Χρονόμετρο

    ΤΑΣΟΣ ΚΥΡΙΑΚΙΔΗΣ: Το κομμάτι που έλειπε…

    Δημοσιεύτηκε στις

    Απόσπασμα από το βιβλίο του ‘’100 χρόνια προσφυγικός Ελληνισμός στους Φιλίππους’’ για τα Γανώχωρα της Αν. Θράκης.

     

    Ο Αναστάσιος Ι. Κυριακίδης γεννήθηκε στους Φιλίππους Καβάλας το 1982. Γόνος προσφύγων από διάφορα μέρη των χαμένων πατρίδων. Ασχολείται συστηματικά με την έρευνα και την καταγραφή, και από το 2009 πραγματοποιεί λεπτομερέστατη επί τόπια έρευνα στο χωριό του, του Φιλίππους. Σκοπός του είναι ολοκληρώνοντας την έρευνα, να εκδοθεί σε ένα δίτομο σύγγραμμα με τίτλο ‘’100 χρόνια προσφυγικός Ελληνισμός στους Φιλίππους’’. Το κομμάτι που έλειπε ήταν αυτό της φορεσιάς των Γανωχώρων της Αν. Θράκης, όπου βρέθηκε μετά από 10 έτη και με μεγάλη περιπλάνηση, αγωνία, επιμονή και υπομονή.

    Ένα μικρό απόσπασμα από το βιβλίο του ‘’100 χρόνια προσφυγικός Ελληνισμός στους Φιλίππους’’ για τα Γανώχωρα της Αν. Θράκης.

    Κατά τον 19ο αιώνα, σύμφωνα με την διοικητική μεταρρύθμιση του νόμου του 1864 για την αναδιάρθρωση της οθωμανικής αυτοκρατορίας σε βιλαέτια, η Θράκη διαιρέθηκε στα 1867 στα βιλαέτια της Κωνσταντινουπόλεως (σαντζάκια, Κων/πόλεως, Τσεκμετζέ, Πέραν) και της Ανδριανουπόλεως (σαντζάκια Ανδριανουπόλεως, Φιλιππουπόλεως, Καλλιπόλεως, Ραιδεστού και Σηλύμνου). Μετά το συνέδριο του Βερολίνου, το 1878, και την δημιουργία της αυτόνομης επαρχίας της Ανατολικής Ρωμυλίας, η υπόλοιπη Θράκη χωρίσθηκε σε βιλαέτια, Κων/πόλεως και Ανδριανουπόλεως. Μεταξύ άλλων το σαντζάκι Καλλιπόλεως από τους καζάδες Καλλιπόλεως, Μαδύτου, Μυριοφύτου, Περιστάσεως και Κεσάνης.

    Η κυριότερη βάση του ελληνισμού της Ανατολικής Θράκης επικεντρωνόταν στην ανατολική πλευρά του Τεκφούρ Ντάγ (Ιερού Όρους), όπου δεν είχα εισχωρήσει μουσουλμανικοί πληθυσμοί. Στην παραθαλάσσια αυτή ζώνη, των Γανωχώρων, οι Έλληνες κάτοικοι, που ασχολούνταν κυρίως με την αλιεία, την αγγειοπλαστική, την σηροτροφία, την αμπελουργία, το εμπόριο και την ναυτιλία, διατήρησαν την ελληνικότητά τους ακμαία χωρίς να έρθουν σε επιμιξίες με τους τούρκους. Στο πρώτο χωρίο, στην Περίσταση, διαβιούσε μια σφριγηλή ελληνική κοινότητα. Οι κάτοικοι της Περιστάσεως έδειχναν ιδιαίτερη κλίση στα γράμματα και πολλοί από αυτούς εξελίχθηκαν σε γιατρούς, δασκάλους και θεολόγους. Οι κάτοικοι της γειτονικής Ηράκλειας ζούσαν από την αμπελουργία, την σηροτροφία και την καλλιέργεια των σιτηρών.

    Το σημαντικότερο κέντρο των Γανωχώρων ήταν το Μυριόφυτο, έδρα καϊμακάμη του μουτεσαριφλικίου Καλλιπόλεως, όπου υπήρχε ακμαία ελληνική κοινότητα. Η Χώρα υπήρξε έδρα του μητροπολίτη Γάνου και Χώρας και αποτελούσε μια από τις παλαιότερες ελληνικές κοινότητες. Οι κάτοικοι της Χώρας κατασκεύαζαν κεραμίδια και πήλινα αγγεία και παράλληλα ασχολούνταν με την αλιεία την ναυτιλία, την βιομηχανία αλιπάστων και την οινοποιεία. Ο Γάνος υπήρξε ψαράδικο χωριό. Πολλοί κάτοικοι του Αυδημίου επιδίδονταν με επιτυχία στο εμπόριο και ξενιτεύονταν στην Ανατολική Ρωμυλία, ενώ αρκετοί από αυτούς διακρίθηκα στα γράμματα. Οι Έλληνες κάτοικοι των έξι παραπάνω χωριών μαζί με εκείνους της Λουπίδας, του Καλαμιτσίου, της Στέρνας, του Πλατάνου, της Κερασιάς και της Μηλιώς υπερέβαιναν τις 30.000.

    Στην δυτική πλευρά του Ιερού Όρους (Τεκφούρ Ντάγ) συνοικίστηκαν μετά την τουρκική κατάκτηση οι ελληνικοί πληθυσμοί, οι οποίοι είχαν εκτοπισθεί από τις νοτιότερες πεδινές περιοχές και είχαν εξαναγκασθεί να καταφύγουν στις δασώδεις εκτάσεις του Τεκφούρ Ντάγ. Μετά την κατάληψη της Καλλιπόλεως καθώς και της υπόλοιπης θρακικής χερσονήσου κυριεύθηκε η πεδιάδα του Μέλανα ποταμού με την Αφροδισιάδα, όπου υπήρχαν και αλυκές. Οι χριστιανοί διώχθηκαν από εκεί και η Αφροδισιάδα έχασε τον ελληνικό πληθυσμό της, αλλά διατήρησε την ελληνική ονομασία της αρκετά βέβαια παραλλαγμένη, Ιμπριτζέ. Στα βουνά σχηματίστηκαν αργότερα τα χωριά Νεοχώρι, Λιμνίσκη, Καλόδεντρο. Βορειότερα δημιουργήθηκαν τα χωριά Παλαμούτα, Σεντούκιου, Καστάμπολη, Ιντζέκιοϊ, Σιμιτλή, Σχολάρι Ειρηνοχώρι και το Νεοχώρι του Γάνου.

    Στα 11 αυτά ορεινά χωριά που βρίσκονταν στην δυτική πλευρά του Ιερού όρους, οι κάτοικοί τους απέκτησαν, όπως ήταν επόμενο, τραχύ χαρακτήρα και βαριά προφορά. Ήταν σταθεροί, πεισματάρηδες και πολύ εργατικοί. Οι γυναίκες τους ασχολούνταν κυρίως με την υφαντική τέχνη. Η Καστάμπολη ήταν έδρα μουδίρη με 300 οικογένειες, οι οποίες εκμεταλλεύονταν τα ορμητικά νερά των ποταμών με υδρόμυλους. Οι κάτοικοι του Ιντζέκιοϊ είχαν αναπτύξει πυκνές εμπορικές επαφές με την Ραιδεστό, τα Μάλγαρα, την Κεσάνη, την Μακρά Γέφυρα και την Ανδριανούπολη. Σχημάτιζαν εταιρείες με 3 – 4 πρόσωπα, τα οποία ταξίδευαν μαζί, φόρτωναν από την Ραιδεστό αποικιακά και άλλα προϊόντα και διείσδυαν στο εσωτερικό της Θράκης ανταλλάσοντας τα προϊόντα τους με δέρματα ζώων, μαλλιά προβάτων και γουναρικά. Βορειοδυτικά του Ιντζέκιοϊ βρισκόταν το Σιμιτλή και βορειοανατολικά του τελευταίου αυτού χωριού υπήρχε η μεγάλη ελληνική κοινότητα του Σχολαρίου. Οι Σχολαριώτες ζούσαν αποκλειστικά από την κτηνοτροφία. Τέλος, σε μια πεδιάδα μήκους δέκα χιλιομέτρων, η οποία άρχιζε κάτω από τον ψηλό λόφου του Σχολαρίου και έφτανε μέχρι την Προποντίδα, βρισκόταν τα χωριά Ναΐπκιοϊ, Κούμβαο, Τσανακτσή και Πάνιδο. Τα χωριά αυτά ήταν αρκετά εύφορα με πλούσια παραγωγή κρεμυδιών, σκόρδων, πεπονιών και καρπουζιών.

    Ο ακμαιότατος ελληνισμός των Γανωχώρων βρισκόταν διασπαρμένος σε διάφορα χωριά. Ο Γάνος υπήρξε η αρχαιότερη και μια από τι σπουδαιότερες κωμοπόλεις της περιοχής. Οι κάτοικοι του Γάνου είχαν 3 εκκλησίες, Παμμεγίστων Ταξιαρχών, Αγίου Νικολάου, Αγίου Χαραλάμπους, και κάμπολλα Μοναστήρια, από τα οποία ξεχώριζαν εκείνα της Παναγίας, Κοιμήσεως της Θεοτόκου, και της Παναγιάς της Νικαιώτισσας. Οι Γανιώτες είχαν περισσότερα από 50 μικρά και μεγάλα ιστιοφόρα πλοία και πολλοί έπλεαν με τα καράβια τους στην Προποντίδα, στην Μαύρη Θάλασσα και στο Αιγαίο. Οι περισσότεροι κάτοικοι όμως του Γάνου ασχολούνταν με την αμπελουργία και την οινοποιεία, ενώ αρκετοί ξενιτεύονταν στην Κων/πολη, στην Βουλγαρία, στην Ρουμανία και στην Αμερική, όπου διακρίνονταν στο εμπόριο και στον τραπεζικό τομέα.

    Οι κάτοικοι της Χώρας είχαν πλουσιότατη εκκλησιαστική και εκπαιδευτική παράδοση και ασχολούνταν με την γεωργία, την αμπελουργία, την ποτοποιεία, την σηροτροφία, την κεραμοποιεία, την αγγειοπλαστική και την ναυτιλία. Ολόκληρη η περιοχή του Αυδημίου ήταν ορεινή και βραχώδης, γεγονός, που εξανάγκαζε τους Αυδημιώτες να μεταναστεύουν και να επιδίδονται στον εμπόριο είτε ως πλανόδιοι έμποροι (γιαλελήδες = γυρολόγοι) είτε ως καταστηματάρχες στην Χαριούπολη, στην Ραιδεστό, στην Αρκαδιούπολη, στο Μπαμπά Εσκή, στις Σαράντα Εκκλησιές, στην Ανδριανούπολη, στον Στενίμαχο, στην Αγχίαλο, στον Πύργο και στην Μήδεια. Το Αυδύμι είχε πολλά παρεκκλήσια. Μετά το 1886 ιδρύθηκε στο Αυδήμι εργοστάσιο κατασκευής κουκουλιών και παραγωγής μεταξόσπορου. Πολλοί Αυδημιώτες, αλλά και γενικότερα οι Γανωχωρίτες, φοιτούσαν στην Αυτοκρατορική Σηροτροφική σχολή της Προύσας. Οι κάτοικοι του Ιντζέκιοϊ ήταν κυρίως γιαλελήδες, οι οποίοι επέκτειναν βαθμιαία το εύρος των συναλλαγών τους και σε ολόκληρη την Θράκη και συσσώρευαν πλούτο εξαναγκάζοντας αργότερα του τούρκους γαιοκτήμονες να πουλήσουν τα τσιφλίκια τους. Κατά τον πρώτο διωγμό του 1914, κατά τον οποίο οι Ιντζεκιώτες κατέφυγαν στην Ελλάδα, το Ιντζέκιοϊ αριθμούσε περίπου 1.600 ψυχές. Παράλληλε με το εμπόριο οι Ιντζεκιώτες είχαν αναπτύξει σημαντικά τους κλάδους της μελισσοκομικής, των τυροκομικών και της κασσεροποιείας, καθώς και το εμπόριο καυσοξύλων και των τροφίμων.

     

    Λεζαντα φωτογραφίας: Κάτοικοι από τα Γανώχωρα της Αν. Θράκης στην Αμερική το 1918!!!


    Δημοσιεύτηκε στις

    Επιτρέπεται η αναδημοσίευση του περιεχομένου της ιστοσελίδας εφόσον αναφέρεται ευκρινώς η πηγή του. Νόμος 2121/1993 και κανόνες Διεθνούς Δικαίου που ισχύουν στην Ελλάδα.