Χρονόμετρο

    Ανεβαίνοντας στην κορυφή του Κιλιμάvτζαρο παρέα με τον 74χρονο Καβαλιώτη Γιάννη Καραδούκα

    Δημοσιεύτηκε στις

     

     

    Η πραγματική ιστορία ενός άντρα που έδωσε ραντεβού με την πραγματική του νιότη στην κορυφή της Αφρικής

    Γράφει η Κική Τσακαλδήμη

     

    Οι κορυφές και τα βουνά, με είχαν κερδίσει από καιρό. Από το 2015 συγκεκριμένα που αποφάσισα να κυνηγήσω τα όνειρά μου, ο πλανήτης μού γνέφει και με προσκαλεί να τον γνωρίσω όπως ποτέ πριν. Και μαζί με αυτόν ανακαλύπτω τον εαυτό μου. Έτσι γίνομαι κάθε μέρα που περνά σοφότερη και δυνατότερη. Και αυτά σας τα γράφω χωρίς το παραμικρό ίχνος έπαρσης, καθώς νιώθω πως τα βουνά μού μεταδίδουν με τον τρόπο τους τη σοφία της φύσης.

     

    Την οποία αν ο καθένας μας σιωπήσει κοντά της θα αφουγκραστεί να μας μιλάει ασταμάτητα και να μοιράζεται τα μυστικά της. Και το μοίρασμα αυτό είναι που με κάνει να θέλω να συνεχίζω να ανεβαίνω ψηλά και δίπλα μου να έχω ανθρώπους που πριν, ούτε καν τολμούσαν να σκεφτούν να ανεβούν σε βουνό. Βοηθώντας τους, μάλιστα, να πετύχουν το στόχο τους, καμαρώνω που ατενίζουν τον ορίζοντα πατώντας τη δική τους κάθε φορά κορυφή.

     

    Αυτό ακριβώς συνέβη και με τον φίλο Γιάννη Καραδούκα, ο οποίος στην ηλικία των 74 ετών έγινε η συντροφιά μου πριν από λίγους μήνες, για να πατήσουμε μαζί στην υψηλότερη κορυφή της Αφρικής: το όρος Κιλιμάντζαρο στα 5.895 μ.

     

    Τα χρόνια της ηλικίας του Γιάννη σαφώς και δεν αποτέλεσαν το σημείο αναφοράς αυτής της αποστολής, ούτε έγινε η ηλικιακή πρόκληση η πραγματική αιτία που αγαπώ να βοηθώ. Αυτό που με παρακινεί είναι το συναίσθημα που μου προκάλεσαν τα δάκρυα που με προσπάθεια συγκρατούσε στα μάτια του, όταν φτάνοντας στην κορυφή τού είπα: «Τα καταφέραμε!».

     

    Εκεί, στα σχεδόν 6.000μ, με -25C και έναν άνεμο να μας σφυροκοπά αδιάκοπα επί ώρες, με την ανάσα μας κομμένη από την έλλειψη οξυγόνου, ένιωθα τέτοια ικανοποίηση βλέποντας μπροστά μου έναν άντρα που στα 74 έτη του ξαναγεννιόταν. Πλημμύρισε σ΄ ένα πρωινό με όνειρα, λες και η ζωή μόλις ξεκινούσε για αυτόν.

     

    Στην οροφή της Αφρικής συνειδητοποίησα πως αξίζει να συνεχίζω να προσπαθώ να παρακινώ όσους περισσότερους ανθρώπους μπορώ και να κάνω τον κόσμο να δει, πως αν πραγματικά το πιστέψει και προσπαθήσει, όλα είναι δυνατά. Η απόδειξη στεκόταν ακριβώς δίπλα μου, ολοζώντανη και τρισευτυχισμένη.

     

    Την 1η Γενάρη του 2020 ο Γιάννης τη θεωρεί πλέον γενέθλια ημερομηνία και μαζί με αυτό δημιουργήθηκαν για ΄κείνον και ένα πλήθος από νέα όνειρα και στόχους.

     

    Η αρχή του ταξιδιού

    Όλα αυτά λοιπόν τα θαυμαστά ξεκίνησαν δύο χρόνια πριν, όταν έλαβα στο κινητό ένα μήνυμα.

     

    Ο Γιάννης συστήθηκε περιγράφοντας τα συναισθήματα και τις σκέψεις που του δημιούργησα όταν πρωτάκουσε την ιστορία μου για την ανάβαση στο Έβερεστ το 2017. Εμπνεύστηκε τόσο πολύ με τη δύναμη της ψυχής μου και μοιράστηκε την επιθυμία του να πεζοπορήσουμε κάποια στιγμή μαζί.

     

    Μέχρι τη μέρα εκείνη ο Γιάννης δεν είχε καμιά σχέση με αναβάσεις σε ψηλά βουνά. Συνήθιζε μόνο να περπατά με φίλους σε ορεινά μονοπάτια της περιοχής του. Όταν έπειτα από λίγο καιρό συναντηθήκαμε σε μια από τις πεζοπορίες που συνδιοργανώνω με το σύλλογο «Δρομέας Θράκης», μου εκμυστηρεύτηκε κάτι που με συγκλόνισε.

     

    Και δεν θα τον ξεχάσω ποτέ γεμάτο πάθος αλλά και μία υποψία συστολής, να μου λέει: «Κική, νιώθω πως όλα αυτά τα χρόνια που έζησα, ήταν σα να μάζευα ασταμάτητα ξύλα, κούτσουρο-κούτσουρο, λες και ετοιμαζόμουν να ανάψω μια φωτιά. Για κάποιο ανεξήγητο όμως λόγο δεν έβρισκα ούτε σπίρτα ούτε αναπτήρα. Μόνο μάζευα ξύλα. Και τότε ήρθες και με μιας άναψες το σπίρτο σου και η σπίθα σου έδωσε τις φλόγες της και φώτισε ο κόσμος μου όλος».

     

    Ομολογώ πως αυτή η παραβολή και παρομοίωση της γνωριμίας μας με τον Γιάννη με συγκίνησε βαθιά. Συναισθάνθηκα ακριβώς τι βίωνε μιας και το ίδιο ακριβώς είχε συμβεί και σ’ εμένα όταν το 2014 παρακολούθησα την ομιλία του Ινδού μέντορα και εκπαιδευτή μου για πάντα, Satyabrata Dam. Του αγαπημένου Σάτυα.

     

    Παράλληλα βίωσα και την αίσθηση της ευθύνης να ανταπεξέλθω στις προσδοκίες του. Είχα μπροστά μου έναν άντρα που στην όγδοη δεκαετία της ζωής του με κοιτούσε με βλέμμα εφήβου ζητώντας με να τον βοηθήσω να πραγματοποιήσει το μοναδικό του όνειρο. Να καταφέρει και αυτός να πατήσει στη δική του κορυφή. Και μάλιστα σύντομα, μιας που για εκείνον ο χρόνος ήταν πραγματικά πολύτιμος. Όταν έχεις γεννηθεί τη δεκαετία του ‘40 δεν αναβάλλεις τίποτε για την επόμενη μέρα.

     

    Επιθυμίες, αρχές και επικίνδυνα μονοπάτια.

    Παρέλειψα να αναφέρω πως η επιθυμία του Γιάννη, όπως αυτός την εξέφρασε σε μένα, είναι να ανέβει σε όσα περισσότερα ψηλά βουνά καταφέρει. Σπουδαίο όνειρο που δημιουργεί πραγματικά υπέροχο στόχο αλλά πολύ αόριστο. Αυτό το τελευταίο έπρεπε να συγκεκριμενοποιηθεί και να ξεκαθαρίσει. Άλλωστε αυτή είναι η βασική αρχή της υλοποίησης των πάντων.

     

    Έτσι με την βοήθεια του Σάτυα, καταστρώσαμε ένα πλάνο δράσης και αναβάσεων σε όρη της χώρας μας, εμπλουτίζοντάς το με καθημερινή άσκηση για τη βελτίωση της φυσικής κατάστασης αλλά και ενδυνάμωσης του μυϊκού συστήματος.

     

    Όταν έφτασε το πλήρωμα του χρόνου, το πρώτο πραγματικά ψηλό βουνό που αποφασίσαμε να ανέβουμε μαζί ήταν το Κιλιμάντζαρο. Στην Τανζανία λοιπόν και στις απαιτήσεις να υψώνονται έξι χιλιόμετρα πάνω από την επιφάνεια της θάλασσας, με ατμόσφαιρα τόσο λεπτή λόγω της έλλειψης οξυγόνου που ακόμη και έμπειροι ορειβάτες ψάχνουν τα πατήματά τους.

     

    Τα ερωτήματα εύλογα και πολυεπίπεδα όταν αναλογιζόμουν και τη δική μου πρώτη φορά σε βουνό άνω των 5.000 μέτρων. Ένας άντρας με το βαθμό εμπειρίας και τη δεδομένη ηλικία, μήπως παρασυρόταν σε επικίνδυνα μονοπάτια από το κοινό πάθος και τον ενθουσιασμό όλων μας; Γνώριζα βέβαια και τις ιστορίες των ανθρώπων που ανέβηκαν στο Έβερεστ στην ηλικία των 85 ετών.

     

    Με σωστή προετοιμασία, τη δυνατή θέληση που διαθέταμε σε απίστευτες ποσότητες και λίγη καλή τύχη πίστευα ότι θα τα καταφέρναμε.

     

     

    Δύο μήνες περίπου μετά την μέρα της κατάθεσης ψυχής που μου είχε κάνει o Γιάννης, βρέθηκα να οδηγώ μια ολιγομελή ομάδα ατόμων που επιθυμούσαν να φτάσουν ως την κατασκήνωση βάσης του Έβερεστ (5.400μ), στο Νεπάλ.

     

    Η 11ήμερη πεζοπορία σε μεγάλο υψόμετρο αποτέλεσε ένα καλό τεστ για να ελέγξω τη φυσική του κατάσταση όπως και τη φυσιολογία του οργανισμού του σε πρωτόγνωρες για αυτόν καταστάσεις. Ήταν άλλωστε και για τον ίδιο ένα ιδανικό training σε συνθήκες μειωμένου οξυγόνου, εγκλιματισμού και ζωής σε μεγάλο υψόμετρο.

     

    Για την περιπέτειά μας αυτή στο Everest Base Camp θα σας μιλήσω μια άλλη φορά. Για την ώρα, αυτό που αρκεί να μοιραστώ, είναι πως ο Γιάννης όχι μόνο τα κατάφερνε, αλλά έφτασε άνετα στα 5.400 μέτρα και αντίκρισε με εύλογο δέος αλλά και έναν παιδικό ενθουσιασμό τη μυθική κορυφή τού Έβερεστ.

     

    Η δύναμη της καρδιάς του και το σωματικό του σθένος τον βοήθησαν να «επισημοποιήσει» το επόμενο πρωί το πρώτο του ψηλό βουνό στα 5.643μ, το Kala Pattar, εκεί στην ίδια οροσειρά των Ιμαλαΐων.

     

     

    Να σημειώσω πως η πεζοπορία στο EBC (Everest Base Camp) – όπως λέγεται – ενώ δεν προϋποθέτει ορειβατικές τεχνικές γνώσεις για την ολοκλήρωσή του, το ποσοστό επιτυχίας δεν είναι τόσο υψηλό όσο αναμένεται σε μια πεζοπορία.

     

    Τουναντίον, κάθε χρόνο πολλοί πεζοπόροι διακομίζονται στο νοσοκομείο του Κατμαντού, με βαριά συμπτώματα υποξίας, ενώ αναφέρονται και αρκετοί θάνατοι.

     

    Επιχείρηση Κιλιμάντζαρο

    Έχοντας λοιπόν μπροστά μου ένα άντρα που μου έδειξε πόσο βαθιά αποφασισμένος είναι, ξεκινώ να οργανώνω το ταξίδι μας στην Τανζανία. Αφού έχουμε συμπληρώσει 14 μήνες κοινής προετοιμασίας, η 24η Δεκεμβρίου του 2019 μας βρίσκει στο ηλιόλουστο Moshi (Διεθνής Αερολιμένας Κιλιμάντζαρο) να γευόμαστε την υγρασία του τροπικού περιβάλλοντος με κάθε πόρο του κορμιού μας.

     

    Όλα εδώ είναι διαφορετικά. Η ατμόσφαιρα, οι εικόνες, οι άνθρωποι, ακόμη και η αίσθηση των Χριστουγέννων μιας και τα στολισμένα με πολύχρωμα φωτάκια δέντρα κοσμούν τροπικούς κήπους που τα χτυπά ο ανελέητος αφρικανικός ήλιος. Και η θερμοκρασία ακόμη και τη νύχτα στους 35C.

    H αποστολή θα διαρκέσει 10 τουλάχιστον μέρες. Η διαδρομή που επιλέξαμε είναι ίσως η πιο εντυπωσιακή και η πλέον όμορφη, ενώ προσφέρει και τη δυνατότητα του ιδανικού εγκλιματισμού, γεγονός που αυξάνει τις πιθανότητες επιτυχίας για την κορυφή. Το όνομα αυτής είναι Lemosho και ξεκινάει από την πύλη Londorossi στα 2.360 μέτρα, στα οποία φθάνεις μετά από κάμποσες ώρες οδήγησης. Έτσι, πατώντας τη δυτική πλαγιά του Κιλιμάντζαρο, η διαδρομή μας οδηγεί στο Shira Plateau.

     

    Από εδώ ξεκινάει ουσιαστικά η περιπέτεια μιας ανάβασης που στον δρόμο της συναντά όλες τις κλιματικές ζώνες – από αλπικά λιβάδια στα χαμηλά επίπεδα έως τους αιώνιους παγετώνες στην κορυφή. Η ορειβασία είναι ομαλή και κλιμακώνεται χωρίς τεχνικές δυσκολίες.

     

    Μόνιμα ενοχλητικός σύντροφός σου είναι το υψόμετρο, κατάσταση με την οποία συνυπάρχεις από τη στιγμή που ξεπερνάς τα 3.000 μέτρα.

     

    Έχοντας πλέον αρκετή εμπειρία σε ψηλά βουνά ξέρω πώς να διαχειριστώ την έλλειψη οξυγόνου, σε αντίθεση με τον Γιάννη, ο οποίος ασυγκράτητα ενθουσιασμένος, ανυπομονεί να προχωράει αδιάκοπα όλο και ψηλότερα.

     

    Αυτό όμως μπορεί να είναι και η αρχή του τέλους του ταξιδιού του μιας και τα ψηλά βουνά προϋποθέτουν υπομονή και πειθαρχία.

     

    «Δεν θα προχωρήσουμε άλλo;»

    Η ανάβαση στο υψόμετρο πρέπει να γίνεται με απαράβατη χρονική ευλάβεια χωρίς υπερεκτιμήσεις και ερασιτεχνισμούς , δίνοντας τον απαραίτητο χρόνο στο σώμα μας να εγκλιματιστεί και να αρχίσει την υπερπαραγωγή ερυθρών αιμοσφαιρίων που θα μας χρειαστούν όσο η ατμοσφαιρική πίεση μειώνεται μαζί με το οξυγόνο.

     

    Κάθε τόσο υπενθυμίζω στον Γιάννη να πίνει νερό (μέρος της διαδικασίας εγκλιματισμού και αποφυγής θρομβώσεων) που σημαίνει 4-5 λίτρα τουλάχιστον. Και να αναπνέει βαθιά. Καθημερινή ανάβαση περίπου 6-8 χιλιόμετρα μας δίνει περίπου 600 – 700 μέτρα υψομετρικής ανόδου, διαδικασία που παίρνει 5-6 ώρες την φορά.

     

    Ο Γιάννης μόνιμα ανυπόμονος κάθε φορά που φτάνουμε στην επόμενη κατασκήνωση όπου θα διανυκτερεύσουμε, ρωτάει: «Δεν θα προχωρήσουμε άλλo; Αυτό ήταν και σήμερα;». Νιώθει δυνατός και με το πνεύμα του προσηλωμένο στο στόχο, διαθέτει αστείρευτη ενέργεια.

     

     

    Δείχνει καλά στοιχεία εγκλιματισμού, απολαμβάνοντας την τοπική κουζίνα που μας προσφέρει καθημερινά η ομάδα υποστήριξης και κοιμάται ικανοποιητικά δεδομένων των συνθήκων, δηλαδή πρώτη φορά σε αντίσκηνο, σε λεπτό υπόστρωμα πάνω στο πετρώδες έδαφος, σε θερμοκρασίες που κυμαίνονται από 0C έως -15C κατά τη διάρκεια της νύχτας με το νου ανήσυχο για τις προκλήσεις που θα συναντήσει την επόμενη μέρα.

     

     

    Και εδώ στο Κιλιμάντζαρο είναι υποχρεωτική η οργανωμένη αποστολή με πλήρη ομάδα υποστήριξης, δηλαδή βαστάζων, μαγείρων, βοηθών κουζίνας, ακόμη και οδηγών βουνού ανεξαρτήτως εμπειρίας του πελάτη, ως κρατική μέριμνα προκειμένου να ενισχυθεί η τοπική οικονομία.

     

    Τα ημερομίσθια των ανθρώπων αυτών είναι βέβαια ελάχιστα σε σχέση με τον όγκο εργασίας και συγκριτικά με άλλους παγκόσμιους ορειβατικούς προορισμούς, δεν παύουν όμως να αποτελούν το μοναδικό εισόδημα γι’ αυτούς και τις οικογένειες τους.

     

    Στην Τανζανία οι βαστάζοι κατάγονται από πολλές διαφορετικές φυλές και ανάμεσα τους υπάρχουν και οι γνωστοί σε όλους μας Μασάι με την ιδιόμορφη εξωτερική εμφάνιση που περιλαμβάνει μεταξύ άλλων, τεράστιες τρύπες στους λοβούς των αυτιών τους και κολάρα στον λαιμό.

     

    Είναι πολύ δυνατοί, μόνιμα χαμογελαστοί και πρόθυμοι να σου δείξουν τον περίφημο παραδοσιακό χορό της ενηλικίωσής τους που περιλαμβάνει και αξιοθαύμαστα κατακόρυφα άλματα.

     

     

    Ο Γιάννης δίνει καθημερινά μάχη για να μπορέσει να συγκρατήσει φράσεις που του μαθαίνουν οι νέοι φίλοι μας Μασάι, αλλά δεν μπορείς να τα πας καλά σε όλους τους τομείς. Η μόνη φράση που καταφέρνει να πει και αυτή ύστερα από πολλές επαναλήψεις είναι το περιβόητο και άλλωστε γνωστό ανά τη υφήλιο Hakuna Matata, «Κανένα πρόβλημα» δηλαδή.

     

    Όλες αυτές τις οκτώ ημέρες στο βουνό ο Γιάννης έδειξε το πραγματικό υλικό από το οποίο είναι φτιαγμένος. Δεν τον άκουσα ποτέ να παραπονιέται για τις αντίξοες συνθήκες που συναντήσαμε ή για τη μόνιμη εξάντληση που ένιωθε από τα επίπεδα του οξυγόνου, ούτε όμως και για το τσουχτερό κρύο την ημέρα ανάβασης στην κορυφή, η οποία ουσιαστικά ξεκινάει νωρίς τα μεσάνυχτα, όταν ακόμη ο αέρας είναι παγωμένος και η θερμοκρασία αγγίζει τους -30C.

     

    Μία μεγάλη και απαιτητική ημέρα, καθώς ξεκινάμε από την κατασκήνωση βάσης Barafu στα 4.673 μέτρα, και ώρα 11μμ ή 12 τα μεσάνυχτα για να πραγματοποιήσουμε την τελική ανάβαση των περίπου 6-7 ωρών ως την κορυφή Uhuru, στα 5.895 μέτρα. Από εκεί προσθέστε άλλες 5-7 ώρες ώσπου να κατεβούμε στην κατασκήνωση Mweka στα 3.068 μ. όπου και θα κατασκηνώσουμε. Μιλάμε δηλαδή για μια υψομετρική διαφορά τεσσάρων χιλιομέτρων σε μία πορεία διάρκειας περίπου 12-14 ωρών μέσα σε δυσμενείς συνθήκες.

     

    Οι περισσότεροι άπειροι ορειβάτες, όταν πραγματοποιούν την πρώτη τους πορεία νύχτα, βιώνουν μια έντονη ανησυχία για το τι πρόκειται να αντιμετωπίσουν μέσα στο σκότος, νιώθοντας τον δριμύτατο κρύο αέρα στο εκτεθειμένο πρόσωπό τους.

     

    Έτσι και ο Γιάννης, ενώ έβλεπα την λαχτάρα του να ολοκληρώσει το όνειρό του, βαθιά στο βλέμμα του υπήρχε έκδηλη η αμφισβήτηση που και αυτή με τη σειρά της καταπραϋνόταν από τη συνεχή παρουσία μας δίπλα του. Εμάς δηλαδή που εμπιστευόταν.

     

    Η τελική ευθεία

    Το τερέν της τελευταίας μέρας είναι αρκετά διαφορετικό από ό,τι πατούσαμε μέχρι τώρα. Πλέον δεν πεζοπορούμε αλλά απαιτείται να σκαρφαλώσουμε σε πετρώδεις ηφαιστιογενείς πλάγιες με κλίσεις που φτάνουν τις 60 μοίρες. Το αποτέλεσμα είναι να σου κόβεται στην κυριολεξία η αναπνοή κάθε φορά που ξεφεύγεις από το σταθερά αργό τέμπο ανάβασης, που σε επίπεδο θαλάσσης θα έδειχνε εξωφρενικά αργό.

     

    Εδώ ψηλά όμως είναι οριακά ο ρυθμός που μπορείς ακόμη με δυσκολία να αναπνεύσεις και να συνεχίσεις να πορεύεσαι σφίγγοντας τα δόντια σου και ελπίζοντας να καταφέρεις να βρεθείς σύντομα στην πολυπόθητη κορυφή.

     

    Τον ρυθμό δίνει μπροστά ο Σάτυα, ακολουθεί ο Γιάννης, με εμένα τελευταία ακριβώς πίσω του, με το αυτί μου να αφουγκράζεται διαρκώς την αναπνοή του.

     

     

    Ανησυχώ μήπως πηγαίνουμε αρκετά γρήγορα για τις δυνατότητές του και προτρέπω τον Σάτυα να μειώνει ταχύτητα κάθε φορά που οι ανάσες γίνονται ακανόνιστες. Στο σημείο αυτό συναντούμε αρκετές ομάδες που παίρνουν το δρόμο της επιστροφής πριν ακόμη φτάσουν στην κορυφή, καθώς κάποια μέλη προφανώς δεν μπορούσαν να συνεχίσουν άλλο.

     

    Η εξάντληση, η πρωτόγνωρη εμπειρία για αρκετούς και αυτό το ψύχος που παγώνει το αίμα στα άκρα σου κάνοντας το μυαλό να παίζει περίεργα παιχνίδια, κάνουν πολύ συχνά το δρόμο της επιστροφής να φαντάζει η μόνη λογική κατεύθυνση.

     

     

    Ο δικός μας ρυθμός είναι σταθερός και κατά κάποιο τρόπο ταχύτερος σε σχέση με τον μέσο όρο των υπόλοιπων ομάδων γύρω μας. Αυτό με χαροποιεί.

     

    Δείχνει πως ο Γιάννης είναι ακόμη δυνατός και πως θα ολοκληρώσουμε χωρίς απρόοπτα. Τον παρακολουθώ στενά βρισκόμενη πίσω του και τον θαυμάζω γιατί ακόμη και στα τελευταία μέτρα πριν την κορυφή, εκεί όπου η κούραση και η εξάντληση φτάνουν στο μέγιστο κάνοντας τα πόδια να τρεκλίζουν και τα πνευμόνια να ικετεύουν για λίγο ακόμη οξυγόνο, η καρδιά και το μυαλό παίρνουν τον πρώτο λόγο.

     

    Εκεί βλέπω λοιπόν τον Γιάννη να ορθώνει το ανάστημά του, να συνεχίζει με σταθερά και γερά πατήματα στον πάγο και να ανεβαίνει όλο και πιο ψηλά. Βήμα – βήμα.

     

    Και έτσι, αργά αλλά υπέροχα, την πρωτοχρονιά του 2020 ο Γιάννης πάτησε στην υψηλότερη κορυφή της Αφρικής. Και αποτελεί πλέον κομμάτι, αυτός ο απίστευτος 74χρονος άντρας, ενός υπέροχου σύμπαντος, όπου όλα τα απίθανα, όμορφα και αδύνατα μπορούν να γίνουν πραγματικότητα, απλά και μόνο επειδή τα θέλησες πολύ.

     

    ΠΗΓΗ: https://www.gnomionline.gr/anevainontas-stin-koryfi-tou-kilimavtzaro-parea-me-ton-74chrono-kavalioti-gianni-karadouka/?fbclid=IwAR3OwDyUT21J0dgPpdM7CXBrJKq0aqnuQDdEyIjXDZ1xyRZQEqkg-QZIHwc

     


    Δημοσιεύτηκε στις

    Επιτρέπεται η αναδημοσίευση του περιεχομένου της ιστοσελίδας εφόσον αναφέρεται ευκρινώς η πηγή του. Νόμος 2121/1993 και κανόνες Διεθνούς Δικαίου που ισχύουν στην Ελλάδα.