Χρονόμετρο

    Συνοικίες και προσωπικότητες: Ο Βύρων, η Μεταμόρφωση και η περίπτωση του Ανέστη Μανίτσα.

    Δημοσιεύτηκε στις

    Ο Ανέστης Μανίτσας ήταν Εκκλησιαστικός Επίτροπος της δεκαετίας του 1950 – 1960, αφού την εποχή εκείνη δεν γινόταν αλλαγή στους επιτρόπους των Ορθοδόξων ναών. Αρχικά ήταν επίτροπος στην ενορία της Αγίας Παρασκευής και έπειτα στην ενορία της Μεταμορφώσεως. Ήταν Μικρασιατικής καταγωγής και διέθετε μπακάλικο στην γειτονιά του Βύρωνα.

    Μετά την Μικρασιατική καταστροφή και την εγκατάσταση των Ελλήνων προσφύγων στην Ελληνική επικράτεια, επομένως και στην Καβάλα, η Ελληνική Κυβέρνηση έκτισε προσφυγικούς οικισμούς και σπίτια συγκεκριμένης αρχιτεκτονικής στην Καβάλα. Τα ‘’Χίλια’’ (και τα ‘’Δεκαοκτώ’’) είχαν ανοικοδομηθεί στην ευρύτερη ενορία της Μεταμορφώσεως. Ήταν ομοιόμορφα οικοδομήματα, διώροφα και τριώροφα, και φιλοξενούσαν πολλές οικογένειες. Πέραν των λιθόκτιστων αυτών κτηρίων είχαν οικοδομηθεί και πολλά ξύλινα σπιτάκια ακανόνιστα δίχως συγκεκριμένου αρχιτεκτονικού σχεδίου. Ήταν σε κοντινή απόσταση το ένα με το άλλο, και ένα στενό δρομάκι λίγων μέτρων διαγράμμιζαν την περιοχή. Διέθεταν έναν με δύο οντάδες και μια μικρή κουζίνα. Σε αυτά τα ξύλινα σπιτάκι, καθώς επίσης, και των λιθόκτιστων γεννήθηκαν, παντρεύτηκαν και πέθαναν άνθρωποι, γενιές και αναμνήσεις στην λήθη του χρόνου. Η ‘’Πρόνοια’’ μετά ολίγων ετών αποφάσισε να γκρεμίσει αυτά τα ξύλινα σπιτάκια και έτσι παραχώρησε οικόπεδα στην περιοχή της Καλαμίτσας. Η ενορία τότε της Μεταμορφώσεως του Σωτήρος με αίτημά της, ανέστειλε την κατεδάφιση ορισμένων τούτων σπιτιών για να τα χρησιμοποιήσει για προσωρινή διαμονή απόκληρων ανθρώπων. Όταν, όμως, αποψιλώθηκε και το τελευταίο ξύλινο σπίτι, η ενορία της Μεταμορφώσεως αντιμετώπισε μεγάλο πρόβλημα με τους αστέγους και απόκληρους. Την λύση τότε έδωσαν οι μετανάστες της Γερμανίας, όπου με την μετανάστευσή τους άδειασαν τα σπίτια τους και τα παραχώρησαν στην ενορία τους. Με αυτήν την κίνησή τους δεν έμεινε πλέον κανένας στους δρόμους και κανένας άστεγος δίχως φροντίδα.

    Έτσι, λοιπόν, και η οικογένεια του κ. Μανίτσα εγκαταστάθηκε στην περιοχή του Βύρωνα και στην παραπάνω ενορία. Εκεί έφτιαξε το μπακάλικό του και περιπαικτικά έλεγε σε όσους ήθελαν να τον φωτογραφίσουν: ‘’άδικα με φωτογραφίζετε… στο τέλος θα τις χάσετε’’. Η παρακάτω ιστορία χαρακτηρίζει τον ΑΝΘΡΩΠΟ Ανέστη Μανίτσα, με πόσο αφοσίωση εργαζόταν για τον συνάνθρωπό του.

    -Αφέντη Ανέστη, σε παρακαλώ, θα σε στείλω την γριά Παρθένα. Ό,τι ζητήσει

    να της δώσεις. Την Κυριακή που θα ανοίξουν την λειψανοθήκη θα σε πληρώσουν οι γυναίκες του Φιλοπτώχου.

    Την Κυριακή άνοιξαν οι κυρίες την λειψανοθήκη. Μέτρησαν τα λιγοστά κέρματα, τα οποία ήταν για τους φτωχούς, και πήγαν στον κ. Ανέστη για να πληρώσουν τα τρόφιμα της γριάς Παρθένας. Όταν τα είδε ο κυρ Ανέστης είπε: ‘’Κρατείστε τα. Σήμερα δεν είχε πολλά χρήματα η λειψανοθήκη. Αφήστε τε για άλλη φορά’’.

    Φυσικά, η άλλη φορά έγινε άλλη μια παρόμοια ιστορία. Ο κυρ Ανέστη έλεγε και νομίζω πως πρέπει να το κρατήσουμε ως ηθικό δίδαγμα: ‘’Ένα μάθημα πήρα στην ζωή μου και με το έδωσε η εκκλησία. Καλύτερα να δίνω, παρά να παίρνω. Δεν με άφησε ποτέ ο Θεός’’.

    Ο Ανέστης Μανίτσας, πέραν της φιλανθρωπίας του στον συνάνθρωπό του, ήταν ένας άνθρωπος που είχε πάντα να διηγηθεί κάποια ιστορία πόνου, της ανθρωπιάς και της πλούσιας ανθρωπίνης καρδιάς.

     

    Το παρόν άρθρο αποτελεί βιβλιογραφία διαφόρων βιβλίων και αφιερώνεται στην μνήμη όλων εκείνων των αφανών ανθρώπων, οι οποίοι χαμηλοφώνως έδρασαν στην αγαπημένη τους συνοικία τους.

     

    Τάσος Κυριακίδης


    Δημοσιεύτηκε στις

    Επιτρέπεται η αναδημοσίευση του περιεχομένου της ιστοσελίδας εφόσον αναφέρεται ευκρινώς η πηγή του. Νόμος 2121/1993 και κανόνες Διεθνούς Δικαίου που ισχύουν στην Ελλάδα.