Χρονόμετρο

    ΣΤΑΥΡΟΣ ΚΑΡΑΜΑΝΙΩΛΑΣ: Έφυγε τη Μ. Παρασκευή ο θάσιος λαϊκός ποιητής και μποέμης

    Δημοσιεύτηκε στις

    Πάνδημη η κηδεία του το Μεγάλο Σάββατο στη γενέτειρά του το Καζαβήτι Θάσου    

    Γράφει ο Γιώργος Μυτιληνός

    Γράφει ο Γιώργος Μυτιληνός

    Φτωχότερο είναι πλέον το νησί της Θάσου από την απώλεια ενός συμπαθέστατου και καλοκάγαθου ανθρωπάκου, του μπάρμπα Σταύρου Καραμανιώλα, ο οποίος έφαγε στην κυριολεξία τη ζωή με το κουτάλι. Έφυγε υπερπλήρης ημερών σε ηλικία 108 ετών (γεννηθείς το 1907) τη Μεγάλη Παρασκευή το βράδυ, αποφράδα μέρα της Χριστιανοσύνης στο Καζαβήτι, τόπο που έζησε τα περισσότερα χρόνια της ζωής του και που τόσο αγάπησε.

    Ο Σταύρος Καραμανιώλας είχε έμφυτο το ταλέντο της ποίησης. Έγραφε μέχρι τα βαθιά του γεράματα στίχους και ποιήματα αφουγκραζόμενος την καθημερινότητα και τους ανθρώπους της. Το έργο του απροσδιόριστο σε όγκο αν και δεν διεκδικεί δάφνες βραβείων, είναι ιδιαίτερα στοχευμένο στις αξίες της ζωής, στον αυτοσαρκασμό, στη σάτιρα και στο περιβάλλον. Αξεπέραστο το ποίημα που έγραψε για τον δάκο της ελιάς και μελοποιήθηκε από τους «Χειμερινούς Κολυμβητές», όπως και πολλά άλλα, επισημαίνοντας πως όλοι οι δακοκτόνοι θεωρούνται «δολοφόνοι»!

    Είχα την τύχη να συναντήσω τον μπάρμπα Σταύρο Καραμανιώλα, στο Καζαβήτι, εκεί όπου ζούσε δεκαετίες τώρα, μαζί με την κατά 17 χρόνια νεότερη γυναίκα του, την οποία και ο ίδιος μέχρι τις μέρες μας φρόντιζε!!!

    Ο ίδιος δήλωνε γεννηθείς το 1909 και μάλιστα τόνιζε ότι ήταν συνομήλικος με τον μακαρίτη τον Ανδρέα τον Καρρά από την Καλλιράχη (έφυγε στα 103) αλλά η αλήθεια είναι ότι γεννήθηκε το 1907 και ήταν έτσι μέχρι πρόσφατα ανάμεσα στους 10 γηραιότερους πολίτες στη χώρα μας. «Μόνο η μάνα μου ήξερε την αλήθεια και μου το έλεγε πάντα πως υπάρχει κάποιο λάθος στην ταυτότητα και πως το πραγματικό έτος γέννησής μου είναι άλλο», έλεγε πάντα με στόμφο. «Έχω δύο θυγατέρες, την Ιωάννα, που είναι δασκάλα και την Μαρίκα, που είναι δεινή ζαχαροπλάστης και εκπαιδεύτρια κεντητικής. Νιώθω καλά, δεν πονάω πουθενά, περπατώ κάθε μέρα αρκετή ώρα, τραγουδάω, βγάζω ποιήματα, συναντώ φίλους και μιλάω μαζί τους, πίνω και κανένα ρακί στον καφενέ – άλλα είναι αυτά που πίνω στο σπίτι – και γενικά αισθάνομαι βιολογικά και πνευματικά άριστα».

    Αυτά ήταν τα λόγια του αειθαλούς Θάσιου λαϊκού ποιητή μέχρι το τέλος του. Βέβαια η αλήθεια είναι λίγο διαφορετική και ότι τον τελευταίο χρόνο αδυνατούσε να βγει στον καφενέ. Τα πόδια του είχαν βαρύνει πολύ και ο ίδιος ταλαιπωρούνταν από πολλά και διάφορα.

    Μόλις τον αντίκρισα, με καλωσόρισε και με φίλησε. «Κάτσε μου λέει να σου διαβάσω κάτι που έγραψα για τον φίλο μας τον Δήμο Σιούλα τον πυροσβέστη:

    Δήμο μου γιατί διάλεξες  να γίνεις πυροσβέστης,

                 σαν το αρνί να ψήνεσαι να λειώνεις σαν ασβέστης.

                 Είναι βαριά είναι σκληρή η δουλειά του πυροσβέστη,

                 σαν το κερί να καίγεσαι να λειώνεις απ τη ζέστη.

                 Μα είναι και επικίνδυνο στις σκάλες ν ανεβαίνεις,

                 Και με μεγάλο κίνδυνο μες στις φωτιές πέφτεις.

     

    ΚΑΡΑΜΑΝΙΩΛΑΣ.1 ΚΑΡΑΜΑΝΙΩΛΑΣ.2 ΚΑΡΑΜΑΝΙΩΛΑΣ.3

    Από μικρός στο μεροκάματο

    Ο Σταύρος Καραμανιώλας έζησε με τη μυρουδιά του καπνού. Ανέκαθεν θυμάται τον εαυτό του καπνεργάτη. «Ήμουν πάντα με τους αριστερούς», το έλεγε και το καυχιόταν.                                                                                                    «Ακούστε, στα τραγικά γεγονότα του 1935 – 36, θυμάμαι σαν τώρα πως με βάλανε να μοιράζω κουπόνια της εργατικής βοήθειας του ΚΚΕ. Όπως καταλαβαίνετε, αυτή τη δουλειά δεν μπορούσε να την κάνει εργάτης με προσβάσεις στην Αστυνομία.  Εμένα μ εμπιστεύονταν γιατί ήμουν καθαρός. Όταν η ασφάλεια με εντόπισε, ξέρετε τι έκανα; Έκανα τα κουπόνια μασούρια και τάφαγα!  Βέβαια στην απόδοση του λογαριασμού στο κόμμα, έλειπαν τα λεφτά που αντιστοιχούσαν στα κουπόνια που έφαγα και έτσι αναγκάστηκα να πληρώσω από την τσέπη μου 75 δραχμές!»

    Λαϊκός ποιητής γενικής αποδοχής. 

    «Την ποίηση την είχα ανέκαθεν στο αίμα μου. Το πρώτο μου ποίημα το έγραψα το 1926, όταν αγόρασα με πολλές στερήσεις το πρώτο μου ποδήλατο και βέβαια ήμουν πολύ υπερήφανος γι αυτό. Θυμάμαι στοίχησε 1200 δραχμές εκείνης της εποχής, ποσό πολύ σεβαστό! Ήταν ο ποδηλατιστής που πριν από μερικά χρόνια μελοποιήθηκε και τραγουδήθηκε με επιτυχία από τους Χειμερινούς Κολυμβητές.

    Μ αυτόν τον δίτροχο έρωτά μου, είχα πολύ μεγάλο νταλκά και ενθουσιασμό. Και βέβαια αλώνιζα ολημερίς όλο τον Πρινιώτικο βαλτώδη κάμπο. Και όπως αναφέρω στο πρώτο μου αυτό ποίημα, δεν επέτρεπα να με περάσει ούτε ο θρυλικός φίλος μου Θοδωρής, με τον οποίο είχα συνεχή κόντρα, ούτε και ο Μπίνος με το ταξί του. Διαφορετικά θα έπεφτα να πνιγώ, μες στα νερά του Πρίνου»!

    Ήμουν παρών στην επιστράτευση του 1940 

    «Το 40, μόλις ανακοινώθηκε ότι οι Ιταλοί μας άνοιξαν πόλεμο στο μέτωπο της Αλβανίας, εγώ βρισκόμουν στο Νοσοκομείο και ψηνόμουν στο πυρετό από ελονοσία. Σηκώθηκα σαν παλαβός και εντάχθηκα στην μοίρα των αυτοκινήτων, που έφευγε για το μέτωπο. Ένιωθα πολύ υπερήφανος όπως εξ άλλου και όλοι μας που γράψαμε το έπος του 40. Μπήκαμε στην πρώτη γραμμή του μετώπου και κουβαλούσαμε ανελλιπώς πολεμοφόδια για το πυροβολικό μας. Θυμάμαι τη συγκίνηση όταν φθάσαμε μέχρι την Κλεισούρα και την Πρεμετή. Μας υποδέχθηκαν όλοι οι κάτοικοι με ενθουσιασμό. Ήμασταν παγωμένοι και πεινασμένοι. Όμως δεν καταλαβαίναμε τίποτα μπρος στον κίνδυνο απειλής της πατρίδας. Σήμερα την αρμέγουν και την κατακλέβουν όλοι. Γι αυτό και τη φέραμε σ αυτό το χάλι. Λυπάμαι πολύ γι αυτό. Στις 23 του Απρίλη άρχισε η οπισθοχώρηση. Τραγικές στιγμές.

    Περπατούσα μέχρι τις 6 του Μάη για να φθάσω στην Καβάλα.

    Στο δρόμο έτρωγα μαρούλια από τους μπαχτσέδες, ωμά κουκιά, κρεμμύδια και σκόρδα. Επέζησα. Γύρισα χωρίς παπούτσια! Δεν θα ξεχάσω, πως στην Κοζάνη κάποιος μου έδωσε μια αλμυρή παλαμίδα. Την καταβρόχθισα και μέχρι να φθάσω στη Βέροια έλειωσα στη δίψα. Κόντεψα να πεθάνω. Πάντως κατά τη διάρκεια της κατοχής ήμουν τυχερός και δεν έφαγα Βουλγάρικο ξύλο, παρ ότι κάποιος πατριώτης μου ρουφιάνος Βουλγαρογραμμένος, διέδωσε ότι είμαι πράκτορας των Άγγλων. Μεγάλο ευτύχημα που δεν τον πίστεψαν οι Βούλγαροι. Τη γλύτωσα παρά τρίχα».

     

    Να η ευκαιρία                                                                                                        

    «Τη δεκαετία του 1980, στην Ελληνική τότε τηλεόραση είχε πολύ μεγάλη ακροαματικότητα η εκπομπή «Να η ευκαιρία», με τους Κατσαρό, Παπαδόπουλο, Σώκου και Ντάριο. Περνούσαν από μπροστά τους μεγάλα ταλέντα, που έμελε αργότερα να γίνουν καταξιωμένοι τραγουδιστές. Η κόρη μου η Μαρίκα επέμενε να εκδηλώσω ενδιαφέρον και να πάω.  Ήμουν βέβαια τότε γύρω στα 70 και προφανώς δεν είχα μουσικό μέλλον μπροστά μου αλλά είπα τέλος πάντων ας δοκιμάσω να δω τι θα πουν. Τελικά έγινε αυτό που φοβήθηκα και με απέρριψαν λόγω  ηλικίας. Μάλιστα γι αυτό που μου κάνανε τους έβγαλα και ένα πολύ σκωπτικό ποίημα, όμως δεν είναι του παρόντος για να σας το πω.

    Λίγο αργότερα, που γνωρίστηκα με τον Αργύρη  Μπακιρτζή, βρεθήκαμε μαζί στην εκπομπή της κρατικής τηλεόρασης: Εικόνες από τη Βόρεια Ελλάδα. Τους μιλήσαμε για τη Θάσο και για το Καζαβήτι και μας είδε όλη η Ελλάδα. Πολύ το καταχάρηκα.

    Το 1987, πάλι με τον Αργύρη Μπακιρτζή, βρεθήκαμε στο θέατρο Περοκέ σε μια πολύ ενδιαφέρουσα παράσταση. Δεν θα ξεχάσω τις ανθοδέσμες που μας έφερναν και γω φυσικά δεν ήξερα από τέτοια πράγματα. Μετά ήρθε το Ράδιο Σίτυ στη Θεσσαλονίκη και τέλος το Θέατρο Άλσους, όπου μας υποδέχθηκε η δημοτική μπάντα της Φλώρινας. Τότε ήμουν μόνο 77 ετών και στην κυριολεξία πετούσα!!! Τελικά μ αυτά και μ αυτά και βέβαια με τόσες πλούσιες παραστάσεις, κατάφερα να γράψω περισσότερα από 500 ποιήματα. Μάλιστα για όλα αυτά πολύ μεγάλο ενδιαφέρον δείχνει ο αδελφός μου,  που θέλει να τα περιμαζέψει και να τα δώσει σε κάποιον εκδοτικό οίκο για να γίνουν βιβλίο.

    Τη δεκαετία του 80, βρισκόταν στην Ελλάδα ένας μεγάλος Έλληνας αρχιρεμπέτης από την Αμερική, ο Γιώργος ο Θεολογίτης και στο παρατσούκλι Κατσαρός. Αυτός ο άνθρωπος είχε την ίδια κράση με μένα. Φανταστείτε ήλθε στη Ελλάδα για κάποιες παρουσιάσεις και είχε στην πλάτη του 100 χρόνια. Πέθανε 107 χρονών. Ήταν παρ όλα αυτά κοτσονάτος και η φωνή του καμπάνα. Βρεθήκαμε στη Θεσσαλονίκη. Εμείς δεν ξέραμε τίποτα για την ηλικία του. Κάποια στιγμή μου λέει: φίλε πόσο χρονών είσαι; Του λέω 77. Άντε σε παρακαλώ, πετάξου μέχρι το περίπτερο να με πάρεις τσιγάρα! Έμεινα κόκαλο.  Όντως αξέχαστα χρόνια. Φεύγοντας από τη Θεσσαλονίκη άφησα πολλές αναμνήσεις γι αυτό κι έκατσα και της έγραψα ένα ποίημα. Ήταν το αποχαιρετιστήριο ποίημα που λέγαμε στο αεροδρόμιο, λίγο πριν αναχωρήσει ο Γιώργος».

    Κάτι βάλθηκα να γράψω, στ άγρια χαράματα,

               που μου έκαναν να κλάψω τώρα στα γεράματα.

               Όμορφη Θεσσαλονίκη, σ ερωτεύτηκα εχθές,                                

               η καρδιά μου σου ανήκει, πάρτην κάντην ότι θες.

               Μα όπως μ έχεις αγαπήσει, αχ νυφούλα του βορά,

               σ έχω κι εγώ αγαπήσει δυνατά παράφορα.

               Τέτοια μια χαρά για νάβρω, την περίμενα καιρό,

               μα την βρήκα σ ένα βράδυ, με τον Γιώργο Κατσαρό.

               Είμαστε και οι δύο γέροι, με νεανική καρδιά,

               που το βρήκαν ποιος το ξέρει και μας βάφτισαν παιδιά.

               Μα εκείνος τώρα φεύγει, πάει για την Αμερική,

               φεύγω πάω κι εγώ στη Θάσο, πάω να μείνω πάντα εκεί.

     

    Το φαί και το πιοτί το μυστικό!!!

    «Να σας πω ένα μυστικό», έλεγε πάντα ο Μπάρμπα Σταύρος Καραμανιώλας. «Τρώω τα πάντα. Δεν διακρίνω απαγορευμένα και μη. Και τις λακέρδες μου το χειμώνα και τα τουρσιά μου και τους μεζέδες μου είτε τηγανητοί είτε όχι. Πίνω πολύ κρασί πρωί μεσημέρι βράδυ. Μάλιστα κύριοι …. αυτό που σας λέω, και το πρωί. Δεν έχω απολύτως τίποτα. Είμαι υγιής. Μάλιστα δεν θα το πιστέψετε, ακόμη και τώρα θα μπορούσα να έχω και κάποια σεξουαλική δραστηριότητα, αν είχα τη σύντροφό μου υγιή, όμως τι να κάνω η γυναίκα μου τώρα είναι άρρωστη και κλινήρης. Βέβαια, την αγαπώ και την φροντίζω όσο μπορώ κι ας είμαι μεγαλύτερος. Έτσι τάφερε ο Θεός. Είμαστε χρόνια ολάκερα μαζί.

    Αυτός ήταν ο Σταύρος Καραμανιώλας, αληθινός στις σχέσεις του, φιλοσοφημένος και προπάντων ποιητικός. Ας είναι ελαφρύ το χώμα που τον σκεπάζει.

     


    Δημοσιεύτηκε στις 0

    Επιτρέπεται η αναδημοσίευση του περιεχομένου της ιστοσελίδας εφόσον αναφέρεται ευκρινώς η πηγή του. Νόμος 2121/1993 και κανόνες Διεθνούς Δικαίου που ισχύουν στην Ελλάδα.