή σχεδόν ισχυράν ωχυρωμένην τοποθεσίαν, καλύπτουσαν εις απόστασιν ολίγων χιλιομέτρων και εντός περιωρισμένης ακτίνος τον λιμένα της Καβάλλας και τον όρμο των Ελευθερών».

     

    Η ίδια πηγή μας ενημερώνει και για την κατάσταση του οπλισμού, παραθέτω τα στοιχεία σε ελεύθερη απόδοση με κάποια δικά μου σχόλια: Από τους προηγούμενους Βαλκανικούς πολέμους ο στρατός διέθετε από λάφυρα μεγάλο αριθμό πολυβόλων, τα οποία διανεμήθηκαν στα οχυρά. Σαν αποτέλεσμα το Ρούπελ και τα οχυρά της Καβάλας διέθεταν έκαστο περισσότερα από πενήντα (50) πολυβόλα.  Δεν γίνεται κατανοητό από το κείμενο εάν εννοεί “έκαστο οχυρό” το σύνολο των οχυρών της Καβάλας ή το κάθε ένα ξεχωριστά. Στην δεύτερη περίπτωση όπου  σύμφωνα με το σχεδιάγραμμα  αναφέρονται δέκα οχυρά, θα έπρεπε να υπάρχουν περίπου 500 πολυβόλα. Ο αριθμός φαίνεται υπερβολικός και μάλλον τα 50-60 πολυβόλα  μοιράστηκαν και στα δέκα οχυρά, που μας δίνει 5-6 πολυβόλα ανά οχυρό. Τα πολυβόλα αυτά τοποθετήθηκαν μεν στα ορύγματα αλλά δεν μπορούσαν να προσφέρουν ουσιαστική κάλυψη από τα πλευρά και το έδαφος προ του οχυρού. Δεν είχαν την αποτελεσματικότητα που θα έπρεπε σχετικά με την άμυνα των θέσεων τους.

    Σε άλλο τόμο και σχετικά με την προέλαση των Γερμανοβουλγάρων στην Αν. Μακεδονία αναφέρεται ότι οι επικοινωνίες του Δ’ ΣΣ είχαν διακοπεί από τους Συμμάχους και η μόνη επικοινωνία του με την κυβέρνηση ήταν μέσω του ασυρμάτου της Καβάλας. Για το θέμα των οχυρών αναφέρει «Από τα πέντε οχυρά της Καβάλας ήταν έτοιμα τα τρία. Από ενενήντα προβλεπόμενα για τα οχυρά πυροβόλα υπήρχαν μόνο δύο παλιά του Ναυτικού (τοποθετημένα στο οχυρό Ε) και από τους 2000 προβλεπόμενους πυροβολητές υπήρχαν μόνο 140. Έλλειπε εντελώς το πεζικό για την άμυνα των οχυρών, που έπρεπε να είναι πέντε συντάγματα. Τα πολυβόλα τότε είχαν αρχίσει να τοποθετούνται στην θέση τους. Η δύναμη τέλος ανερχόταν σε 35 αξιωματικούς και 250 οπλίτες και η διοίκηση του Φρουρίου, ήταν μάλλον επιφορτισμένη με την επίβλεψη των εκτελούμενων έργων, παρά με την διεύθυνση του αγώνα»  Σε άλλη πηγή του Γ.Ε.Σ2  η πληροφορία για τα υπόλοιπα οχυρά συμπληρώνεται με τα παρακάτω: «Δυτικότερον και προς τον όρμο των Ελευθερών, αι εργασίαι της οχυρώσεως ευρίσκοντο εισέτι εις το πρώτον στάδιον αυτών (χάραξις και χωματουργικαί εργασίαι)»

    Αντιλαμβανόμαστε εύκολα την έλλειψη άρτιου εξοπλισμού και στα οχυρά της Καβάλας όπως προηγουμένως αναφέρθηκε για όλη την οχυρωματική γραμμή.

     

    Περιληπτικά αναφέρω τον αμυντικό ρόλο ανάλογα με την θέση του κάθε οχυρού:

    1.         Οχυρά Α,Β,Γ. Αφορούν την προστασία της πόλης από ανατολικά αλλά και την παρεμπόδιση εισβολέων από τα δυτικά και βόρεια προς την Θράκη.

    2.         Οχυρά Δ, Ζ, Ε, Η & Η1. Κλείδωναν από δυτικά τον ορεινό όγκο της Λεκάνης και προστάτευαν τον κύριο οδικό άξονα από Δράμα στο ύψος των οικισμών Αμυγδαλεώνα και Σταυρού.

    3.         Οχυρά Θ,Ι,Κ. Τοποθετημένα στο όρος Σύμβολο επόπτευαν τόσο την κοιλάδα μεταξύ όρους Συμβόλου και Παγγαίου, τα ορεινά περάσματα καθώς και την παραλιακή ζώνη.

    Πολυβολεία και πρόχειρες οχυρωματικές θέσεις σε όλο το μήκος των παραλίων αλλά και στον ορεινό όγκο συμπλήρωναν τις ανάγκες ανάσχεσης. Σήμερα με προσεκτική παρατήρηση είναι ορατές οι θέσεις τους ακόμη και από την εθνική οδό που διέρχεται από τον Ν. Καβάλας με κατεύθυνση προς την Θράκη. Μια τέτοια θέση είναι και στον λόφο «Κουλέ» ακριβώς πάνω από την πόλη της Καβάλας, όπου παλαιότερα υπήρχαν οι πύργοι του Ανδρόνικου Β’ του Παλαιολόγου (1282-1320). Το «Μακρόν Τείχος» που συνέδεε τους πύργους, παράλληλα μετέφερε το νερό στην πόλη, που τότε περιορίζονταν στον βράχο της Παναγίας και την προστάτευε και από τις δύο κατευθύνσεις ανατολή και δύση από τους εισβολείς.   Η καταστροφή από τις μεταγενέστερες οχυρωματικές επεμβάσεις με την δημιουργία ορυγμάτων, αλλά και την χρήση υλικών από τα μνημεία αυτά, είναι και σήμερα ακόμη εμφανής. Αρκεί μια πεζοπορία στο σημείο για να την διαπιστώσει κανείς και βέβαια να εκτιμήσει την στρατηγική θέση του λόφου ανά τους αιώνες.

     

     

    Επί του πεδίου…….

    Οχυρό Β

     

    Πριν την οποιαδήποτε περιγραφή θέλω να σημειώσω ότι οι πληροφορίες και οι βιβλιογραφικές αναφορές που αναφέρθηκαν, αποκτήθηκαν μετά και την τρίτη αυτοψία στα οχυρά. Λογικό είναι να μας έχει εντυπωσιάσει λοιπόν, ο χώρος με την άγνωστη ως τότε ιστορία.

    Στα πρώτα είκοσι λεπτά της ανάβασης, ώσπου δηλαδή να αντικρίσουμε την πρώτη οχυρωματική γραμμή, ήδη είχαμε αντιληφθεί για ποιο λόγο είχαν κατασκευαστεί στο συγκεκριμένο σημείο. Η κάλυψη της κοιλάδας Χαλκερού και Ν. Καρβάλης που αποτελούν τα μόνα περάσματα ξηράς (εκτός του ορεινού τμήματος) από ανατολικά, προσδίδει το πλεονέκτημα στους οχυρωμένους. Ακόμη και μια προσπάθεια από θαλάσσης μπορεί να αποτραπεί με την υποστήριξη του οχυρού Α, όπως αναφέρω και παρακάτω. Ενώ το υψόμετρο στην κορυφή του λόφου είναι μόνο 244m και τα πρώτα χαρακώματα ακόμη χαμηλότερα, το απότομο της πλαγιάς δεν επιτρέπει “ηρωισμούς” και ιδιαίτερα όταν απέναντι  υπάρχει οχυρωμένος στρατός.

    Η πρώτη γραμμή άμυνας μας εντυπωσίασε για δύο λόγους, πρώτα για την άρτια διατήρηση της, παρά τα ενενήντα και πλέον  χρόνια από την κατασκευή της  και δεύτερο για την επιμέλεια και την τέχνη που διέκρινε της κατασκευές. Λαξευμένοι ογκώδεις λίθοι χρησιμοποιήθηκαν σε αρκετές κατασκευές όπως σε γωνίες στις πυργοειδής βάσεις πυροβόλων, σε γωνιακά ανοίγματα μικρών εισόδων που οδηγούσαν σε εξωτερικές θέσεις μάχης, σε θεμέλια κ.ά. απαρτίζοντας ένα αρμονικό σύνολο με τους ακανόνιστους λίθους. Το λειτουργικό όσο και το αισθητικό αποτέλεσμα ήταν εντυπωσιακό. Δύο σειρές από σκαλοπάτια εσωτερικά των τοιχίων κάλυψης, έδιναν την δυνατότητα διαβάθμισης του ύψους κάλυψης. Έμοιαζαν περισσότερο με εξέδρες αρχαίου θεάτρου, τόσο καλοδουλεμένα και λευκά, παρά με στρατιωτική κατασκευή. Επανέρχομαι τώρα στο σημείο όπου αναφέρθηκε η πρόσληψη ιδιωτών τεχνιτών και πιστεύω ότι αυτό δικαιολογεί και τις πολύ προσεγμένες κατασκευές.

     

    «Η διάταξις του πεζικού εγένετο, σύμφώνως με τας τότε αρχάς, εντός ορυγμάτων μάχης μη συνεχομένων, καταλαμβανομένων υπό μικρών οργανικών τμημάτων δυνάμεως διμοιρίας, ημιδιμοιρίας ή ενωμοτίας, άτινα συνεδέοντο προς άλληλα δι’ ορυγμάτων συγκοινωνίας………Έκαστον οχυρόν ανασχέσεως περιεβάλλετο δια συνεχούς συρματοπλέγματος»

     

    Η πρώτη οχυρωματική γραμμή με ενισχυμένες θέσεις μάχης που προσέφεραν   προστασία από τα εχθρικά πυρά.

    Η πρώτη οχυρωματική γραμμή με ενισχυμένες θέσεις μάχης που προσέφεραν προστασία από τα εχθρικά πυρά.

     

    Η κατασκευή των σκαλοπατιών προσέφερε δυνατότητες κάλυψης σε διάφορες βαθμίδες. Εντυπωσιάζουν  η διατήρηση και τα υλικά κατασκευής τους.

    Η κατασκευή των σκαλοπατιών προσέφερε δυνατότητες κάλυψης σε διάφορες βαθμίδες. Εντυπωσιάζουν η διατήρηση και τα υλικά κατασκευής τους.

     

     

     

     

     

    Την γραμμή αυτή συνάντησε η ομάδα στην περιήγηση της, πανομοιότυπη με την περιγραφή του Γ.Ε.Σ.  Στο οχυρό B διατηρούνταν σε πολύ καλή κατάσταση με ελαφρές καταστροφές –πιθανά μεταγενέστερα από την περίοδο χρήσης τους- από λαθρανασκαφές και αφαίρεση διαφόρων υλικών, όπως ράγες σιδήρων και σκέπαστρα αλλά και λαξευμένους ακόμη λίθους. Κάποιοι τέτοιοι λίθοι μας έδωσαν την εντύπωση αρχαίων τμημάτων και αρχιτεκτονικών μελών.  Σύμφωνα με μαρτυρία κατοίκου της περιοχής μετά τον Β’ Π.Π. εκτεταμένα έγινε η απογύμνωση των οχυρών από τα προαναφερθέντα υλικά που χρησιμοποιήθηκαν για οικοδόμηση αλλά και για πώληση, κυρίως τα μέταλλα. Στο ίδιο οχυρό οι κατασκευές δεν είχαν επιχωματωθεί που σημαίνει ότι χρησιμοποιήθηκαν και στον Β’ Π.Π. αντίθετα με το οχυρό Γ του οποίου η εικόνα πρόδιδε εγκατάλειψη για πολλές δεκαετίες.

    Τα ορύγματα επικοινωνίας με τα διάφορα τμήματα του οχυρού, παρά την εναπόθεση φερτών υλικών επί έναν σχεδόν αιώνα, διατηρούσαν αρκετό βάθος κάλυψης. Μια διαδρομή μέσα σε αυτά μας γύρισε χρόνια πίσω, όταν παιδιά παίζαμε «πόλεμο» στα εγκαταλελειμμένα φυλάκια. Πόσο διαφορετικά βλέπαμε την φρίκη τότε. Ήταν άραγε ποτέ παιχνίδι για τους οπλίτες των οχυρών; Με αυτές τις σκέψεις, σιωπηλοί, συνεχίσαμε την πορεία μας. Σε διάφορα σημεία εντοπίσαμε λίθινες σκάλες που από τα χαρακώματα οδηγούσαν στην επιφάνεια. Η επιμέλεια στην κατασκευή ήταν και εδώ αξιοσημείωτη.

    Όσο προχωρούσαμε στο εσωτερικό του οχυρού Β, τόσο μας εντυπωσίαζε το μέγεθος του καθώς και η πολυπλοκότητα των εγκαταστάσεων. Εφεδρείες, υπόγειες αίθουσες, δρόμοι για μηχανοκίνητα, μαγειρεία, χαρακώματα, κτήρια διοίκησης και αποθήκες, άλλα μπορούσαν να αναγνωρισθούν με σιγουριά και άλλα με υποθέσεις.  Η περίμετρος υπολογίστηκε περίπου σε δύο με τρία χιλιόμετρα με κυκλικό σχήμα και ιδιαίτερα εποπτική θέση προς όλες τις κατευθύνσεις.

     

    Ιστορία στον βράχο…. ’’σκληρές λέξεις’’

    Χαράξεις σε βράχους με  ονόματα στρατιωτών, βαθμούς και ημερομηνίες αδιάσειστες αποδείξεις της ανθρώπινης ανάγκης για  «αιωνιότητα», εντοπίσαμε στην πρώτη γραμμή μάχης.  Ανάμεικτα τα συναισθήματα μας, έκπληξη και  συγκίνηση  από την απρόσμενη αυτή ανακάλυψη. Η αγωνία, η ματαιότητα, η επιθυμία να γνωρίσουν οι μεταγενέστεροι αυτούς τους άγνωστους υπερασπιστές,  ήταν χαραγμένη σε λίγες αράδες στην σκληρή πέτρα. Σταθήκαμε γεμάτοι σκέψεις μπροστά στον «βράχο της αγωνίας» προσπαθώντας να νιώσουμε τους στρατιώτες αυτούς και τους φόβους τους. Ατέλειωτες οι ώρες με το όπλο στο χέρι, φόβος για μια ξαφνική λάμψη στον ουρανό, αγωνία για μια ριπή στο σκοτάδι, για ένα νέο καλό στον ασύρματο. Γνώριζαν άραγε οι αγαπημένοι τους που βρίσκονταν, θα τους έβλεπαν ποτέ; Ποιος ξέρει πως ένιωσαν, τι τους έδωσε την δύναμη να σκαλίσουν την ύπαρξη τους στον ανεξίτηλο καμβά της πέτρας. Ίσως η δημοσίευση αυτή να εκπληρώνει την επιθυμία τους να μην ξεχαστούν, ίσως απλά να δίνει σε εμάς την ευκαιρία να μην τους λησμονήσουμε. Ότι και να είναι πάντως, μας πρόσφερε την ευκαιρία να καταλάβουμε ότι αν σήμερα νιώθουμε ασφαλείς, το οφείλουμε σε εκείνους που κοιμόταν με τα μάτια ανοικτά και τα όπλα στο χέρι, στις πέτρινες αυτές πολιτείες. Είναι χειρότερο να υπάρχεις και να λησμονηθείς, από το να μην υπάρξεις καθόλου.

    Όλες οι χρονολογίες που εντοπίστηκαν στις χαράξεις, αφορούσαν την τριετία 1915-1917, εκτός από μία μόνο που αναφέρονταν στο 1927. Ιδιαίτερα δυσανάγνωστη η τελευταία, μας ανάγκασε να ψάξουμε ακόμη περισσότερο στις πηγές. Αυτό που προέκυψε είναι η επαναχρησιμοποίηση κάποιων από τις εγκαταστάσεις, σε ένα δεύτερο κύμα οχυρωματικής λογικής τα χρόνια εκείνα.  Το γεγονός ότι δεν εντοπίστηκε καμιά άλλη βραχοχάραξη στα υπόλοιπα οχυρά, δίνει ιδιαίτερη βαρύτητα στο συγκεκριμένο και προδίδει την συνεχή παρουσία στρατεύματος. Σημάδια όπως «Δημήτρης Μπιτσίκος.. Δεκανεύς Ευβοίας ..Ετών 22…1927Β» θύμιζαν επιτύμβια στήλη, αν και γνωρίζουμε ότι δεν χύθηκε ούτε μία σταγόνα αίμα στα απόκρημνα αυτά βράχια.

     

    Οχυρό Γ

     

    Η πρόσβαση στο συγκεκριμένο λόφο με τον χαρακτηρισμό «Παλαιά Πύλη» έγινε από το Περιγιάλι της Καβάλας, στην διαδρομή που οδηγεί στον χώρο των απορριμμάτων της πόλης. Η πορεία σε άσφαλτο δρόμο είναι σχετικά εύκολη και προσφέρει στα περισσότερα σημεία της πανοραμική θέα της Καβάλας, του λιμανιού και της γύρω περιοχής. Αντιλαμβάνεται εύκολα κανείς τον λόγο που τα οχυρά κυριολεκτικά σκαρφαλωμένα στους λόφους, κατέχουν την συγκεκριμένη θέση. Η φιδωτή διαδρομή διαρκεί περίπου 30 λεπτά από την Καβάλα και καταλήγει στους πρόποδες του λόφου όπου το οχυρό Γ  είναι κατασκευασμένο, μέσα από μια όμορφη διαδρομή με βοσκοτόπια και πλούσιο πράσινο τοπίο.  Η πρώτη προειδοποίηση έρχεται από ένα κρανίο ζώου πάνω σε δένδρο στην αρχή του μονοπατιού. Μια ήπια ανάβαση σε ομαλή κλίση οδηγεί στην πρώτη γραμμή μάχης μετά από ένα τέταρτο περίπου.

    Υπενθυμίζω ότι το οχυρό Γ βρίσκεται σε θέση η οποία φέρει το χαρακτηρισμό “Παλιά Πύλη”. Η πληροφορία αυτή μας έβαλε σε σκέψεις για την έρευνα υπολειμμάτων κατασκευής ή γενικότερα οχύρωσης. Το τοπωνύμιο αυτό μας απασχόλησε ίσως περισσότερο από κάθε άλλο σημείο πάνω στο χάρτη. Ιδιαίτερα σημαντική θέση ελέγχου της πόλης στα δυτικά, της κοιλάδας Χαλκερού στα ανατολάς, της περιοχής Άσπρη Άμμου νότια, αλλά και των από βορά περασμάτων από Δράμα και Φιλίππους. Από χάρτες που είχα την δυνατότητα να μελετήσω προέκυψε ότι το όνομα υπήρχε από τις αρχές του 20ου αι. ίσως και πριν. Εύλογα καταλήγει κανείς στο συμπέρασμα ότι προγενέστερα και από τις αρχές του προηγούμενου αιώνα η θέση ήταν σημείο ελέγχου ή πέρασμα στρατιωτικής οδού. Την υποψία αυτή έρχεται να επιβεβαιώσει η αναφορά του Clarke  που χρησιμοποιεί σαν πέρασμα τους ίδιους λόφους αλλά παρατηρεί στην κάθοδο «τα υπολείμματα μιας αρχαίας πύλης που κάποτε έκλεινε την στρατιωτική οδό». Ακόμη ο Ε. Τσελεπή αναφέρει : «ένα ακόμη τείχος που οχυρώνει την βόρεια πλευρά- εκεί που ανοίγει η Ντεμίρ Καπού (Σιδερένια Πύλη) – και βρίσκεται σε τρεις ώρες απόσταση από την  Ισκελέ Καπουσού (Πύλη της αποβάθρας/προκυμαίας). Αυτό το τείχος είναι λεπτοχτισμένο αλλά με ισχυρούς πύργους και προμαχώνες. Ο χρόνος έχει προξενήσει πολλές καταστροφές όμως (μιας και το συνολικό οικοδόμημα διατηρείται) εύκολα μπορούν να επισκευαστούν». Άραγε πρόκειται για την ίδια πύλη; Είναι πύλη με την έννοια της κατασκευής ή απλά πέρασμα – πύλη με μεταφορική σημασία; Είναι συγκεκριμένο σημείο ή ένα ευρύτερο φυσικά οχυρωμένο πέρασμα που μπορεί να περιλαμβάνει πολλές κορυφές και χαράδρες; Την τελευταία αυτή άποψη έρχεται να ενισχύσει ο στρ. χάρτης του 1903 όπου αναφέρει βόρεια της Καβάλας και στο ύψος της διασταύρωσης του Σταυρού το τοπωνύμιο “Bϋyϋk tabya tepeci” δηλ. «ύψωμα-λόφος του μεγάλου οχυρού». Γνωρίζουμε λοιπόν ότι όλη η βόρεια πλευρά της πόλης ήταν εξασφαλισμένη για πολλούς αιώνες πριν έως και πρόσφατα. Τα υπολείμματα αυτών των οχυρωματικών έργων είναι αυτά που θα μας αποκαλύψουν ίσως άγνωστες πληροφορίες.

    Η περιοχή γενικότερα παρουσιάζει έντονο ανάγλυφο με χαράδρες και απόκρημνα σημεία, δίνοντας έτσι την δυνατότητα επιπλέον προστασίας των κατασκευών από μια προσβολή εχθρικού πεζικού. Σε θέση πολύ κοντινή από το οχυρό Β, καλύπτει τα ενδιάμεσα ορεινά περάσματα και ελέγχει οπτικά την κοιλάδα του οικισμού  Χαλκερό, το περιγιάλι (ανατολικό προάστιο της Καβάλας), την κοιλάδα της Καρβάλης και τους  βόρειους λόφους.

    Η πρώτη γραμμή άμυνας βρίσκεται αρκετά χαμηλότερα από την κορυφή, αντίθετα με το οχυρό Β όπου είναι σχεδόν στο ίδιο ύψος με την κορυφή. Τα χαρακτηριστικά κατασκευής καθώς και η διάταξη των χώρων είναι πανομοιότυπη και στα δύο. Η επιμέλεια στην κατασκευή είναι και σε αυτό εντυπωσιακή, αλλά δεν διατηρείται όπως στο οχυρό Β και πιθανότατα μετά το 1916 δεν τέθηκε ποτέ σε χρήση. Οι επιχωματώσεις συνηγορούν στην άποψη μας αυτή και καλύπτουν όλη σχεδόν την εγκατάσταση. Το μόνο που μας προσανατόλισε σε μια ίσως περιστασιακή μεταγενέστερη χρήση, ήταν ένα προκατασκευασμένο πολυβολείο που εντοπίστηκε στην ανατολική πλευρά λίγα μέτρα χαμηλότερα από την κορυφή. Από το υλικό κατασκευής (τυποποιημένο συναρμολογημένο μπετόν) ήταν ξεκάθαρο ότι ήταν νεότερο κατά πολλές δεκαετίες και πιθανότατα μετά το 1940.

    Ενδιαφέρον παρουσίασε ο εντοπισμός μεγάλου όγκου σιδηρόπετρας που πρόδιδε μεταλλευτική στοά η οποία βέβαια ήταν καλυμμένη από το υλικό αυτό. Είναι γνωστό από την αρχαιότητα, ότι η περιοχή ήταν κατάμεστη από ορυχεία και ήταν ιδιαίτερα πλούσια σε διάφορα μεταλλεύματα, με κυριότερα τον σίδηρο και τον χρυσό. Στον ορεινό όγκο αυτό της Λεκάνης άλλωστε, μία μερίδα ιστορικών τοποθετεί τα ορυχεία του Θουκυδίδη.

    Ένα πυκνό όσο και περιπλεγμένο δίκτυο χωματόδρομων μας προκάλεσε πονοκέφαλο για τον προσδιορισμό του αρχικού δρόμου. Η ιδιαίτερα προσεγμένη αντιστήριξη του περιμετρικού δρόμου με πέτρα (σχιστόλιθο) από την περιοχή, μας έδωσε την απάντηση. Το πλάτος του πρόδιδε   ότι χρησιμοποιήθηκε για την διέλευση μεγάλων οχημάτων και την μεταφορά βαρέων όπλων.

    Χαρακώματα κάθετα σχεδόν στην εξωτερική γραμμή διευκόλυναν την επικοινωνία με τους βοηθητικούς χώρους και τις εφεδρείες προσφέροντας παράλληλα κάλυψη. Θλιβερή διαπίστωση η έλλειψη χαραγμάτων στους βράχους, καμία λοιπόν πληροφορία ή όνομα δεν βρέθηκε παρά την προσεκτική έρευνα μας.

     

    Οχυρό Α

    Το οχυρό αυτό δεν διαθέτει σημαντικές κατασκευές. Βρίσκεται νότια των δύο παραπάνω  και ανατολικά της Καβάλας, στον λόφο «Άσπρα Χώματα». Εκτός από κάποια πρόχειρα έργα εκστρατείας των οποίων τα απομεινάρια δεν παρουσιάζουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον, στον λόφο δεν έχει εντοπιστεί τίποτα αξιόλογο. Το αναφέρω όμως για την παραθαλάσσια θέση του και συνεπώς για την προστασία που αυτό προσέφερε από μια πιθανή απόβαση στην ακτή της Ν. Καρβάλης (όπου σήμερα το εργοστάσιο λιπασμάτων). Η κατασκευή του εμπορικού λιμανιού της Καβάλας στο σημείο εκείνο δικαιολογεί την δυνατότητα μιας απόβασης λόγο του βάθους των υδάτων, αλλά και της πεδιάδας μπροστά από τον λόφο που επιτρέπει γρήγορη κατάληψη. Από την αρχαιότητα ο λόφος αποτελούσε σημείο οχύρωσης και συγκρούσεων, αυτό μας αποκαλύπτει η ανακάλυψη αρχαίων σπαθιών η οποία έδωσε και το όνομα «σπαθί» στο συγκεκριμένο ακρωτήριο.

     

    ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ

     

    Παραπομπές

    1. Pierre Bellon, Observations, Paris 1553
    2.  Clarke, Travels in various countries, 1802
    3. Mustafa Ben Abdala Χατζή Κάλφα, Ρούμελη και Βοσνία γεωγραφικά περιγραφείσες υπό του Μ.Β.Α.X.K., Βιέννη – Έκδοση του Τεχνικού και Βιομηχανικού Ιδρύματος 1812.
    4.  Felix de Beaujour, Voyage Militaire dans l’Empire Ottoman, Paris 1829
    5.  M. Cousinery, Voyage dans la Macedonie, Paris 1831
    6.  Β. Νικολαίδης, Οι τούρκοι και η σύγχρονη Τουρκία, Παρίσι 1859
    7.  Σχινάς Θ. Νικόλαος, Οδοιπορικαί Σημειώσεις – Μακεδονίας, Ηπείρου, Νέας οροθετικής Γραμμής    και Θεσσαλίας, Μακεδονίας τεύχος Β’, τύποις Messager D’ Athenes, 1886.
    8. “Η Ελλάς και ο πόλεμος εις τα Βαλκάνια – ο Ελληνικός στρατός κατά τον Α΄ Π.Π. 1914-1918” Γ.Ε.Σ. Διεύθυνσης Ιστορίας Στρατού, Αθήνα 1958. σελ.14
    9. “Η Ελλάς και ο πόλεμος εις τα Βαλκάνια – ο Ελληνικός στρατός κατά τον Α΄ Π.Π. 1914-1918” Γ.Ε.Σ. Διεύθυνσης Ιστορίας Στρατού, Αθήνα 1958.
    10.  “Επίτομη Ιστορία της Συμμετοχής του Ελληνικού Στρατού στον Α΄Π.Π. 1914-1918” Γ.Ε.Σ. Διεύθυνσης Ιστορίας Στρατού, Αθήνα 1993, σελ.92.
    11. “Η Ελλάς και ο πόλεμος εις τα Βαλκάνια – ο Ελληνικός στρατός κατά τον Α΄ Π.Π. 1914-1918” Γ.Ε.Σ. Διεύθυνσης Ιστορίας Στρατού, Αθήνα 1958. σελ.12
    12. Clarke, Travels in various countries, 1802

     

    Χαράξεις στον βράχο , μνημεία της αγωνίας και της αβεβαιότητας άλλων καιρών.

    Χαράξεις στον βράχο , μνημεία της αγωνίας και της αβεβαιότητας άλλων καιρών.

     

    Χαράξεις στον βράχο , μνημεία της αγωνίας και της αβεβαιότητας άλλων καιρών.

    Χαράξεις στον βράχο , μνημεία της αγωνίας και της αβεβαιότητας άλλων καιρών.

    Χαράκωμα  επικοινωνίας. Παρά την  εναπόθεση  φυσικών υλικών, που μειώνουν το ύψος, το βάθος του παραμένει ικανό ώστε ακόμη και σήμερα να προσφέρει κάλυψη.
    Χαράκωμα επικοινωνίας. Παρά την εναπόθεση φυσικών υλικών, που μειώνουν το ύψος, το βάθος του παραμένει ικανό ώστε ακόμη και σήμερα να προσφέρει κάλυψη.

     


    Δημοσιεύτηκε στις 0

    Επιτρέπεται η αναδημοσίευση του περιεχομένου της ιστοσελίδας εφόσον αναφέρεται ευκρινώς η πηγή του. Νόμος 2121/1993 και κανόνες Διεθνούς Δικαίου που ισχύουν στην Ελλάδα.