Χρονόμετρο

    Ομάδα εργασίας για την συνύπαρξη επιστήμης και διπλωματίας στον 20ό αιώνα, με επικεφαλής την καβαλιώτισσα αν. καθηγήτρια του ΕΜΠ, Μ. Ρεντετζή

    Δημοσιεύτηκε στις

    Τι κοινό θα μπορούσε να έχει η πυρηνική φυσική με τη διπλωματία; Κατά πρώτη προσέγγιση απολύτως κανένα. Ωστόσο, μια διεθνής ομάδα ιστορικών και κοινωνιολόγων της επιστήμης, με κέντρο τη Σχολή Εφαρμοσμένων Μαθηματικών και Φυσικών Επιστημών του Εθνικού Μετσόβιου Πολυτεχνείου (ΕΜΠ), έχουν βαλθεί να αποδείξουν ότι επιστήμη και διπλωματία συνυπάρχουν αρμονικά σε όλη τη διάρκεια του 20ου αιώνα.

    Η Καβαλιώτισσα αναπληρώτρια καθηγήτρια Ιστορίας, Κοινωνιολογίας των Επιστημών και Τεχνολογίας της Σχολής Εφαρμοσμένων Μαθηματικών και Φυσικών Επιστημών του ΕΜΠ, Μαρία Ρεντετζή, ως επικεφαλής της ομάδας του ΕΜΠ στο ευρωπαϊκό πρόγραμμα επιστημονικής διπλωματίας InSciDe, μιλώντας στο Αθηναϊκό Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων (ΑΠΕ- ΜΠΕ) επισημαίνει ότι η επιστημονική διπλωματία μπορεί ν΄ αποτελέσει βασικό εργαλείο στην αντιμετώπιση ζητημάτων ασφάλειας σε εθνικό και παγκόσμιο επίπεδο και να καταστήσει την Ευρωπαϊκή Ένωση ισχυρό πόλο στον παγκόσμιο γεωπολιτικό χάρτη.

    «Η επιστημονική διπλωματία, η χρήση της επιστήμης και τεχνολογίας ως ενός εναλλακτικού τρόπου άσκησης της διπλωματίας» σημειώνει η κ. Ρεντετζή, μιλώντας στο ΑΠΕ-ΜΠΕ, «αποτελεί ένα πολύ πρόσφατο όρο στο λεξιλόγιο της ευρωπαϊκής πολιτικής, και όχι μόνο. Εισάγεται μόλις το 2008 όταν η Αμερικανική Ένωση για την Ανάπτυξη των Επιστημών ιδρύει το πρώτο κέντρο επιστημονικής διπλωματίας στην Ουάσιγκτον, θεσμοθετώντας ουσιαστικά μια μακρά αμερικανική παράδοση εμπλοκής των επιστημόνων σε θέματα πολιτικής και διπλωματίας».

    Ήδη από το 1945 μια ομάδα βετεράνων επιστημόνων, με την καθοδήγηση του φυσικού Ρόμπερτ Όπενχαϊμερ, οι οποίοι συμμετείχαν στο Πρόγραμμα Μανχάταν, το μυστικό αμερικανικό πρόγραμμα παραγωγής της ατομικής βόμβας, προσπάθησαν να πείσουν την κυβέρνηση των ΗΠΑ ότι η παγκόσμια ασφάλεια εξαρτιόταν από τον έλεγχο των πυρηνικών όπλων.

    Δεν αποτελεί επίσης μυστικό ότι σε όλη τη διάρκεια του ψυχρού πολέμου και κυρίως μετά την ίδρυση παγκόσμιων και διεθνών επιστημονικών οργανισμών η επιστημονική διπλωματία, αν και δεν ονοματίζεται ως τέτοια, παίζει τεράστιο ρόλο στις διεθνείς διπλωματικές διαπραγματεύσεις για την αποπυρηνικοποίηση και τον έλεγχο των σχάσιμων υλικών.

    Η ίδρυση του Ευρωπαϊκού Οργανισμού Πυρηνικών Ερευνών γνωστού ως CERN το 1954 θα αποτελέσει την ευρωπαϊκή απάντηση στη ραγδαία ανάπτυξη της φυσικής υψηλών ενεργειών στην Αμερική και μια πρώτη εφαρμογή πρακτικών επιστημονικής διπλωματίας ανάμεσα στις 12 χώρες, συμπεριλαμβανομένης και της Ελλάδας, που διαπραγματεύτηκαν και υπέγραψαν τη σύστασή του.

    «Ωστόσο», υπογραμμίζει η κ. Ρεντετζή, «μόλις πρόσφατα η Ευρωπαϊκή Ένωση άρχισε να δίνει στοχευμένη έμφαση στην επιστημονική διπλωματία, επιδιώκοντας την αναβάθμιση του ρόλου της στον παγκόσμιο γεωπολιτικό χάρτη. Είναι ενδεικτικό ότι χαράσσοντας την ευρωπαϊκή πολιτική της Ένωσης, ο πρόεδρος Jean-Claude Juncker συμπεριέλαβε την ανάπτυξη ευρωπαϊκών στρατηγικών επιστημονικής διπλωματίας ανάμεσα στις δέκα πιο σημαντικές προτεραιότητες της Ένωσης στη διάρκεια της τρέχουσας θητείας του».

    Σε εθνικό επίπεδο ελάχιστες ευρωπαϊκές χώρες έχουν αναπτύξει πολιτικές επιστημονικής διπλωματίας. Εξαίρεση αποτελούν χώρες όπως η Γαλλία, η Ισπανία, η Γερμανία και πιο πρόσφατα το Βέλγιο οι οποίες χαράσσουν συγκεκριμένες πολιτικές και πρακτικές επιστημονικής διπλωματίας με στόχο την ενίσχυση της οικονομικής και πολιτικής τους θέσης σε ευρωπαϊκό και διεθνές επίπεδο.

    Παρά τις εθνικές διαφορές, σύμφωνα με την κ. Ρεντετζή, στις προτεινόμενες στρατηγικές η έμφαση βρίσκεται κυρίως σε τρεις τομείς. Καταρχήν, εθνικό στόχο αυτών των κρατών αποτελεί η ενίσχυση των επιστημονικών συνεργασιών με άλλες χώρες και ταυτόχρονα η προώθηση εθνικών επιστημονικών και τεχνολογικών καινοτομιών σε χώρες εντός και εκτός Ευρωπαϊκής Ένωσης.

    Ένας τρίτος βασικός τομέας είναι η εκπαίδευση των διπλωματών σε μη συμβατικές διπλωματικές μεθόδους όπως αυτή της χρήσης της επιστήμης και στην τεχνολογική εγγραματοσύνη. Ως σύνολο, ωστόσο, η ΕΕ αντιμετωπίζει την έλλειψη στρατηγικών μέσα από γενναιόδωρες χρηματοδοτήσεις ερευνών και προγραμμάτων με αντικείμενο την επιστημονική διπλωματία και στόχο την αντιμετώπιση παγκόσμιων προκλήσεων, όπως η κλιματική αλλαγή, η πυρηνική ασφάλεια, και η διεθνής τρομοκρατία.

    Ανταποκρινόμενη σε μια τέτοια πρόσφατη ευρωπαϊκή πρόσκληση για την κατάθεση ερευνητικών προτάσεων προς χρηματοδότηση η ομάδα του Εθνικού Μετσόβιου Πολυτεχνείου, σε συνεργασία με συνολικά 15 ευρωπαϊκά πανεπιστήμια, κατέθεσε μια πρόταση για την ανάπτυξη αποτελεσματικών στρατηγικών επιστημονικής διπλωματίας.

    Η διεθνής ομάδα του Μετσόβιου ηγείται του προγράμματος χρήσης της επιστημονικής διπλωματίας στο χώρο ειδικά της ασφάλειας και ερευνά μέσα από εκτεταμένες συνεντεύξεις με εμπλεκόμενους διπλωμάτες, εμπειρογνώμονες και επιστήμονες τους τρόπους με τους οποίους έχουν διεξαχθεί ιστορικά σημαντικές διπλωματικές διαπραγματεύσεις για ζητήματα ασφάλειας σε ό,τι αφορά α) τη δημιουργία, λειτουργία και συντήρηση του συστήματος Σένγκεν, β) τη δημιουργία και τον επανασχεδιασμό του συστήματος πυρηνικής διασφάλισης του Διεθνούς Οργανισμού Ατομικής Ενέργειας και γ)τον σχεδιασμό μιας πρωτοποριακής τεχνολογίας για την παραγωγή ενέργειας μέσω πυρηνικής σύντηξης γνωστής ως ITER με τη συνδρομή της Ευρωπαϊκής Ένωσης και άλλων σημαντικών πυρηνικών και βιομηχανικών χωρών.

    Πάντως, το ερώτημα που εύλογα τίθεται, είναι γιατί άραγε οι επιστήμονες πέτυχαν εκεί που ιστορικά οι διπλωμάτες δυσκολεύτηκαν ή ακόμη χειρότερα, απέτυχαν στις διαπραγματεύσεις τους; Η απάντηση σ΄ αυτό το ερώτημα, όπως αφήνει να εννοηθεί η κ. Ρεντετζή, θα δώσει καινούργια προοπτική και ρόλο, τόσο στους διπλωμάτες όσο και στους επιστήμονες.

     

    H φωτογραφία παραχωρήθηκε από την κ. Μαρία Ρεντετζή με άδεια δημοσίευσης από το CERN: « Στην πρώτη Γενική Συνέλευση του Διεθνούς Οργανισμού Ατομικής Ενέργειας που πραγματοποιήθηκε στο Konzerthaus της Βιέννης, από τις 1 έως τις 3 Οκτωβρίου του 1957, πήραν μέρος σημαντικοί επιστήμονες και διπλωμάτες»

     

    ΑΠΕ ΜΠΕ


    Δημοσιεύτηκε στις 0

    Επιτρέπεται η αναδημοσίευση του περιεχομένου της ιστοσελίδας εφόσον αναφέρεται ευκρινώς η πηγή του. Νόμος 2121/1993 και κανόνες Διεθνούς Δικαίου που ισχύουν στην Ελλάδα.