Χρονόμετρο

    ΦΙΛΙΠΠΟΙ: Οι μαγευτικές εικόνες από τα ερείπια της βυθισμένης στα νερά πόλης

    Δημοσιεύτηκε στις

     Μια περιγραφή από  το Μάιο του 1834

     

    ΜΙΑ ΕΚΔΡΟΜΗ ΣΤΑ ΕΡΕΙΠΙΑ ΤΩΝ ΦΙΛΙΠΠΩΝ – Η ΘΕΑ, ΚΑΘΩΣ ΑΦΗΝΑΜΕ ΤΗΝ ΠΕΔΙΑΔΑ

    (Η ανεύρεση του κειμένου και η μετάφραση αυτού έγινε από τον Θόδωρο Δ. Λυμπεράκη)

     

    Τον Μάιο του 1834 οι δύο χριστιανοί (προτεστάντες και μάλιστα βαπτιστές) ιεραπόστολοι, Dwifht και Schauffler περιηγήθηκαν την Μακεδονία και την Θράκη και τις ταξιδιωτικές και. πνευματικές περιπλανήσεις τους δημοσίευσαν το 1836, στον 32ο τόμο της ετήσιας έκδοσης με τίτλο «THE MISSIONARY HERALD: CONTAlNING THE PROCEEDINGS AT LARGE OF THE AMERICAN BOARD OF COMMISSIONERS FOR FOREIGN MISSIONSM WITH A GENERAL VIEW OF OTHER BENEVOLENT OPERATIONS».

    Σε προηγούμενο άρθρο μου αναφέρθηκα στο τμήμα εκείνο της περιήγησης των δύο ιεραποστόλων, στο οποίο περιγράφουν την διαμονή τους στο Πράβι (σημερινή Ελευθερούπολη). Σήμερα τους ακολουθώ, καθώς κατηφορίζουν προς τον αρχαιολογικό χώρο των Φιλίππων, ( ο τίτλος του παρόντος άρθρου είναι και τίτλος του αντίστοιχου κεφαλαίου της περιήγησής τους):

    «Ξεκινήσαμε νωρίς για τους Φιλίππους. Η απόσταση από την Πράβιστα (ενν. το Πράβι) είναι οκτώ με εννέα μίλια. Αφού αναπαυθήκαμε σ’ ένα χάνι, που βρισκόταν πάνω στο δρόμο μας, συνεχίσαμε προς τα ερείπια. Η Ακρόπολη βρίσκεται πάνω σ’ ένα ύψωμα, το οποίο εκτείνεται προς την πεδιάδα από τα βορειοανατολικά. Η πόλη φαίνεται ότι απλωνόταν στους πρόποδες αυτού του υψώματος, προς τα νότια και νοτιοδυτικά. Ο οδηγός μας («σερουτζή», στο κείμενο) είχε αρκετά καλή, φυσική κατάσταση και γι’ αυτό ανέλαβε να μας ανεβάσει στην Ακρόπολη, πάνω στ’ άλογά μας, σύντομα, όμως, αυτό φάνηκε πως δεν ήταν καθόλου πρακτικό και γι’ αυτό ξεκαβαλικέψαμε και για την υπόλοιπη διαδρομή τα οδηγήσαμε εμείς στην κορυφή. Ο Τάταρος συνοδός μας, ο οποίος δεν αγαπούσε και πολύ τις αρχαιότητες, όπως εμείς, έμεινε στους πρόποδες του λόφου. Ήταν πράγματι δύσκολο ν’ ανεβούμε, αλλά η θέα από την κορυφή μας επιβράβευσε, για τον κόπο που κάναμε. Τα υπολείμματα του φρουρίου (κάστρου) συνίστανται σε τρεις (3) ερειπωμένους πύργους και αξιοσημείωτα τμήματα τοίχων φτιαγμένων από πέτρες, τούβλα κι από ένα ιδιαίτερα σκληρό κονίαμα. Σ’ έναν από τους πύργους μπορέσαμε ν’ ανεβούμε, από μια εξωτερική, πέτρινη σκάλα.

    Η κατάβασή μας στην πεδιάδα ήταν επίπονη, ιδιαίτερα για τα φτωχά τα άλογά μας. Φθάσαμε στους πρόποδες του λόφου και σύντομα βρεθήκαμε ανάμεσα στα ερείπια της πόλης. Μόνο ερείπια – κάποιοι λιθοσωροί και σκουπίδια, καλυμμένοι από αγκάθια και βάτα, ήταν ορατοί. Δεν φαίνεται τίποτε από τις αναρίθμητες προτομές, τα αγάλματα και τους χιλιάδες κίονες και όλους τους απέραντους όγκους των ερειπίων, όπως εκείνα της Παλμύρας, τα οποία είχαν δει στον τόπο αυτόν κι είχαν περιγράψει παλαιότεροι ταξιδιώτες. Ερείπια ιδιωτικών οικοδομημάτων είναι ακόμη ορατά. Επίσης, κάτι που μοιάζει με ημικύκλιο – πιθανόν μια αγορά ή κάποιο φόρουμ, ίσως εκείνο στο οποίο ο Παύλος και ο Σίλας υπέμειναν τα μαστιγώματα που δεν τους άξιζαν. Πλην όμως, όλα ήταν απλώς ερείπια και λιθοσωροί. Σύμφωνα με τον επίσκοπο της Πράβιστας και άλλους Έλληνες που γνωρίσαμε εκεί, μεγάλο μέρος από τα ερείπια (της πόλης) καλύπτονται σήμερα από λιμνάζοντα ύδατα και μπορεί κανείς να τα δει στον πυθμένα των υδάτων αυτών, αλλά αυτό το τμήμα της πόλης βρισκόταν πολύ μακριά από την περιοχή που θα επισκεπτόμασταν εμείς. Στην πραγματικότητα, θ’ απαιτούνταν μέρες, όχι ώρες, για να εξερευνήσουμε μια τοποθεσία σαν κι αυτήν. Το πιο γνωστό τμήμα των ερειπίων είναι τα απομεινάρια ενός παλατιού, η αρχιτεκτονική του οποίου είναι σπουδαία και τα υλικά κατασκευής του ακριβά (εννοούν την Βασιλική Β’). Το σκίτσο που σχεδίασε ο κ. Dwight θα σας δώσει την καλύτερη ιδέα των αναλογιών του, μολονότι η ομορφιά των διακοσμητικών στοιχείων του έχει χαθεί, επειδή ο κ. Dwight υποχρεώθηκε να το σχεδιάσει από αρκετή απόσταση, εξ αιτίας των σκουπιδιών που περιέβαλλαν το οικοδόμημα.  Οι κίονές του, τα κιονόκρανά του είναι από το πιο τέλειο, λευκό μάρμαρο και οι τοίχοι του ήταν παλαιότερα καλυμμένοι από την ίδια πέτρα. Αυτοί οι μαρμάρινοι όγκοι με τον καιρό κατεδαφίστηκαν από τους Τούρκους και χρησιμοποιήθηκαν στις ανόητες ταφόπλακές τους. Είδαμε ένα γεροδεμένο όγκο μαρμάρου με μια μεγάλη επιγραφή κι ήταν το μόνο που μπορέσαμε να βρούμε εκεί, αλλά το μισό ήταν κατεστραμμένο κάθετα, προκειμένου απ’ αυτό να φτιαχτεί μια ταφόπλακα και το κομμάτι που είχε απομείνει δεν ήταν πια κατανοητό.

    Μείναμε για τρεις περίπου ώρες ανάμεσα σ’ αυτά τα ενδιαφέροντα ερείπια. Τι ενθουσιασμός θα μας είχε καταλάβει, αν είχαμε βρει την φυλακή του Παύλου και του Σίλα, (αν κάτι τέτοιο ήταν δυνατό) και την οικία του ευτυχισμένου δεσμοφύλακα. Θα είχαμε ευχαρίστως παραιτηθεί από το προνόμιο να δούμε και να σχεδιάσουμε τα θαυμάσια απομεινάρια του παλατιού του σουλτάνου Ντιμτζιμέχ, (σημ. δική μου: Τα ερείπια της Βασιλικής Β’ θεώρησαν οι δυο ιεραπόστολοι ως παλάτι αυτού του ανύπαρκτου σουλτάνου), όπως κι από όλα τα αρχαία τείχη και τους πύργους της Ακροπόλεως, όπου τα πόδια του Παύλου δεν περπάτησαν ποτέ. Αλλ’ όμως αυτή είναι η πραγματικότητα. Μπορούσαμε να δούμε ένα μικρό μόνο μέρος του συνόλου και να ερευνήσουμε ένα ακόμη μικρότερο μέρος του, αλλά τα απομεινάρια αυτού του ευρωπαϊκού λίκνου της Χριστιανοσύνης είναι υπερβολικά παραμορφωμένα. Όσο για τον Τάταρο συνοδό μας, αυτός έχασε ολότελα την υπομονή του με μας, απορώντας, τι ενδιαφέρον μπορούσαμε να βρίσκουμε, στο να παρατηρούμε παλιά σκουπίδια  και να σταματάμε ανάμεσα σε πέτρες και σκόνες και θάμνους, κάτω από τον καυτό ήλιο, στερούμενοι τις ολόγλυκες ανέσεις της πίπας ή του καφέ.

    Στ’ ανατολικά της Ακρόπολης, μέσα στην κοιλάδα, υπάρχει ένα τουρκικό χωριό. όπως, όμως, παρατήρησα, καμιά άνεση δεν θα μπορούσε να προσφέρει σ’ ένα κουρασμένο ταξιδιώτη και δεν αισθανθήκαμε καθόλου την ανάγκη να το επισκεφθούμε. Εν τέλει, επιστρέψαμε στο μικρό μας χάνι (εννοεί στο Πράβι, σημερινή Ελευθερούπολη) και μείναμε σ’ αυτό ακόμη μια φορά, προτού προχωρήσουμε προς την Καβάλλα. Εγώ επωφελήθηκα απ’ αυτό το διάλειμμα κι από εκείνο το σημείο έριξα μια ματιά στην περιοχή. Αυτή βρισκόταν κοντά στα νερά και «ποιος ξέρει;» σκέφθηκα, «πού συνηθιζόταν να γίνεται η προσευχή;» Μας αρέσει να ενδίδουμε σε τέτοιες φαντασίες, παρόλο που ενδεχομένως να μη καταφέρουμε να τις κάνουμε πραγματικότητα.

    Ιδιαίτερα ευχαριστημένοι απ’ αυτή την εκδρομή, επιστρέψαμε, προκειμένου να συνεχίσουμε προς την Καβάλλα και η ιππασία μας προς αυτήν ήταν πραγματικά ευχάριστη και κοινωνική. Παντού υπήρχαν αγρότες που καλλιεργούσαν τους αγρούς τους, άνθρωποι που πηγαιοέρχονταν κλπ. Όταν φθάσαμε στο τέλος της κοιλάδας, στο ανατολικό άκρο της, ήμασταν υποχρεωμένοι να περάσουμε έναν μέτριο, ορεινό όγκο. Ο δρόμος κοβόταν στα πιο αδιάβατα σημεία του και ήταν πλακόστρωτος σ’ όλο το μήκος του. Αυτός ήταν, χωρίς αμφιβολία, ο δρόμος, μέσω του οποίου ο Παύλος ήλθε εδώ από τη Νεάπολη. Κι αυτό γιατί δεν είναι μόνο ο πιο ευθύς δρόμος, που θα μπορούσε να πάρει κάποιος, αλλά, πραγματικά, κι ο μόνος δρόμος που εγώ μπόρεσα ν’ ανακαλύψω. Όταν φθάσαμε στην κορυφή του βουνού, στο σημείο όπου ο Παύλος πρέπει να έρριψε την πρώτη ματιά του στην πεδιάδα και στην πόλη (των Φιλίππων), στην οποία επρόκειτο να κάνει το πρώτο κήρυγμα του Ευαγγελίου σ’ ευρωπαϊκό έδαφος, γύρισα κι εγώ να δω, ποιαν εντύπωση θα μπορούσε να είχε προκαλέσει και σ’ εκείνον η θέα και, πραγματικά, πιο συναρπαστική προοπτική δεν θα μπορούσε κανείς ούτε να φανταστεί. Ο δρόμος είναι αρκετά πλατύς κι ο λόφος διαπλατύνεται τόσο προς τη μεριά της πεδιάδας, που κάνει ορατό, με μια ματιά, ένα πολύ μεγάλο και πλούσιο τμήμα αυτής της τελευταίας, η κατεύθυνση δε του δρόμου είναι τέτοια, που τοποθετεί ακριβώς στο κέντρο της εικόνας τον εκτεινόμενο μέσα στην πεδιάδα λόφο, με την Ακρόπολη στην κορυφή του και την πόλη των Φιλίππων στους πρόποδές του. Δεν θα συγχωρήσω ποτέ τον εαυτό μου, που δεν είδα τη θέα από αυτό το σημείο, το οποίο είναι, από κάθε άποψη, το πιο ενδιαφέρον. Δεν έχω την παραμικρή αμφιβολία ότι ο Παύλος και η μικρή, αποστολική ομάδα του σταμάτησαν εδώ με θαυμασμό κι ευχαρίστηση και κοίταξαν κάτω προς την πεδιάδα, γεμάτοι προσδοκίες και ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Ίσως και  να κάθισαν πάνω σε κάποιον από αυτούς τους βράχους για να ξεκουραστούν, έχοντας ανέβει το κοπιαστικό βουνό και για να ενισχύσει ο ένας την πίστη του άλλου προς τον Κύριο, μέσα από ευσεβείς συζητήσεις και μέσα από την επανάληψη της πίστης τους στην πολύτιμη υπόσχεση (του Κυρίου), για την μεταστροφή ολόκληρου του κόσμου και για την προσδοκώμενη οικουμενικότητα της βασιλείας του Χριστού. Ίσως και ν’ αποσύρθηκαν για λίγο σε κάποιο απομονωμένο σημείο μέσα σ’ αυτά τα δάση, για να ενώσουν τις προσευχές τους για τους Φιλίππους εκεί κάτω, για την Μακεδονία και για όλο τον παρηκμασμένο κόσμο. Μακάρι άλλη μια ομάδα ιεραποστόλων να επισκεφθεί την Μακεδονία και να της μεταφέρει, γι’ άλλη μια φορά, το φως που αυτή είχε απολαύσει σ’ εκείνες τις ευτυχισμένες, περασμένες μέρες, η οποία, όμως είναι σήμερα εξαντλημένη κι έχει επιτρέψει να κυριαρχήσει πάνω της η ψυχράδα και το σκοτάδι του τάφου. Η Μακεδονία ακόμη ζητάει βοήθεια και μακάρι η φωνή της ν’ ακουστεί σύντομα, πέρα απ’ τις θάλασσες και τους ωκεανούς! Μια ακόμη ματιά κι έστρεψα το βλέμμα μου προς την ανατολή, όχι χωρίς κάποια προσπάθεια. Σε λίγο εμφανίστηκε το θρακικό πέλαγος, με τα διάσπαρτα, ορεινά νησιά του και με τα χαρωπά, φουσκωμένα πανιά των καραβιών του και η θέα εκτεινόταν μέχρι τον κόλπο του Σάρου (παλιά, Μέλανα κόλπο), ίσια με εκεί που το μάτι μπορούσε να φθάσει. Σύντομα έγινε ορατή κι η αρχαία Νεάπολις – εγώ θα πρόσθετα εδώ «όμορφη λόγω της θέσης της», δηλαδή του υψηλού ακρωτηρίου στο οποίο αυτή είναι χτισμένη. Κι επειδή κι εμείς αισθανόμασταν πια την ανάγκη ν’ αναπαυθούμε, δεν μας ενόχλησε καθόλου που είδαμε μπροστά μας το σημερινό τόπο του προορισμού μας. Φθάσαμε στην Καβάλλα το απόγευμα, με αρκετά καλό καιρό, που μας επέτρεψε να κάνουμε μια βόλτα στην πόλη.

    Κάνοντας μιαν αναδρομή στον τόπο που μόλις είχαμε εγκαταλείψει, οφείλω να προσθέσω ότι η θέση της Ακρόπολης των Φιλίππων, όπως φαίνεται από την ορεινή διάβαση προς τη Νεάπολη ή Καβάλλα, είναι από βορειοδυτική έως βόρεια. Ο χάρτης του Neander, στην ιστορία που έγραψε για την  αποστολική εκκλησία, τοποθετεί τους Φιλίππους πολύ εγγύτερα στην παραλία και βάζει τον Παύλο να πηγαίνει μέσω θαλάσσης σ’ αυτή την πόλη της ενδοχώρας. Αυτό δημιουργεί μια ολότελα εσφαλμένη εντύπωση. Ο Παύλος κι οι σύντροφοί του έκαναν το ταξίδι τους από τη Νεάπολη προς τους Φιλίππους από την ξηρά και, φυσικά, πεζή. Ήταν εύκολο για εκείνους να διανύσουν αυτή την απόσταση και μέσα στην ίδια μέρα να κάνουν και όλες τις απαιτούμενες συμφωνίες για τη διαμονή τους κλπ. στους Φιλίππους, μια και η απόσταση (μεταξύ των δύο πόλεων) δεν είναι πάνω από δέκα μίλια, ίσως μικρότερη κι από εννέα μίλια, μολονότι είναι, κατά ένα μέρος της, ορεινή και κουραστική. Το λιθόστρωτο της οδού είναι δουλειά των Τούρκων.

    27 Μαϊου 1834. Στην Καβάλλα είχαμε μαζί μας μια συστατική επιστολή για τον αυστριακό πρόξενο κ. W. Αυτός κι ένας άλλος κύριος, με τον οποίο συνεργάζεται επαγγελματικά, είναι γερμανικής καταγωγής. Ο κ. W μας προσκάλεσε να περάσουμε τη νύχτα μαζί του, αλλ’ εμείς προτιμήσαμε να μείνουμε στο χάνι, στο οποίο βρίσκονταν ήδη οι αποσκευές μας. Μαζί με τους δυο κυρίους κάναμε ένα περίπατο στην πόλη. Το πιο ενδιαφέρον πράγμα που είδαμε ήταν μια σχολή που είχε ιδρύσει και συντηρούσε ο Μοχάμετ Άλυ της Αιγύπτου. Η Καβάλλα είναι ο τόπος από τον οποίο κατάγεται ο επαναστάτης πασάς της Αιγύπτου. Και μολονότι, όταν άρχισαν οι δυσκολίες ανάμεσα στην Πύλη και την Αίγυπτο, οι συγγενείς του είχαν μεταφερθεί από την Καβάλλα στην πρωτεύουσα, οι κληρονόμοι τους είναι ακόμη πολυάριθμοι μέσα και γύρω από την πόλη. Η σχολή, ένα μεγάλο, πέτρινο κτίριο, φιλοξενεί περί τους τριακόσιους υποτρόφους. Είναι χτισμένη σε θαυμάσια τοποθεσία, κοντά στην παραλία. Οι μαθητές έχουν ξεχωριστά δωμάτια, με διαφορετικά μεγέθη και διαφορετική οικοσκευή, ανάλογα με τις τάξεις φοίτησής τους. Όλα τα δωμάτια είναι καθαρά, μ’ ελάχιστες εξαιρέσεις και δροσερά και απόλυτα κατάλληλα για μελέτη και διαλογισμό. Η γενική εμφάνιση των μαθητών ήταν κατηφής και μυστικιστική (ησυχαστική). Τους ρώτησα, τι σκόπευαν να κάνουν, όταν θα ολοκλήρωναν το πρόγραμμα των σπουδών τους; Μου απάντησαν «Συνέχιση της μελέτης». Δεν σκοπεύετε να διδάξετε σε άλλους όσα έχετε μάθει; Ρώτησα εγώ. «Ίσως», απάντησαν εκείνοι, αλλά η σκέψη αυτή (της διδασκαλίας των άλλων) ήταν ολοφάνερα αρκετά μακριά από τα μυαλά τους. Σ’ ένα αναγνωστήριο βρήκαμε έναν αριθμό μαθητών καθισμένων στις φτέρνες τους, που άκουγαν το μάθημα από  έναν σεβάσμιο καθηγητή. Όλες οι δυνατές ανέσεις παρέχονται στη σχολή και το κάθε τι αποπνέει πολύ μεγάλη γενναιοδωρία. Είδα μερικά από τα βιβλία τους, δεν είχαν τίποτε  σχετικό με τις επιστήμες, τίποτε πέραν του μαύρου, ζοφερού Μωαμεθανισμού….

    Στη συνέχεια οι ιεραπόστολοι κατευθύνθηκαν προς την Αδριανούπολη, την οποία περιέγραψαν στο επόμενο κεφάλαιο του πονήματός τους.

     

     

     

     

     

     

     

     

     

     

     

     

     

     

     

     

     


    Δημοσιεύτηκε στις 0

    Επιτρέπεται η αναδημοσίευση του περιεχομένου της ιστοσελίδας εφόσον αναφέρεται ευκρινώς η πηγή του. Νόμος 2121/1993 και κανόνες Διεθνούς Δικαίου που ισχύουν στην Ελλάδα.