Χρονόμετρο

    Ο Καβαλιώτης που ταΐζει ελληνικά τις Βρυξέλλες

    Δημοσιεύτηκε στις

    Ο Κωνσταντίνος Ερίνκογλου (με καταγωγή από την Μουσθένη) βραβεύθηκε από τον βασιλιά του Βελγίου για τη συνεισφορά του στη γαστρονομία των Βρυξελλών.

     

     

     

    Παρά τον κόσμο –η αίθουσα είναι γεμάτη–, επικρατεί ησυχία, ηρεμία. Στο διπλανό τραπέζι, ένας καλοντυμένος κύριος, που βαδίζει στην όγδοη δεκαετία της ζωής του, απολαμβάνει το δείπνο του μόνος, προσηλωμένος στην ιεροτελεστία. Πρώτο πιάτο, δεύτερο πιάτο, δύο μπουκιές μόνο από το γλυκό, λίγο τυρί και μια τελευταία γουλιά κόκκινο κρασί, ελληνικό κρασί. Σχεδόν το κατάφερε το μπουκάλι…

     

    Ο Κωνσταντίνος Ερίνκογλου, ο ιδιοκτήτης του εστιατορίου «Notos», του καλύτερου εστιατορίου στις Βρυξέλλες σύμφωνα με το βραβείο που απέκτησε πρόσφατα, το οποίο είναι ελληνικό, έχει ακολουθήσει το βλέμμα μου.

     

    «Ερχεται πάντα μόνος. Μία, σπάνια δύο φορές την εβδομάδα. Απολαμβάνει το φαγητό μου», μου λέει. Σπρώχνει μια καρέκλα δίπλα μου και κάθεται «για να τα πούμε», ακριβής στο ραντεβού μας, παρόλο που κλείστηκε τηλεφωνικά κυριολεκτικά την τελευταία στιγμή.

     

    Στο «Notos» τρώνε διάσημοι ηθοποιοί, πολιτικοί και επιχειρηματίες, αλλά μόλις περάσεις την είσοδό του, ανεξάρτητα από την ιδιότητά σου, είσαι ένας μοναδικός, εξαιρετικός φιλοξενούμενος, με όλη τη σημασία της λέξης.

     

    Η ιστορία του Κωνσταντίνου Ερίνκογλου ξεκινάει πριν από αρκετές δεκαετίες σε ένα ελληνικό χωριό, τη Μουσθένη Καβάλας, στους πρόποδες του Παγγαίου, παιδί οικογένειας προσφύγων. Στα 18 του φεύγει για να σπουδάσει Κοινωνιολογία στο Στρασβούργο, για να βρει μια καλύτερη ζωή. Συνεχίζει με υποτροφία στο Collège de l’ Europe στο Βέλγιο, όπου αποκτά εξειδίκευση στα ευρωπαϊκά θέματα.

     

    Ως φυσικό επακόλουθο, προσελήφθη στις υπηρεσίες της Ευρωπαϊκής Ενωσης. «Λαμπρή σταδιοδρομία», αυτοσαρκάζεται. Σκάει ένα σχεδόν πονηρό χαμόγελο. «Να μην πάνε χαμένες οι σπουδές. Ημουν 27 χρονών και βρέθηκα να εργάζομαι στη Διεύθυνση για την Προστασία του Καταναλωτή και την Ασφάλεια».

     

    Εκείνα τα χρόνια, τάιζε τους συναδέλφους του με το φαγητό «της μαμάς», που μαγείρευε, και αναζητούσε ένα ελληνικό εστιατόριο το οποίο να ανταποκρίνεται σε αυτό που εκείνος θεωρεί ελληνικό φαγητό. «Κάτι όμορφο στην όψη, κάτι νόστιμο, κάτι απλό και φρέσκο». Μάταια. Σουβλάκι και μουσακάς ήταν ό,τι ελληνικότερο προσέφερε η πρωτεύουσα της Ευρώπης σε Ελληνες και φιλέλληνες.

     

    Οκτώ χρόνια αργότερα, υπέβαλε την παραίτησή του αποφασισμένος να ακολουθήσει αυτό που θα τον έκανε ευτυχισμένο – ή έτσι τουλάχιστον πίστευε. «Πήγα στη Λυών για να γίνω γεωργός. Δεν ξέρω γιατί, έτσι μου ήρθε. Αρχισα να μαθαίνω πώς να καλλιεργώ, να βρίσκω καλούς παραγωγούς, και κάπως έτσι κατέληξα να μαγειρεύω… Μετά το 1996 άνοιξα το “Notos” και όλα έγιναν πολύ γρήγορα. Μέσα σε ένα μήνα το εστιατόριο απέκτησε φήμη».

     

    Η συνταγή απλή όσο και δύσκολη: «Ενα καλό πιάτο; Φτιάχνεται από απλά και καλά συστατικά. Λαχανικά από το περιβόλι. Λίγο ψάρι, λίγο κρέας. Κάθε πιάτο πρέπει να δίνει χαρά, να ευφραίνεται η καρδιά σου».

     

    Το «Notos» έκλεισε πλέον τα είκοσι. Ο ιδιοκτήτης του βραβεύθηκε από τον βασιλιά του Βελγίου με το παράσημο του Τάγματος του Λεοπόλδου Β΄ για τη συνεισφορά του στη γαστρονομία των Βρυξελλών. Δεν έχει επισκεφθεί την Ελλάδα εδώ και ένα χρόνο, από στενοχώρια.

     

    «Εδώ, στις Βρυξέλλες, ο κόσμος νομίζει ότι η Ελλάδα πάει προς το καλύτερο. Δεν ακούγονται πλέον τόσα πολλά. Ξέρετε όμως και εδώ τα πράγματα έχουν αλλάξει. Οι πελάτες μου παραγγέλνουν με φειδώ. Έχουν ανοίξει πολλά μικρά εστιατόρια στις Βρυξέλλες, όπου μπορείς να φας με δέκα ευρώ».

    ΤΑΝΙΑ ΓΕΩΡΓΙΟΠΟΥΛΟΥ

    ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ


    Δημοσιεύτηκε στις 0

    Επιτρέπεται η αναδημοσίευση του περιεχομένου της ιστοσελίδας εφόσον αναφέρεται ευκρινώς η πηγή του. Νόμος 2121/1993 και κανόνες Διεθνούς Δικαίου που ισχύουν στην Ελλάδα.