Από μια τέτοια εντρύφηση, όμως, στους μύθους του Παγγαίου δεν θα μπορούσε να λείπει ο Ορφέας, το αγαπημένο παιδί των Θρακών, ιδιαίτερα δε των Πιέρων και των Κικόνων.
Οι Πίερες Θράκες της Πιερίας κοιλάδας του Παγγαίου και οι συγγενείς τους Κίκονες, πολύ πριν από τον 5ο π.Χ. αιώνα ζούσαν στους πρόποδες του Ολύμπου. Αυτοί πρώτοι λάτρεψαν εκεί και ιδιαίτερα στην πόλη Δίον τις εννέα μούσες, κόρες του Δία και της Μνημοσύνης, οι οποίες, από το όνομα των Πιέρων θρακών δεν έπαψαν ποτέ, μέχρι το τέλος της αρχαιότητος, ν’ αποκαλούνται Πιερίδες.
Αυτή η λατρεία των μουσών ήταν άμεσα συνδεδεμένη από τους Πίερες του Ολύμπου με την λατρεία και την φιλολογία γύρω από τον Ορφέα.
Ο Ορφέας, που σύμφωνα με όλες τις αρχαίες πηγές ήταν θρακικής καταγωγής, (από το φύλο των Κικόνων), ήταν κατά τη μυθολογία γιός του Οιάγρου, βασιλέα της Θράκης, ενώ, σύμφωνα με κάποιους μυθογράφους, ήταν γιος του Άρη ή του Πίερου ή του Χάροπα. Μητέρα του ήταν η Καλλιόπη, η πιο γνωστή από τις εννέα μούσες, αλλά κι εδώ υπήρχαν μυθογράφοι που θεωρούσαν ως μητέρα του είτε τη μούσα Πολύμνια, είτε τη Μενίππη, τη θυγατέρα του βασιλιά της Ακτής Θάμυρι. Ο Ορφέας ζούσε στην Πίμπλεια, πόλη της Πιερίας του Ολύμπου. Ήταν μεγάλος τραγουδιστής, μουσικός και ποιητής. Όπως μας λέγει ο Απολλόδωρος στη Μυθολογική Βιβλιοθήκη του, (στίχ. 13), «Καλλιόπη και Οιάγρου … και Ορφεύς ο ασκήσας κιθαρωδίαν, ος άδων εκίνει λίθους τε και δένδρα», (δηλαδή γιος της μούσας Καλλιόπης και του Οιάγρου ήταν και ο Ορφέας, που έπαιζε κιθάρα κι όταν τραγουδούσε, κινούσε και τις πέτρες και τα δένδρα).
Για το θάνατο του Ορφέα υπήρχαν διάφοροι μύθοι, με κυρίαρχο αυτόν που εκθέτει ο Πλάτων στο Συμπόσιό του: Ο Ορφέας, σαν μουσικός και ποιητής ήταν λάτρης του θεού της μουσικής, του Απόλλωνα. Όταν λοιπόν ο Απόλλων ήλθε κάποτε πάνω στο Παγγαίο, το Ιερό όρος του Διονύσου, ο Ορφέας έκανε σύγκριση ανάμεσα στους δυο θεούς, η οποία ταπείνωνε και υποβίβαζε τον μεγάλο Θράκα θεό. Μια τέτοια σύγκριση, γενόμενη από θνητό, ήταν μεγάλη ασέβεια προς τους θεούς, τους οποίους εξόργισε και την οποία έπρεπε η Νέμεσις να τιμωρήσει σκληρά. Έτσι ο Διόνυσος, με την βοήθειά της, έστειλε τις Βασσαρίδες, Θράκισσες γυναίκες, που ήταν μυημένες στα μυστήριά του και τελούσαν την οργιαστική λατρεία του, οι οποίες κομμάτιασαν τον Ορφέα πάνω στο Παγγαίο. Οι εννέα μούσες μετέφεραν αυτά τα κομμάτια πολύ μακριά, στο βασίλειό τους στα Λείβηθρα, (που βρισκόταν εκεί όπου σήμερα βρίσκεται το Λιτόχωρο) όπου και τα έθαψαν, μέχρι δε την εποχή του περιηγητή Παυσανία, (1ος αι. π.Χ.) οι κάτοικοι των Λειβήθρων έδειχναν τον τάφο του.
Σε σχέση, εξ άλλου, με τον τραγικό θάνατο του Ορφέα, δύο μύθοι έχουν ιδιαίτερη αξία για το Παγγαίο:
Ο Ερατοσθένης, πρώτα, δίνει την αιτία για το μένος του Διονύσου εναντίον του Ορφέα, λέγοντας ότι ο Ορφέας τον μεν Διόνυσο δεν τον τιμούσε καθόλου, τον δε Ήλιο θεωρούσε ως τον μέγιστο θεό, τον οποίο αποκαλούσε Απόλλωνα, ξυπνώντας δε κάθε πρωί πριν φέξει, ανέβαινε στο Παγγαίο και παρακολουθούσε την ανατολή του ήλιου, για να τον λατρέψει, πρώτος αυτός, απ’ όλους τους θνητούς. («Ορφεύς τον μεν Διόνυσον ουκ ετίμα, τον δ’ Ήλιον μέγιστον των θεών ενόμιζεν είναι, ον και Απόλλωνα προσηγόρευσεν, επεγειρόμενός τε της νυκτός κατά την εωθινήν, επί το όρος το καλούμενον Παγγαίον (ανιών), προσέμενε τας ανατολάς ίνα ίδη τον Ήλιον πρώτος»).
Ο (ψευδο)Πλούταρχος, στη συνέχεια, στο έργο του «de fluviis» (περί ποταμών), αναφέρει τα εξής: «Γεννάται δε και εν τω Παγγαίω όρει βοτάνη, Κιθάρα καλουμένη, δια ταύτην την αιτίαν. Διασπαράξασαι τον Ορφέα (ενν. οι Βασσαρίδες), τα μέλη του προειρημένου εις ποταμόν έβαλον Έβρον. Και η μεν κεφαλή του θνητού, κατά πρόνοιαν θεών, εις δράκοντα μετέβαλε την μορφήν του σώματος, η δε λύρα κατεστηρίχθη, κατά προαίρεσιν Απόλλωνος, εκ δε του ρεύσαντος αίματος ενεφάνη βοτάνη, Κιθάρα καλουμένη. Των δε Διονυσίων τελουμένων, αύτη κιθάρας αναδίδωσιν ήχον. Οι δ’ εγχώριοι, νεβρίδας περιβεβλημένοι και θύρσους κρα;τούντες, ύμνον άδουσιν», (δηλαδή: Και στο Παγγαίο όρος φυτρώνει ένα βότανο, που λέγεται κιθάρα, για τον εξής λόγο. Όταν οι Βασσαρίδες κατασπάραξαν τον Ορφέα, έριξαν τα μέλη του σώματός του στον ποταμό Έβρο. Και η μεν κεφαλή αυτού του θνητού, με τη βοήθεια των θεών άλλαξε και τη μορφή του σώματος σε σώμα δράκοντα, η λύρα του έμεινε εκεί όπου έπεσε, όπως ήθελε ο Απόλλων, από το αίμα του δε, που έτρεξε, φύτρωσε ένα βότανο, που ονομάζεται κιθάρα. Κι όταν τελούνται τα Διονύσια, αυτό το βοτάνι βγάζει ήχο κιθάρας και οι ντόπιοι κάτοικοι, φορώντας δέρματα νεαρών ζαρκαδιών και κρατώντας θύρσους, ψέλνουν ύμνο). Βασισμένοι σ’ αυτόν το μύθο οι κάτοικοι της Λέσβου έλεγαν ότι, όταν τα νερά του ποταμού Έβρου έφεραν το κεφάλι και τη λύρα του Ορφέα στη θάλασσα, αυτά έφθασαν στη Λέσβο, όπου τα περισυνέλεξαν οι κάτοικοι κι έστησαν, στο σημείο που τα βρήκαν, ένα επιβλητικό επιτύμβιο μνημείο προς τιμή του ποιητή, έλεγαν δε, πως από το μνημείο του αναδυόταν κάποτε ο ήχος της λύρας του. Γι’ ατό το λόγο η Λέσβος θεωρούνταν ως η κατ’ εξοχήν χώρα της λυρικής ποίησης, (δείτε Σαπφώ, Αλκαίο κλπ.)
Είναι βέβαιο ότι οι Πίερες, εκδιωχθέντες από την Πιερία του Ολύμπου κι εγκατασταθέντες στην περιοχή της Πιερίας κοιλάδος του Παγγαίου, όπου, σύμφωνα με τον Ηρόδοτο «ώκησαν Φάγρητα και άλλα χωρία», μετέφεραν, ασφαλώς, μαζί τους, στις νέες τους εστίες, τη λατρεία των μουσών και του μεγάλου τους ποιητή και μύστη, του Ορφέα. Δεν υπάρχει όμως καμία απόδειξη βγαλμένη μέσα από κείμενα αρχαίων Ελλήνων ή Ρωμαίων συγγραφέων ή μέσα από αρχαιολογικά ευρήματα της περιοχής που να βεβαιώνει ότι είτε υπήρχε κάποιο ιερό του Ορφέα στο Παγγαίο, είτε ότι η λατρεία του είχε συνδεθεί εκεί με αυτήν του Θράκα Διονύσου. Πάντως υπάρχουν αρκετοί, παλαιοί και νεώτεροι ιστορικοί που έχουν αντίθετη γνώμη.
Ποιο τέλος ήταν το περιεχόμενο της ορφικής θρησκείας;
Η ορφική θρησκεία έχει συνειδητοποιήσει ότι οι θεότητες που υπάρχουν και λατρεύονται στα διάφορα μέρη δεν είναι τίποτε άλλο από τις ποικίλες εκδηλώσεις μιας και μοναδικής θεότητας, που κάθε φορά, ανάλογα με τις συνθήκες και τις ανθρώπινες ανάγκες, βαφτίζεται κι εκδηλώνεται ανάλογα. Θέλησε έτσι αυτή τη συνείδηση να την μεταδώσει και στους ανθρώπους με τρόπο απλό και κατανοητό. Και το πέτυχε αυτό με τα μυστήρια. Ο νέος πιστός, ο μυούμενος στην Ορφική διδασκαλία, για να μπορέσει να κατανοήσει την αλήθεια για τη θεότητα, περνούσε από διάφορα μυητικά στάδια, ενώ παράλληλα ζούσε μια ζωή πλήρη εγκράτειας από υλικές απολαύσεις. Έτσι σιγά – σιγά ωρίμαζε το πνεύμα του, άνοιγε η συνείδησή του και γινόταν Μύστης, δηλαδή μυημένος πιστός.
Είναι λοιπόν προφανές ότι υπήρχε στενή σχέση ανάμεσα σ’ αυτές τις δύο μεγάλες πνευματικές διδασκαλίες που οι πρωτόγονοι εντός εισαγωγικών Θράκες του Παγγαίου και της ευρύτερης Θράκης πρόσφεραν στην ανθρωπότητα, μια σχέση που αποτύπωσε ιδιαίτερα παραστατικά ο σοφός P. Perdrizet, στο βιβλίο του, Λατρείες και Μύθοι του Παγγαίου:
«Είναι πολύ δύσκολο να ξεχωρίσουμε την μιαν από την άλλη, τις δύο θρησκείες που πήρε η κυρίως Ελλάδα από την Θράκη, εφόσον θεωρηθεί (και είναι δεδομένη) η επίδραση που άσκησε ο Ορφισμός πάνω στη διονυσιακή θρησκεία. Οι μυστηριακές τελετουργίες τους και η μυστική ερμηνεία που αυτές έδιναν στους μυουμένους, φαίνεται ότι έμοιαζαν πολύ μεταξύ τους. Υπήρχε και στη μια και στην άλλη μια βίαιη έξαρση προς το θείο, μια σφοδρή επιθυμία να γίνει ο μυούμενος όμοιος με τον θεό. Υπήρχαν, για την επίτευξη αυτού του “καθ’ ομοίωση”, θυσίες κοινωνίας, οι οποίες, μέσα στη διονυσιακή λατρεία διατηρούσαν τον αρχαίο άγριο χαρακτήρα τους, (ωμοφαγία), ενώ στην εκλεπτυσμένη ορφική θρησκεία είχαν περισσότερο πνευματικό χαρακτήρα. Και στις δυο και στον ορφισμό δηλ. όπως και στην πιο τραχειά λατρεία του θράκα Διονύσου, το σώμα του θεού τεμαχιζόταν, για να χρησιμεύσει για τροφή στο κοινό συμπόσιο των πιστών. Τί ήθελαν να πετύχουν οι Ορφικοί και οι Διονυσιασταί, προσπαθώντας να μοιάσουν τον θεό τους; Ήθελαν, όπως κι εκείνος, να ξαναγεννηθούν σε μιαν άλλη ζωή. Με το πάθος του, με τον θάνατό του ο Διόνυσος είχε εξαγοράσει μια καινούργια ζωή. Καθώς το πάθος και η παλιγγενεσία του αρχαίου θεού της αιώνια αναγεννώμενης βλάστησης ανανεωνόταν περιοδικά, ο θεός αποδεικνυόταν πράγματι αθάνατος. Ο πιστός συμμορφωνόταν και μιμούνταν τον θεό, για να φτάσει κι αυτός σε μιαν αιώνια ζωή.
ΑΝΤΙ ΕΠΙΛΟΓΟΥ
Σήμερα, που τα μάτια όλων μας είναι στραμμένα στον μεγαλόπρεπο τύμβο της Αμφίπολης κι όλοι μας ανασκαλεύουμε καθημερινά την ιστορία της, κάνοντας, μάλιστα και (πιθανές κι απίθανες) υποθέσεις για το περιεχόμενό του, θεώρησα καθήκον μου να φωτίσω κι εγώ, με τις ελάχιστες, τις ερασιτεχνικές γνώσεις μου, το παρελθόν αυτού του τόπου για τον οποίο θα μιλάει για χρόνια, όπως φαίνεται, όλη η διεθνής, επιστημονική κοινότητα κι όλοι οι λαοί της γης, αυτού του τόπου ο οποίος έδωσε στο λαό μας μια μικρή ικμάδα από την χαμένη του αξιοπρέπεια.
ΘΟΔΩΡΟΣ ΔΗΜΟΣΘΕΝΟΥΣ ΛΥΜΠΕΡΑΚΗΣ
ΔΙΚΗΓΟΡΟΣ ΚΑΒΑΛΑΣ
Δημοσιεύτηκε στις 1
Επιτρέπεται η αναδημοσίευση του περιεχομένου της ιστοσελίδας εφόσον αναφέρεται ευκρινώς η πηγή του. Νόμος 2121/1993 και κανόνες Διεθνούς Δικαίου που ισχύουν στην Ελλάδα.