Χρονόμετρο

    ΓΙΑ ΤΙΣ ΣΧΕΣΕΙΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΚΡΑΤΟΥΣ ΚΑΙ ΤΗ ΜΙΣΘΟΔΟΣΙΑ ΤΩΝ ΚΛΗΡΙΚΩΝ: Τι θα έλεγε σήμερα ο μακαριστός Προκόπιος;

    Δημοσιεύτηκε στις

    Απόψεις και θέσεις που είχε καταθέσει για τα συγκεκριμένα θέματα

     

    Προχθές η ΕΡΤ έκανε την γκάφα και την ώρα που μιλούσε ο σεβασμιότατος μητροπολίτης Φ.Ν.Θ. κ. Στέφανος, στο δελτίο ειδήσεων του σταθμού, εμφανίστηκε στην οθόνη η φωτογραφία με το πρόσωπο του μακαριστού Προκοπίου, με το όνομά του στην σχετική λεζάντα. Το «θαύμα» της ΕΡΤ να αναστήσει τον μακαριστό μητροπολίτη μας, έδωσε έτσι  την ευκαιρία να αναρωτηθούν πολλοί για το τι θα έλεγε σήμερα ο Προκόπιος για την συμφωνία Ιερώνυμου – Τσίπρα; Επειδή η γνώμη του είχε μεγάλη αξία για τις αποφάσεις της Ιεράς Συνόδου, πιστεύουμε ότι την ίδια απορία θα έχουν και πολλοί μητροπολίτες.

     

    Ψάξαμε και βρήκαμε μια ενδιαφέρουσα συνομιλία που είχε ο μακαριστός Προκόπιος, με συνταγματολόγους και νομικούς, όπως ο Γιώργος Σωτηρέλης, καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, ο Γιάννης M. Κονιδάρης, ομότιμος καθηγητής Εκκλησιαστικού Δικαίου στη Νομική Σχολή του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών καθώς και ο Μιχάλης Σταθόπουλος, Μέλος της Ακαδημίας Αθηνών, Επίτιμος Καθηγητής Νομικής Σχολής Αθηνών, τ. Υπουργός Δικαιοσύνης, για αυτά τα θέματα.

     

    Σε εκείνη την συζήτηση ο τότε μητροπολίτης Φ.Ν.Θ. Προκόπιος είχε υποστηρίξει τις παρακάτω απόψεις:

    Σχέσεις Κράτους – Εκκλησίας

    «Στη συνέχεια θα ήθελα από την αρχή της συζητήσεώς μας να διευκρινίσω, ότι η παρουσία μου και η συμμετοχή μου στο διάλογο δεν δεσμεύει την Εκκλησία, αλλά τον ομιλούντα, ο οποίος καταθέτει τις προσωπικές απόψεις του πάνω στο θέμα. Ευχή και προσδοκία μου είναι αυτές να μην αφίστανται από τις επίσημα διακηρυγμένες θέσεις της Εκκλησίας, όπως τις εκφράζουν τα αρμόδια κανονικά και συνοδικά Όργανα. Μια άλλη εισαγωγική παρατήρηση, που θέλω να κάμω, είναι ότι η Εκκλησία δεν συνθηματολογεί με τον «χωρισμό». Άλλοι επίμονα μιλούν για «χωρισμό» και «διαχωρισμό». Τώρα ακούω εδώ ότι ο «χωρισμός» έχει πάρει μια αρνητική έννοια ή ενέχει μια έννοια αντιπαλότητας και πρέπει να αντικατασταθεί με τη διάκριση των αρμοδιοτήτων ή τη μη ανάμειξη της Εκκλησίας στα της Πολιτείας και το αντίστροφο. Όμως, ανεξάρτητα από τους προβληματισμούς αυτούς, η Εκκλησία πάντοτε και σταθερά μιλούσε όχι για χωρισμό, αλλά για σχέσεις Εκκλησίας και Πολιτείας. Για διακριτούς και συνάλληλους ρόλους. Κατά τον ι. Χρυσόστομο «το της Εκκλησίας όνομα ου χωρισμού, αλλ’ ενώσεως εστι και συμφωνίας όνομα». Ο θεανθρώπινος οργανισμός της Εκκλησίας – το Σώμα του Χριστού – ούτε απομακρύνει, ούτε μερίζεται, ούτε μερίζει. Ενοποιός δύναμη πάντοτε προσδέχεται, προσλαμβάνει και ανακαινίζει. Γι’ αυτό η Εκκλησία δεν μιλάει για χωρισμό από την πολιτεία. Κατά ποια έννοια; Χωρίζεται η Εκκλησία από την σάρκα της; Τα μέλη της εκκλησιαστικής κοινότητας της συγκεκριμένης αριθμητικώς υπερτέρας ή  επικρατούσης, είναι και μέλη της πολιτείας. Η διακονία των μελών της εκκλησιαστικής κοινότητας είναι διακονία των μελών της πολιτείας. Αυτή την μακρόχρονη παράδοση κληρονομήσαμε, αυτή θέλουμε να κρατήσουμε ζωντανή και έτσι να τη μεταλαμπαδεύσουμε. Υπήρχαν ασφαλώς στη ροή του χρόνου και προβλήματα σχέσεων, δεν ετίθετο όμως θέμα χωρισμού. Παρά ταύτα αν μιλάμε για χωρισμό δεν μπορούμε απλά να τον νοηματοδοτήσουμε με τις κανονικές αλλά και νομικές αρχές, να μην επεμβαίνει η μια αρχή στα της άλλης. Αυτό είναι θεσμοθετημένο κύριε υπουργέ. Με την έννοια ότι εμείς ζητούμε πρώτα να μην έχουμε παρεμβάσεις στις εσωτερικές υποθέσεις, όπως οι ιεροί κανόνες ορίζουν και έτσι ερμηνεύονται οι σχετικές περί θρησκείας διατάξεις του συντάγματος και των νόμων που αφορούν στην Εκκλησία. Ενώ έχει συνομολογηθεί η μη επέμβαση της Πολιτείας στα sacra intrerna corporis της Εκκλησίας, αλλά η πρώτη παραβιάζει αυτή την αρχή και δημιουργούνται τριβές. Η Εκκλησία δεν επεμβαίνει – και δύσκολα μπορεί να το κάνει – στα θέματα της Πολιτείας. Θέλει να έχει και να διατηρεί το δικαίωμα, όπως ο κάθε πολίτης, να διατυπώνει την άποψή της σε θέματα θρησκευτικά, εθνικά, κοινωνικά και ηθικής τάξεως και παραδόσεως».

     

    Για την μισθοδοσία του κλήρου

     

    «Εγώ επισημαίνω ότι σε μια επίμονη επιδίωξη να γίνεται από ορισμένους κύκλους διαρκώς λόγος για χωρισμό εκκλησίας και πολιτείας επινοούνται θέματα σχετικά, ολίγον σχετικά, ενίοτε και άσχετα. Το θέμα της μισθοδοσίας του κλήρου δεν μπορώ να αντιληφθώ, έστω και αν υπάρχουν μειοψηφίες που το θέτουν, ότι μπορεί να απασχολήσει σοβαρά μια δημόσια συζήτηση σαν  ειδικό θέμα. Το θέμα της μισθοδοσίας έχει την δική του ιστορία. Μέχρι το 50 ο κλήρος μισθοδοτούνταν από την κοινότητα, από την ενορία. Οι ενορίτες ανελάμβαναν, επειδή τα έσοδα των εκκλησιών δεν επαρκούσαν, τις περισσότερες φορές με προσφορά υλικών αγαθών, να καλύπτουν τις ανάγκες των ιερέων τους. Όμως, μέσα από τις διαδοχικές αναγκαστικές απαλλοτριώσεις της εκκλησιαστικής περιουσίας από το Κράτος, προέκυψαν άλλες ρυθμίσεις. Προσωπικά μέτρησα περισσότερες από 100 αναγκαστικές απαλλοτριώσεις, πάντα με την επίκληση ενός σοβαρού και ειδικού λόγου υπέρ ακτημόνων ή άλλων εμπεριστάτων κοινωνικών ομάδων, πολλές φορές προσχηματικού. Τότε λοιπόν στη μεγάλη απαλλοτρίωση του 1952 για πρώτη φορά εμφανίζεται η δέσμευση της πολιτείας έναντι των όσων πήρε αποτιμημένα στο 1/3 της πραγματικής τους αξίας και επειδή έπρεπε υποχρεωτικά να αποζημιώσει, αποζημίωσε με αστικά ακίνητα στην πραγματική τους αξία. Και όταν και αυτά δεν μπορούσαν να αντισταθμίσουν την αξία των προσφερομένων, δόθηκαν και 250 χιλιάδες μετοχές της Εθνικής Τράπεζας. Έτσι βρέθηκε η Εκκλησία μέτοχος της Εθνικής. Και απετιμήθηκε στο 1/3, αυτοδεσμευόμενη η πολιτεία να καλύψει την μισθοδοσία του κλήρου. Αν τώρα αυτό ενοχλεί εκείνους οι οποίοι προασπίζονται τις ελευθερίες των θρησκευτικών μειονοτήτων είναι ένα δεδομένο που δεν μπορεί να αλλάξει. Διότι είναι μισθοδοσία. Δεν δίδονται τα χρήματα από το κράτος στην Εκκλησία για να μισθοδοτεί η Εκκλησία. Οι ιερείς μισθοδοτούνται ως θρησκευτικοί λειτουργοί και όχι ως δημόσιοι υπάλληλοι. Είναι συμβατική δέσμευση του Κράτους δικαίωμα κεκτημένο για τους ιερείς. Όταν κανείς το επαπειλεί, άλλες σκοπιμότητες κατά την γνώμη μου εξυπηρετεί. Ο μισθός όμως σε οποιαδήποτε περίπτωση δεν πρέπει να συνδεθεί με την άσκηση του λειτουργήματος, της διακονίας του κληρικού. Η Εκκλησία υπηρετεί κοινωνικούς σκοπούς, ασκει έργο προνοιακό, όχι γιατί έχει την α ή την β σχέση με το κράτος, αλλά γιατί αυτό είναι το χρέος της, η αποστολή της. Αγιασμός και άσκηση αγάπης. Ούτε  διότι διαβάζει την λεχώνα και δεν απαιτεί χρήματα θα πρέπει να έχει την μισθοδοσία. Αυτά δεν συνδέονται. Η άσκηση του λειτουργήματος ούτως ή άλλως θα υπάρχει ανεξάρτητα αν θα έχει μισθό από το κράτος ή από την κοινότητα ο κληρικός. Επομένως δεν μπορώ να κατανοήσω γιατί οι ίδιοι παντοτε κύκλοι, αφορμώμενοι από την μισθοδοσία του ορθοδόξου κλήρου, να θέτουν θέμα μισθοδοσίας. Μόνο ως ζήτημα ίσης μεταχείρισης των θρησκευτικών κοινοτήτων μπορώ να το κατανοήσω. Αλλά και σε αυτό το θέμα το κράτος προχώρησε και ήδη 400 θέσεις θρησκευτικών λειτουργών, με την ευρυτάτη έννοια, στην μουσουλμανική μειονότητα, 400 θέσεις ιεροδιδασκάλων τις καλύπτει το ελληνικό δημόσιο. Στο Βέλγιο βεβαίως η δημοτική αρχή έχει αναλάβει την  μισθοδοσία των κληρικών όλων των αναγνωρισμένων θρησκευτικών κοινοτήτων. Και της ορθοδόξου εκκλησίας ίσως και σε άλλα Κράτη»


    Δημοσιεύτηκε στις

    Επιτρέπεται η αναδημοσίευση του περιεχομένου της ιστοσελίδας εφόσον αναφέρεται ευκρινώς η πηγή του. Νόμος 2121/1993 και κανόνες Διεθνούς Δικαίου που ισχύουν στην Ελλάδα.